Επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια στη Νοτιοανατολική Κρήτη

Μπορεί να δρομολογήσει η Ελλάδα, παράλληλα με την ενίσχυση της άμυνάς της, και πολυμερείς διαπραγματεύσεις με όμορες χώρες της Μεσογείου, δηλώνει ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ευστάθιος Φακιολάς. - Θεωρεί επιβεβλημένη την οριοθέτηση πριν από τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο - Τι λέει για γκρίζες ζώνες, εναρμόνιση των εξωτερικών ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης και εθνικού εναέριου χώρου, πολιτική συναίνεση, εκλογή νέας τουρκικής ηγεσίας κ.ά.

Δημοσίευση: 07 Μαϊ 2023 9:50

Η Ελλάδα μπορεί, παράλληλα με την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητάς της, να δρομολογήσει την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια στη νοτιοανατολική Κρήτη μαζί με τη διεξαγωγή πολυμερών διαπραγματεύσεων με όμορες χώρες στη Μεσόγειο για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ με κατάληξη την παραπομπή στη Χάγη, δίνοντας έτσι ξεκάθαρο μήνυμα ότι η αντίστοιχη διαφορά με την Τουρκία στο Αιγαίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με ανάλογο τρόπο.


Αυτό υποστηρίζει, σε συνέντευξή του στην «ΕτΔ», ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ευστάθιος Φακιολάς. Τονίζοντας, επιπλέον, ότι η επιλογή της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (Α.Ο.Ζ.) πριν τη συνεκμετάλλευση είναι αυτό-επιβεβλημένη και μπορεί να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για να προχωρήσει η επίλυση, «χωρίς βέβαια να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική ή υποκατάστατό της». Όσον αφορά την επόμενη ημέρα των εκλογών στην Τουρκία, εκτιμά ότι η Δύση, προσπαθώντας να επιβραβεύσει μια ενδεχόμενη αλλαγή στάσης της νεοκλεγμένης ηγεσίας της, «αναμένεται ότι θα εντείνει τη «φιλικά διακριτική» πίεση προς τη σύμμαχο Ελλάδα για προχωρήσει όχι απλά σε βήματα καλής πίστης, αλλά και σε «γενναιόδωρες» κινήσεις που να «διευκολύνουν» τη βούληση της Τουρκίας για επίλυση».
Τέλος, για τις ελληνικές θέσεις και τη διαχείρισή τους υποστηρίζει ότι η Αθήνα φαίνεται ότι παλινωδεί και συν-τρέχει δύο διαφορετικές πολιτικές, από τη μία «η πολιτική της στρατιωτικής ανάσχεσης της τουρκικής απειλής και της περίκλεισης της τουρκικής επιρροής με διπλωματικά μέσα» και η άλλη που «επιχειρεί να συνδυάσει την αποτροπή με ενεργή εμπλοκή σε ενέργειες επίλυσης, χωρίς, όμως, να καθορίζει με σαφήνεια τις «κόκκινες γραμμές» και ποια ζητήματα ή κυριαρχικά δικαιώματα είναι αντικείμενο διευθέτησης και με ποιον τρόπο».

 

Συνέντευξη στον Μπάμπη Λαμπαδιάρη

 

Ολόκληρη η συνέντευξη έχει ως εξής:

* Η επίσημη ελληνική θέση είναι πως έχουμε μια διαφορά με την Τουρκία -την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (Α.Ο.Ζ.)- που, ωστόσο, δεν επιδοκιμάζεται διεθνώς, αλλά, αντίθετα, διατηρεί το θέμα σε εκκρεμότητα και μετατρέπει μια τεράστια περιοχή σε ανοιχτή πληγή, όχι μόνο για τις δύο χώρες, αλλά για τους ευρύτερους γεωπολιτικούς συσχετισμούς. Τι λέτε, υπάρχει άλλη προσέγγιση;
- Επίσημα, σε επίπεδο διεθνούς δημόσιας διπλωματίας, η ελληνική θέση περί μιας διαφοράς με την Τουρκία δεν αποδοκιμάζεται. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Η ελληνική θέση είναι σύννομη με το Διεθνές Δίκαιο. Δύο ισχύουσες σήμερα διεθνείς συνθήκες, η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, κατοχυρώνουν την ελληνική εδαφική κυριαρχία των νησιών του Βόρειο-Ανατολικού και Κεντρικού Αιγαίου (με εξαίρεση την Ίμβρο, την Τένεδο, τις Λαγούσες νήσους και τα νησιά εντός των 3 ν.μ. από τις τουρκικές ακτές) και των Δωδεκανήσων κατά μήκος της ελληνοτουρκικής μεθορίου.
Λαμβάνοντας συνάμα υπόψη μεταγενέστερες εξελίξεις στο Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας, υπάρχουν δύο ζητήματα που εκκρεμούν για να διευθετηθούν οριστικά. Το πρώτο αφορά την επέκταση του πλάτους των χωρικών υδάτων, ήτοι της αιγιαλίτιδας ζώνης, από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ., το οποίο, σύμφωνα με τη διεθνή δικαιική τάξη, είναι αναφαίρετο δικαίωμα μονομερούς άσκησης κυριαρχίας της Ελλάδας, άρα δεν συνιστά επίδικο στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Να υπενθυμίσουμε ότι: α) Πρόσφατα η Ελλάδα άσκησε αυτό το δικαίωμα και διεύρυνε την εδαφική επικράτειά της στο Ιόνιο Πέλαγος, μετά τη συμφωνία οριοθέτησης της Α.Ο.Ζ. με την Ιταλία και β) μεταξύ των ελληνικών νησιών και των αντικείμενων τουρκικών ακτών, η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν, από την εποχή πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χαράξει το όριο αυτής της ζώνης με βάση τον κανόνα της μέσης γραμμής.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη δικαιοδοσία ως κυριαρχικό δικαίωμα των παράκτιων κρατών στη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι: α) Αυτό είναι το επίδικο, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας /Α.Ο.Ζ., που συνιστά τη μοναδική διαφορά και β) η επίλυση πρέπει να γίνει με διαπραγματεύσεις μόνο επί αυτού του θέματος που θα καταλήξουν στην υπογραφή συνυποσχετικού παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Δ.Δ.Χ.). Η Τουρκία, όμως, δεν συναινεί. Προβάλλοντας συνεχώς νέες απαιτήσεις, προκρίνει τα διπλωματικά μέσα για μια συνολική πολιτική συμφωνία διευθέτησης. Το πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι η ηγεσία Ερντογάν συστηματικά εργαλειοποιεί αυτήν τη διάσταση απόψεων, ώστε να δημιουργεί και να μοχλεύει επισφαλείς εντάσεις και κρίσεις για να αποκομίζει οφέλη. Προφανώς, οι κοινοί εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και την Ευρωατλαντική Κοινότητα δεν θέλουν, αφενός, τη συνέχιση μιας τέτοιας πρακτικής, που εγκυμονεί κινδύνους ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και, αφετέρου, να κοντράρουν την Τουρκία λόγω της γεωγραφικής θέσης της, του μεγέθους της και της συμμετοχής της σε βασικούς διεθνείς θεσμούς. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που δεν επιδοκιμάζουν την ελληνική θέση διεθνώς, προβαίνοντας, μάλιστα, σε παραινέσεις σύνεσης και διαλλακτικότητας.
Η Ελλάδα, που έχει εξίσου ουσιώδη «στοιχεία ενεργητικού» ως κράτος-μέλος της Ε.Ε., της Ευρωζώνης και άλλων βασικών διεθνών θεσμών, δεν δύναται να απεμπολήσει δικαιώματα κυριαρχίας. Ασφαλώς, οφείλει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που δεν θα περιορίζονται στην εκτόνωση των εντάσεων και την αποφυγή θερμών επεισοδίων, αλλά θα δημιουργούν προοδευτικά συνθήκες βιώσιμης επίλυσης. Πρέπει, ωστόσο, το στίγμα και οι «κόκκινες γραμμές» της πολιτικής της να αναδειχθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια και η συνάρθρωσή της με θεσμικά εργαλεία μόχλευσης της Ε.Ε. να γίνει πιο συστηματική.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα μπορεί, παράλληλα με την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητάς της, να δρομολογήσει την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. στη Νοτιοανατολική Κρήτη μαζί με τη διεξαγωγή πολυμερών διαπραγματεύσεων με όμορες χώρες στη Μεσόγειο για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/Α.Ο.Ζ. με κατάληξη την παραπομπή στη Χάγη, δίνοντας έτσι ξεκάθαρο μήνυμα ότι η αντίστοιχη διαφορά με την Τουρκία στο Αιγαίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με ανάλογο τρόπο. Επίσης, επαναφέροντας τη λογική της αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας, μπορεί να συνδέσει κάθε προσπάθεια της Τουρκίας για ανανέωση ή προώθηση της σχέσης της με την Ε.Ε. με τη σύνταξη συνυποσχετικού για το Δ.Δ.Χ.

 

* Η Τουρκία από την πλευρά της διευρύνει τον κατάλογο των διεκδικήσεών της, όπως π.χ. με την πρόταση συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου. Τι περιγράφει η έννοια; Πρόκειται απλά για μια εμπορική διακρατική συμφωνία; Υπάρχουν εκδοχές της που ερμηνεύονται κατά πώς εξυπηρετεί την κάθε πλευρά; Έχουμε αντίστοιχα παραδείγματα -τωρινά ή παλαιότερα- σε άλλα μέρη του κόσμου; Πόσο διαφορετικό είναι το «καζάν – καζάν» που μας προτείνουν από το «win–win»;
- Η ιδέα της συνεκμετάλλευσης είναι παλιά. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά από την Τουρκία λίγο μετά την εισβολή της στην Κύπρο. Προτάσσει τη συμφωνία για από κοινού έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της θαλάσσιας περιοχής του Αιγαίου που προεκτείνεται από το όριο των 6 ν.μ. της αιγιαλίτιδας ζώνης των δύο χωρών.
Γενικότερα, μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης είναι πρωτίστως μια πολιτική διακρατική συμφωνία. Καθορίζει, μεταξύ άλλων, την έκταση των τμημάτων της υφαλοκρηπίδας/Α.Ο.Ζ. εκατέρωθεν του κοινού ορίου των υφαλοκρηπίδων των συμβαλλόμενων μερών που θα αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας και εξόρυξης, τους φυσικούς πόρους που θα αξιοποιηθούν, τους επιχειρηματικούς όρους της συνεκμετάλλευσης και τις προδιαγραφές σύναψης οικονομικό-τεχνικών συμφωνητικών για την εμπορική εκχώρηση σε εταιρείες ή κοινοπραξίες.
Όπως δείχνει η κυρίαρχη τάση της διεθνούς πρακτικής και υπαγορεύει η δικαιική λογική της κρατικής κυριαρχίας, για να συναφθεί μια βιώσιμη και αμοιβαία συμφέρουσα συμφωνία συνεκμετάλλευσης πρέπει να έχει προηγηθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/Α.Ο.Ζ. Οι περιπτώσεις συνεκμετάλλευσης χωρίς οριοθέτηση είναι λίγες και αφορούν χώρες που έχουν επιλύσει ή δεν έχουν εμπλακεί σε συγκρούσεις (π.χ. Ιαπωνία και Νότια Κορέα). Η ελληνο-τουρκική περίπτωση δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Η επιλογή της οριοθέτησης πριν τη συνεκμετάλλευση είναι αυτό-επιβεβλημένη, δεδομένης της αντίληψης απειλής που υπάρχει και της έλλειψης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των δύο χωρών. Η προοπτική της συνεκμετάλλευσης μπορεί να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για να προχωρήσει η επίλυση, όπως και επιστέγασμα μιας τέτοιας πορείας. Δεν μπορεί, όμως, να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική ή υποκατάστατο της επίλυσης. Επίσης, οι πόροι που θα γίνουν αντικείμενο συνεκμετάλλευσης είναι εξίσου σημαντικό θέμα που παραβλέπεται. Η Ελλάδα έχει, όχι μόνο λόγω των κινδύνων ρύπανσης που εγκυμονούνται από την εξόρυξη υδρογονανθράκων, κάθε συμφέρον να προωθήσει περισσότερο δυναμικά την εκμετάλλευση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Μια τέτοια επιλογή θα αναδείξει τη χώρα μας στην πρωτοπορία των κρατών-μελών της Ε.Ε. που συμβάλλουν εποικοδομητικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Παράλληλα, θα της δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει χρηματοδοτικούς πόρους που άφθονα παρέχονται από την Ε.Ε. και τα οποία, επιπρόσθετα, μπορούν κατάλληλα να εργαλειοποιηθούν, ώστε να ενισχύσουν το κίνητρο της Τουρκίας για επίλυση. Συνοψίζοντας, για να είναι, win-win μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης, πρέπει να έχουν κατοχυρωθεί διεθνή πολιτικά και νομικά εχέγγυα του ποια είναι «τα δικά μου-δικά μου», «τα δικά σου-δικά σου» και «τα δικά μας-δικά μας». Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να καταστούμε όμηροι του «τα δικά σου-δικά σου» και τα «δικά μου-δικά σου», εξέλιξη που προμηνύει δεινά και τραγωδίες.

 

* Και οι «γκρίζες ζώνες»; Είναι μια -ακόμη- αποκλειστική αξίωση της γείτονας που προσπαθεί να τη διατηρεί στο τραπέζι; Η Ελλάδα έχει αντίστοιχες «κόκκινες γραμμές» και ποιες είναι;
- Οι «γκρίζες ζώνες» αναδείχθηκαν στο λεξιλόγιο της τουρκικής πλευράς μετά την κρίση των Ιμίων το 1996. Αναφέρεται σε νησιά που δεν κατονομάζονται στις Συνθήκες που κατοχυρώνουν την ελληνική κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων των Δωδεκανήσων. Η Τουρκία διατείνεται ότι από τη στιγμή που νησιά ή συμπλέγματα μικρών νησιών και βράχων δεν καταγράφονται ονομαστικά στις σχετικές Συνθήκες ότι εκχωρούνται στην ελληνική κυριαρχία, το εδαφικό καθεστώς τους είναι ακαθόριστο. Κατ’ επέκταση, η κυριαρχία της αιγιαλίτιδας ζώνης αυτών των νησιών είναι αμφιλεγόμενη. Ουσιαστικά, αυτά τα νησιά δεν πρέπει να θεωρείται ότι υπάγονται στην εδαφική επικράτεια του ελληνικού κράτους και η θαλάσσια περιοχή των 6 έως 12 ν.μ. που τα περικλείει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Οι «γκρίζες ζώνες» κυριαρχίας είναι μια καινοφανής διεκδίκηση, που επιχειρεί να συμπληρώσει μια άλλη παραδοσιακή αξίωση της Τουρκίας ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα/Α.Ο.Ζ. Η θέση της Ελλάδας είναι κατηγορηματική και συνιστά «κόκκινη γραμμή»: Η ελληνική εδαφική κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου έχει καθοριστεί από συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες που ισχύουν μέχρι σήμερα και τις οποίες κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει αμφισβητήσει.

 

* Διαβάζουμε και ακούμε συχνά για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Διερευνητικές Επαφές; Ποιο το ακριβές περιεχόμενό τους; Πόσο κοντά η μακριά είμαστε για μια από κοινού συμφωνία παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης; Το αποτέλεσμα των επικείμενων εκλογών στην Τουρκία, θα επηρεάσει και πόσο μια τέτοια πορεία-προοπτική;
- Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (Μ.Ο.Ε.) σχετίζονται, πρωτίστως, με την αποφυγή δραστηριοτήτων που τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνούν ότι κυοφορούν κινδύνους έντασης και κλιμάκωσης κρίσεων με πιθανή τη χρήση στρατιωτικής βίας. Παραδείγματα τέτοιων μέτρων είναι η μη διεξαγωγή ή η γνωστοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων και η μη πτήση αεροπλάνων ή μη διέλευση πλοίων. Επίσης, τα Μ.Ο.Ε. αφορούν δραστηριότητες που ενισχύουν τη βούληση των μερών για συνεργασία. Τέτοια μέτρα είναι, ενδεικτικά, η εγκαθίδρυση απευθείας διαύλων επικοινωνίας, η ανταλλαγή επισκέψεων ανώτατων αξιωματούχων και η διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών ασκήσεων.
Οι διερευνητικές επαφές ή συνομιλίες, που ξεκίνησαν ως απόρροια της συμφωνίας του Ελσίνκι του 1999, αφορούν μια διαδικασία ανταλλαγής απόψεων και συζήτησης σχετικά με διαστάσεις και προεκτάσεις θεμάτων που απασχολούν την Ελλάδα και την Τουρκία. Πρόκειται για διάλογο διερευνητικό και εμπιστευτικό, που, επίσημα, δεν δεσμεύει. Όμως, η εμπειρία του πρώτου κύκλου των διερευνητικών δημιούργησε μια νεφελώδη παρακαταθήκη μνήμης για οιονεί δέσμευση της βούλησης των δύο χωρών να οδηγηθούν σε επίσημες διαπραγματεύσεις με κεντρικό στόχο: α) την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας /Α.Ο.Ζ. και του σχετικού με αυτή θέματος της επέκτασης ή μη επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης και β) σε περίπτωση αποτυχίας, τη σύνταξη συνυποσχετικού για το Δ.Δ.Χ.
Ο πρώτος κύκλος δεν τελεσφόρησε, όπως και όλοι οι επόμενοι μέχρι σήμερα. Σήμερα, το πρόβλημα είναι διττό. Από τη μια, η Τουρκία συνεχίζει να α) επιμένει για επίλυση μόνο με διαπραγματεύσεις όλων των θεμάτων που θέτει και β) μοχλεύει επισφαλείς ενέργειες και προκλητική δημόσια ρητορική, ώστε, μέσω της κλιμάκωσης και της συνακόλουθης υψηλής επικινδυνότητας, να εξωθήσει την Ελλάδα σε απευθείας διαπραγματεύσεις. Από την άλλη, η Ελλάδα φαίνεται ότι παλινωδεί και συν-τρέχει δύο διαφορετικές πολιτικές. Η μία είναι η πολιτική της στρατιωτικής ανάσχεσης της τουρκικής απειλής και της περίκλεισης της τουρκικής επιρροής με διπλωματικά μέσα, που αφήνει ανοιχτή μόνο την προοπτική της προσφυγής με συνυποσχετικό στη Χάγη για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας /Α.Ο.Ζ. Η άλλη πολιτική επιχειρεί να συνδυάσει την αποτροπή με ενεργή εμπλοκή σε ενέργειες επίλυσης χωρίς, όμως, να καθορίζει με σαφήνεια τις «κόκκινες γραμμές» και ποια ζητήματα ή κυριαρχικά δικαιώματα είναι αντικείμενο διευθέτησης και με ποιον τρόπο.
Οι επικείμενες εκλογές στην Τουρκία δεν αναμένεται να μεταβάλλουν την τουρκική στάση. Ίσως, αν ο Κιλιτσντάρογλου γίνει πρωθυπουργός και επιβεβαιώσει τις εκτιμήσεις ότι θα επιδιώξει την αναθέρμανση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, η μόχλευση επισφαλών ενεργειών να περιοριστεί. Και πάλι, πρέπει να κρατάμε επιφυλάξεις. Η νέα ηγεσία θα έχει μεγαλύτερη ανάγκη νομιμοποίησης των επιλογών της και, συνεπώς, η αναθέρμανση των «εθνικών θεμάτων» είναι ένα πρόσφορο μέσο συστράτευσης της κοινωνίας. Παράλληλα, η Δύση, προσπαθώντας να επιβραβεύσει μια ενδεχόμενη αλλαγή στάσης, αναμένεται ότι θα εντείνει τη «φιλικά διακριτική» πίεση προς τη σύμμαχο Ελλάδα για να προχωρήσει όχι απλά σε βήματα καλής πίστης, αλλά και σε «γενναιόδωρες» κινήσεις που να «διευκολύνουν» τη βούληση της Τουρκίας για επίλυση.

 

* Εν μέσω προεκλογικής περιόδου Τουρκία και Ελλάδα, αλληλοκατηγορούνται ότι είναι «αναθεωρητικές δυνάμεις». Πόσο βάσιμη είναι η εμμονή της Άγκυρας να επικαλείται τόσο τη διαφορετική έκταση των χωρικών μας υδάτων με αυτήν του εναέριου χώρου μας, όσο και την επέκτασή τους μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης;
- Η Ελλάδα αντιλαμβάνεται την Τουρκία ως τη μία και μοναδική υπαρκτή απειλή εθνικής ασφάλειας, διότι αμφισβητεί ρητορικά και επιβουλεύεται έμπρακτα, όχι μόνο την εδαφική κυριαρχία και ακεραιότητα της χώρας, αλλά και τη δυνατότητα άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Έτσι, η Τουρκία προσλαμβάνεται ως «αναθεωρητική δύναμη». Η αντίληψη αυτή ενισχύεται από το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που επιδιώκει και προβάλλει την Τουρκία ως ηγεμονική περιφερειακή δύναμη στη Νότιο-Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα είναι «αναθεωρητική δύναμη». Βασίζεται σε δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι η επιμονή της Ελλάδας να μην παραιτείται από το κυρίαρχο δικαίωμά της για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, όπως και από την πιθανή άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εδώ, είναι προφανές ότι ένα κράτος που διεκδικεί δικαιώματα που είναι σύννομα με το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι αναθεωρητικό.
Το δεύτερο γεγονός αφορά το ότι το εύρος του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης. Πράγματι, το 1931, μερικά χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Ελλάδα διεύρυνε τον εθνικό εναέριο χώρο της στα 10 ν.μ., διατηρώντας το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 3 ν.μ., που, όμως, το 1936, το επέκτεινε στα 6 ν.μ. Εδώ, με τα σημερινά δεδομένα του Διεθνούς Δικαίου, η ελληνική πρακτική, εκτός του ότι είναι νομικά αδύναμη, συνιστά παγκόσμια πρωτοτυπία: Όλα τα κράτη έχουν το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης εναρμονισμένο με το αντίστοιχο του εθνικού εναέριου χώρου τους. Η νομικά ενδεδειγμένη λύση είναι η εναρμόνιση των εξωτερικών ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού εναέριου χώρου. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί είτε με μείωση των 10 ν.μ. του ελληνικού εθνικού χώρου στα 6 ν.μ. της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης είτε με την αύξηση του εύρους της τελευταίας στο όριο του πρώτου. Επομένως, η επίλυση αυτού του ζητήματος εξαρτάται από την τελική απόφαση που θα λάβει η Ελλάδα σχετικά με τη διεύρυνση ή μη διεύρυνση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στο Αιγαίο, απόφαση που πολιτικά συναρτάται από τη συνολική εξέλιξη της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.

 

* Προτείνεται ένα νέο Ελσίνκι, ανεξαρτήτως του ποιος εκ των Ερντογάν-Κιλιτσντάρογλου επικρατήσει στις επικείμενες εκλογές. Πού βασίζεται η εκτίμησή σας ότι μπορεί να προκύψει θετικό αποτέλεσμα;
- Ανεξάρτητα αν το χαρακτηρίσουμε νέο Ελσίνκι ή όχι, η Ελλάδα οφείλει να συν-αρθρώσει την ελληνοτουρκική σύγκρουση με την ευρωτουρκική πορεία. Κάθε κομβική προσπάθεια της Τουρκίας να αναβαθμίσει θεσμικά τη σχέση της με την Ε.Ε. πρέπει να περνά μέσα από σαφείς δεσμεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας, που θα οδηγεί στη Χάγη.
Ωστόσο, η ανάληψη μιας τέτοιας στρατηγικής πρωτοβουλίας προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα ξεκαθαρίσει τις «κόκκινες γραμμές» της και θα καταστήσει ευδιάκριτη την πολιτική της, δηλαδή το πού θέλουμε να πάμε -όχι το πώς θα πάμε που αφορά τη στρατηγική-, τι είδους συμβίωση επιδιώκουμε να έχουμε με την Τουρκία.
Στις σημερινές συνθήκες της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, το διακύβευμα δεν είναι τόσο η λύση με πόλεμο ή εν ειρήνη όσο η λύση εν ειρήνη. Είναι άλλο πράγμα να είμαστε ως Ελλάδα αποφασιστικοί στην αποτροπή και την αντιμετώπιση κρίσεων και είναι άλλο να προδικάζουμε ότι η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας επιβεβαιώνει τις πολεμοχαρείς προθέσεις της. Χωρίς να βάζουμε την πιθανότητα πολέμου στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Τουρκία μοχλεύει και εναλλάσσει τη «διπλωματία της βίας» και την «ανάληψη και αντιστάθμιση κινδύνων» με τον διάλογο και τη βούληση για ομαλότητα.
Επομένως, η ελληνική πολιτική οφείλει να κατοχυρώνει την εθνική ασφάλεια έναντι της τουρκικής απειλής και, παράλληλα, να επιδιώκει τη συνεχή εποικοδομητική εμπλοκή ώστε να συν-διαμορφωθεί κίνηση συν-οδοιπορίας προς το Δ.Δ.Χ. Ασφαλώς, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Μια τέτοια πολιτική δεν υπόσχεται «αβλαβή διέλευση» του περιπάτου των Ηλυσίων Πεδίων, ούτε προδιαγράφει άμεσα επιτυχή αποτελέσματα. Εκπέμπει, όμως, σαφή στόχευση και καθαρή βούληση, που επιτρέπει όχι μόνο την καλύτερη αποδοχή της από την ελληνική κοινωνία, αλλά και την αποδοτικότερη στοίχιση των απαραίτητων στρατηγικών.

 

* Διαβάζουμε σε δημόσιες παρεμβάσεις σας για την ανάγκη διαμόρφωσης μιας εθνικής πολιτικής, στρατηγικής και ανάλογης τακτικής, που -υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις- μπορεί να δημιουργήσει νέα, ελπιδοφόρα δεδομένα στην εξωτερική μας πολιτική και να ενισχύσει τη θέση μας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου. Μπορείτε να μας δώσετε κάποιο παράδειγμα εθνικής πολιτικής, ενός εθνικού στόχου, τις στρατηγικές που χαράξαμε για τον πετύχουμε και ποιες επιμέρους τακτικές ακολουθήσαμε;
Η πολιτική δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη διαμόρφωση και λήψη αποφάσεων. Υποδηλώνει συνολικότερα πως θέλουμε εμείς οι άνθρωποι ως ατομικά και συλλογικά υποκείμενα να συν-διαμορφώσουμε το ιστορικό γίγνεσθαι. Η πολιτική, δηλαδή, συστήνει και αναπαράγει τη βούλησή μας, πού θα πάμε, ποια πραγματικότητα θέλουμε να δημιουργήσουμε, να αλλάξουμε ή να διατηρήσουμε, ώστε να συν-υπάρχουμε και να συμ-βιώνουμε.
Η στρατηγική είναι ο μηχανισμός που μετουσιώνει τη βούληση της πολιτικής σε πράξη. Είναι καταρχήν ένα σχέδιο στατικό, που, καταγράφοντας τις συνθήκες και ιεραρχώντας τις προτεραιότητες, συνδυάζει τα διαθέσιμα μέσα με τους στόχους που ορίζει η πολιτική. Είναι, συνεπώς, η στρατηγική που ενεργεί, θέτοντας το αρχικά στατικό σχέδιο σε κίνηση, για να συντονίσει και στοιχίσει τα μέσα που έχει ένα κράτος στην υπηρεσία της πολιτικής. Η τακτική αφορά τα επιμέρους βήματα που συνεργούν για την εφαρμογή της στρατηγικής.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα υλοποίησης ενός εθνικού στόχου. Η πολιτική ήταν ξεκάθαρη, όπως και οι στρατηγικές. Για να τις χαρακτηρίσω, δανείζομαι τους όρους που έχει καταθέσει στον δημόσιο διάλογο με σχετικό βιβλίο του ο τότε επικεφαλής της ελληνικής εξωτερική πολιτικής, ο Νίκος Κοτζιάς. Η πολιτική διέπονταν από μια ευδιάκριτη «λογική της λύσης», που συγκροτούνταν και συγκροτούσε ισχυρή «πολιτική βούληση» για το πού θέλουμε να πάμε. Κάποιες από τις στρατηγικές ήταν η μεθοδική και επίμονη «οικοδόμηση εμπιστοσύνης» και η άρνηση σε τρίτα μέρη να υποδείξουν και να καθοδηγήσουν σε κρίσιμες στιγμές των διαπραγματεύσεων.

 

* Διακρίνονται, ωστόσο, ελλείμματα για επανάληψη αντίστοιχων πολιτικών σήμερα. Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστούν; Μια πιο σαφή εθνική θέση γύρω από τα ελληνοτουρκικά -και όχι μόνο-, στηριγμένη σε μια διακομματική μίνιμουμ συναίνεση, μπορεί να είναι μια ρεαλιστική επιδίωξη;
Το έλλειμμα πολιτικής, που με τη σειρά του δημιουργεί δυσαρμονία πολιτικών επιλογών και στρατηγικών κινήσεων, δύναται να αντιμετωπιστεί, πρωτίστως, από μια αποφασιστική και αποφασισμένη πολιτική ηγεσία, που γνωρίζει πού θέλει να πάει η χώρα και η οποία έχει ισχυρή βούληση να λάβει αποφάσεις. Προς την κατεύθυνση αυτήν μπορεί να συνδράμει ένας οργανωμένος μηχανισμός ανάλυσης και διαμόρφωσης πολιτικής, αποτελούμενος από έμπειρους και υψηλά καταρτισμένους κρατικούς αξιωματούχους και τεχνοκράτες.
Σίγουρα η διακομματική συναίνεση πρέπει να επιδιώκεται, ώστε να περιορίζεται ο πειρασμός να «προσφέρεται» η εξωτερική πολιτική ως «άρτο και θέαμα» στο φιλοθεάμον και ευέξαπτο κοινό της εσωτερικής σκηνής. Η κρισιμότητα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης δεν παρέχει την πολυτέλεια της αναμόχλευσης παθών, που υποδαυλίζουν διχόνοιες και υπονομεύουν τη συνοχή της βούλησης. Βέβαια, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί η συναίνεση και η συσπείρωση της κοινωνίας γύρω από τη βούληση που προτάσσει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Ούτε είναι δεδομένο ότι αυτή η βούληση είναι η εγκυρότερη ή η ορθότερη ή «καταδικασμένη» να επιτύχει. Αλλά αυτό ακριβώς το πρόβλημα αντανακλά το μεγαλείο και ταυτόχρονα την «αχίλλειο πτέρνα» της πολιτικής. Το πρόβλημα της επιλογής της πολιτικής δεν μπορεί να λυθεί ορθολογικά και «αξιολογικά ουδέτερα» από κανέναν τεχνοκράτη. Λύνεται από την πολιτική με την πολιτική, με τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι πολιτικοί.

 

*Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass