Ο Ρήγας Γκόλφης (ψευδώνυμο του Δημητρίου Δημητριάδη) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 21 Ιανουαρίου 1886. Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, εγγράφθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου έλαβε το πτυχίο του δικηγόρου και αργότερα (κατόπιν εξετάσεων) την άδεια να ασκεί το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Από τα φοιτητικά του κιόλας χρόνια συνεργάστηκε με τον Δημήτριο Ταγκόπουλο, εκδότη του αθηναϊκού φιλολογικού περιοδικού «Ο Νουμάς», δημοσιεύοντας κυρίως ποιήματα, μελέτες και κριτικά σημειώματα.
Το καλοκαίρι του 1905 ο Δημήτρης Ταγκόπουλος συνοδευόμενος από τον Ρήγα Γκόλφη επισκέφθηκε τη Θεσσαλία. Μετά από μία σύντομη παραμονή στον Βόλο, όπου είχαν φθάσει με ατμόπλοιο, κατευθύνθηκαν στη Λάρισα. Ο μεν Ταγκόπουλος είχε επαγγελματικές συναντήσεις με φιλομαθείς κατοίκους της πόλης, ο δε Γκόλφης άδραξε την ευκαιρία και πραγματοποίησε ένα σύντομο ταξίδι στην κοιλάδα των Τεμπών, δημοσιεύοντας λίγο αργότερα τις εντυπώσεις του στο προαναφερθέν περιοδικό [1]. Διαβάζοντας το κείμενο παρατηρούμε πως χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα για τις αφηγήσεις του και διάφορες λέξεις που θεωρητικά ίσως κάποιος αναγνώστης τις θεωρήσει λανθασμένες. Όπως, όμως, είχε σημειώσει ο Μήτσος Λυγίζος: «Ο Ρήγας Γκόλφης είναι από τους πρώτους τεχνίτες που ασπάστηκαν το μήνυμα του Γιάννη Ψυχάρη και που πολέμησαν για την επικράτηση του Δημοτικισμού (…). Ήταν το πιο βίαιο παιδί του φλογερού «Νουμά» για να γίνει έπειτα το πιο χαϊδεμένο, αφού βρήκε απήχηση η φωνή του ανάμεσα στους νέους (…). Είναι ένας προσωπικός ποιητής με ύφος που ήρθε να προσθέσει την πιο τρυφερή χορδή στη Νεοελληνική Λύρα» [2]. Στη συνέχεια παραθέτουμε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από τα Τέμπη, όπως ακριβώς έχουν δημοσιευθεί, παραθέτοντας σε αγκύλες τις απαραίτητες επεξηγήσεις:
«Η κοιλάδα των Τεμπώνε [Τεμπών], που βρίσκεται στο βόρειο και το ανατολικό μέρος της Θεσσαλίας, κάνοντας το φυσικό χώρισμα των δοξασμένων μας βουνών Έλυμπου [Όλυμπου] και Κίσσαβου, είνε από κείνους τους τόπους που η μάννα Φύση εστάθηκε καλή να σκορπίσει μ’ απλοχεριά σε δαύτους όλα τα στολίδια και τα πλούτια [πλούτη] της τα θαμαστά [θαυμαστά] και τα μεγαλόπρεπα.
Ανάμεσα στην κοιλάδα τούτη, που στενόμακρη τραβιέται από το νοτιά προς το βορριά, κυλάει τα νερά της η Σαλαμπριά [ο Πηνειός], το ποτάμι δηλαδή εκείνο που έχοντας τις πηγές του στα βουνά του Πίντου [Πίνδου], ξετρέχει όλο τον κάμπο της Θεσσαλίας τον κατασπαρμένο με στάρια, με καλαμπόκια και με κριθάρια, και διαβαίνοντας από κείθε, χύνεται ύστερα στη θάλασσα του Θερμαϊκού κόρφου [κόλπου]. Λένε ότι τον παλιό καιρό σκίστηκαν τα δυο βουνά από να τιτάνειο σεισμικό τράνταγμα, και από το κανάλι των Τεμπώνε που φτιάχτηκε τότε, άδειασε στο Αιγαίο πέλαγο η τρανή λίμνη που έπιανε με τα νερά της κείνα τα χρόνια ολάκερο το σημερινό κάμπο της Θεσσαλίας.
Όταν μπαίνεις στην κοιλάδα ακολουθώντας τη ροή τού ποταμιού, βλέπεις στο στένεμα εκείνο ψηλά, θεόρατους κοκκινόμαυρους βράχους, και κάτου [κάτω] θαμαστό [θαυμαστό] δασικό πλούτο. Δε μένει μεριά που να μην είνε σκεπασμένη με τα καταπράσινα κλαριά, και πέρα για πέρα το πράσινο χρώμα με τις μύριες του αλλαγές δίνει μιαν αναγάλλια [αγαλίαση] πρωτόφαντη [πρωτοφανής] στα μάτια. Και φυτρωμένα, αδερφικά στέκουνται τα χιλιόχρονα πλατάνια πλάι στις κλαψάρικες ιτιές που λούζουν τα κλαδιά τους στα σιγοκύλιστα νερά του ποταμιού, και τα ψηλά πεύκα σκέπουνε [σκεπάζουν] με την πυκνάδα τους τα χίλια χαμόδεντρα, κ’ οι αγριλιές, κ’ οι δαφνοκερασιές, κ’ οι λυγαριές μπλέκουνε συναμεταξύ τους τα κλαδιά. Και παντού τηράει [κοιτάζει με ένταση] το μάτι περήφανες βαλανιδιές και λυγερές λεύκες, και παρέκει πρινάρια και χάμου θεριακωμένη [γιγάντια] και πυκνή τη φτέρη, και προς τους όχτους [τις όχθες] τους άφαντους, τους χωμένους στην πρασινάδα, πικροδάφνες λουλουδιαστές που καθρεφτίζουνται σα νυφούλες στο τρεχάμενο νερό. Χίλια μύρια δέντρα και χαμόκλαδα στα πλάγια των βουνών, που απάνου τους λάμπουνε συννεφοστεφανωμένες οι ψηλότατες κορφές, λες και κρατάνε ακόμα τις ξακουστές των θεών κατοικίες.
Κι όταν τύχει και βρεθείς σ’ ώρα μπόρας πού ξεσπάνε οι κεραυνοί εκεί μέσα και μαυρίζουν οι κορφές, νοιώθει ή ψυχή αληθινά το αφάνταχτο [αφάνταστο] μεγαλείο του Δία, που λες και τον αιστάνεσαι [αισθάνεσαι] εκεί κάπου σιμά [κοντά] με κατεβασμένα τα φρύδια θρονιασμένο στα παλάτια του. Προχωρώντας, η κοιλάδα αγάλια γάλια [σιγά-σιγά] ανοίγει και φανίζεται [φαίνεται] η αγριάδα της φύσης μ’ όλη της τη μεγαλόπρεπη χάρη».
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο Νουμάς (Αθήνα), έτος Γ’, φ. 165 (25 Σεπτεμβρίου 1905), σελ. 6.
[2]. Μήτσος Λυγίζος, «Ρήγας Γκόλφης: Ο ποιητής της μορφής και του αιστήματος», Νέα Εποχή (Αθήνα), φ. 4-5 (Μάης-Ιούνης 1936), σελ. 15-25. Ειδικώς σελ. 16.