«Χρειάζονται επτά ώρες για να φτάσει κανείς έφιππος από τη Λάρισα στην κοιλάδα των Τεμπών. Είναι ένας βαρετός δρόμος διά μέσου μίας μονότονης, χωρίς δέντρα και σπίτια, πεδιάδας. Η περιοχή μαστίζεται από ελώδεις πυρετούς, αφού η διαφορά της θερμοκρασίας, μεταξύ του ομιχλώδους πρωινού και της μεσημεριανής αφόρητης ζέστης, φθάνει ακόμη και τους είκοσι βαθμούς.
Είχα την ατυχία να πέσω πάνω σε έναν αγωγιάτη του χειρίστου είδους που άλλον παρόμοιό του δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να συναντήσει από τον Όλυμπο μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο. Μου συστήθηκε ως ο καλύτερος Έλληνας στον κόσμο, αλλά ήταν ύπουλος, κλέφτης και ψεύτης. Μου είχε υποσχεθεί πως θα μου έφερνε δύο από τα φημισμένα θεσσαλικά άλογα, αλλά την ημέρα της αναχώρησης μου έφερε δύο θηρία. Μου είχε υποσχεθεί πως θα αναχωρούσαμε στις τέσσερις τα ξημερώματα, αλλά η ώρα είχε φθάσει πέντε και ακόμη δεν είχε φανεί. Επιπλέον, διαπίστωσα πως ο απαίσιος αυτός μισθοφόρος που τον είχα πληρώσει για να είναι ο οδηγός μου (όπως ετυμολογικά σημαίνει η λέξη αγωγιάτης: από το ρήμα άγω ή οδηγώ) δεν γνώριζε καθόλου τον δρόμο.
Μετά από πέντε ώρες αφάνταστης ταλαιπωρίας φθάσαμε επιτέλους απέναντι από το χωριό Μπαμπά [=Τέμπη]. Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν όντως μεγαλειώδες. Στα δεξιά μας βρίσκεται η Όσσα και ακριβώς απέναντι ο ορεινός όγκος του Ολύμπου, η κωνική κορυφή του οποίου χάνεται στα σύννεφα. Ανάμεσα από τα δύο βουνά υπάρχει ένα μεγάλο φαράγγι με πλούσια βλάστηση, στο οποίο κυλάνε τα ορμητικά νερά του ποταμού Πηνειού. Είναι η περίφημη κοιλάδα των Τεμπών, γνωστή κατά τον Μεσαίωνα με την ονομασία Λυκοστόμιο και σήμερα ως φαράγγι του Μπαμπά.
Χρειάστηκε ακόμα μία ώρα για να φθάσουμε μέχρι το χάνι των Αμπελακίων [2] που βρίσκεται στην είσοδο της κοιλάδας. Για να δώσουμε μία ακριβέστατη περιγραφή του τοπίου που αντικρίσαμε, πιστεύω ότι θα πρέπει να ανατρέξουμε στις περιγραφές των αρχαίων ποιητών και ιστορικών: του Οράτιου, του Τίτου Λίβιου, του Πλίνιου και του Κάτουλλου […]. Χωρίς αμφιβολία η βλάστηση στην κοιλάδα των Τεμπών είναι απαράμιλλης ομορφιάς. Δέντρα κάθε είδους, όπως γιγάντια πλατάνια, φλαμουριές, βελανιδιές, φτελιές, αγριελιές υψώνονται στις όχθες του Πηνειού μαζί με θάμνους από αγριοφυστικές και γιασεμιά, ενώ μπορεί κανείς να συναντήσει και αρωματικές δάφνες (Laurus nobilis), τα αγαπημένα φυτά του ιερού θεού Απόλλωνα (Phoebus Apollo)[…].
Προχωρούσαμε μαζί με τον αγωγιάτη κατά μήκος του αρχαίου ρωμαϊκού δρόμου στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Ακόμη και σήμερα μπορεί να διακρίνει κανείς τα ίχνη των αρχαίων αρμάτων που περνούσαν από αυτόν […]. Σε λίγο ανοίγεται η άγρια λαγκάδα της Ανεμότρυπας στις πλευρές της Όσσας. Μία ξαφνική μπόρα που συνοδευόταν από κεραυνούς μας δυσκόλεψε αρκετά. Σταμάτησα για να δω την κοιλάδα σε όλο της το μήκος, την περίφημη επιγραφή του Cassius Longinus, το Κάστρο της Ωριάς και κυρίως για να απολαύσω το μαγευτικό θέαμα της θάλασσας στις εκβολές του Πηνειού. Η κορυφή του Αγίου Όρους δέσποζε στο βάθος του ορίζοντα.
Και ενώ επιστρέφαμε με τα άλογά μας προς την πλευρά των Αμπελακίων, όντας μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο, ο οδηγός μου γύρισε προς το μέρος μου και καθώς ήταν κατσουφιασμένος έχοντας ένα αξιοθρήνητο βλέμμα, ξέσπασε ξαφνικά σε γέλια λέγοντάς μου: «Δεν πειράζει!». Αμέσως σκέφθηκα ότι έπρεπε να υπομείνω άλλες επτά ώρες για να επιστρέψω στη Λάρισα με τα εξαντλημένα και νηστικά άλογα, περνώντας από την ίδια πεδιάδα που είχε μετατραπεί σε βούρκο λόγω της βροχής. Όπως είχα προαναφέρει η Λάρισα δεν είχε κάτι ιδιαίτερο για να επισκεφθούμε.
Μετά από την αφάνταστη ταλαιπωρία που πέρασα, δεν συμβουλεύω κανέναν υπ’ αυτές τις συνθήκες να εκδράμει στα Τέμπη. Αλλά ας κρατήσουμε στην ψυχή μας και ας ονειρευτούμε τα Τέμπη των ποιητών, την υπέροχη Εδέμ που ύμνησαν ο Όμηρος και ο Βιργίλιος. Όπως έχει αναφέρει στο παρελθόν ο Δανός περιηγητής Ussing, οι δύο πιο όμορφες τοποθεσίες της Θεσσαλίας βρίσκονται στις πηγές και στις εκβολές του Πηνειού ποταμού […]. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε με τον σιδηρόδρομο προς τις εύφορες πεδιάδες της Καλαμπάκας, εκεί όπου υψώνονται οι επιβλητικοί βράχοι των Μετεώρων».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Auguste Rochette, «Àtraversla Thessalie», L’ Université Catholique (Lyon), τόμος XXXVI, Νέα σειρά, τεύχος 1 (15 Ιανουαρίου 1901), σελ. 102-126.
[2].Το χάνι αναφέρεται το 1861 στον ταξιδιωτικό οδηγό των Adolphe Joanne & Émile Isambert (Itinéraire descriptif de l’Orient. Paris 1861, σελ. 412). Μετά από το 1881 ονομάσθηκε «χάνι της Κοκκώνας», αφού ενοικιάστηκε από κάποια γυναίκα ελευθερίων ηθών (κοκκώνα = ελευθεριάζουσα γυναίκα).