Όπως σημείωσε στον πρόλογο της έκδοσης, ο τότε πρόεδρος του σωματείου «Δρυάς» κύριος Αστέριος Χλωρός: «Ο Γιώργος Γιαννούκας μας πρόσφερε μνήμες μιας ζωής, μέσα από τη μαγεία της φωτογραφίας (…). Οι φωτογραφίες του ξεχωρίζουν. Δεν είναι μια σκέτη καταγραφή, μια απλή απεικόνιση. Βλέπει τα πράγματα μέσα από τον φακό από τη δική του οπτική γωνιά. Αποτυπώνει στο χαρτί το μεράκι του, κάνοντας τη δουλειά του τέχνη». Για τη ζωή και το έργο του Γιώργου Γιαννούκα, μίλησαν η τότε πρόεδρος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ραψάνης κυρία Μάχη Τσάτσαρη, η κυρία Κατερίνα Κόσσυβα (φιλόλογος), ο κύριος Γιάννης Μπασλής (ιστορικός και φιλόλογος) και ο κύριος Βασίλης Νιτσιάκος (καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων).
Ποιος όμως ήταν ο Γιώργος Γιαννούκας; Ας μου επιτραπεί να μεταφέρω στο σημερινό σημείωμα τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του, έτσι όπως ακριβώς τις κατέγραψε η επιμελήτρια της έκδοσης κυρία Κατερίνα Κόσσυβα: «Ο Γιώργος Γιαννούκας γεννήθηκε το 1920 στη Ραψάνη. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά του Γιάννη Γιαννούκα. Ο πατέρας του ήταν λευκοσιδηρουργός και πιλοποιός. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη φωτογραφία. Είχε μετατρέψει ένα δωμάτιο του σπιτιού του σε φωτογραφείο και ήταν ο πρώτος φωτογράφος της Ραψάνης. Ο Γιώργος Γιαννούκας τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στη Ραψάνη κι ύστερα πήγε στ’ Αμπελάκια, όπου φοίτησε στο Σχολαρχείο [2]. Τα σχολαρχεία της εποχής ήταν σχολεία οργανωμένα και πρόσφεραν στους μαθητές τους σημαντικές γνώσεις και καλλιέργεια. Αν σκεφτεί κανείς ότι τα περισσότερα παιδιά της εποχής δεν τελείωναν ούτε το Δημοτικό Σχολείο λόγω οικονομικών προβλημάτων, καταλαβαίνει ότι ήταν μεγάλη «τύχη» για τον μικρό Γιώργο να φοιτήσει στο Σχολαρχείο. Όμως οι ανάγκες της ζωής τον ανάγκασαν να πάει στη συνέχεια στον Βόλο, όπου δούλεψε σε μηχανουργείο. Το 1937 η οικογένεια του Γιάννη Γιαννούκα κατέβηκε στη Λάρισα, όμως όταν ξέσπασε ο πόλεμος του ’40 γύρισε στη Ραψάνη. Μαζί τους γύρισε και ο Γιώργος Γιαννούκας. Ζώντας με την οικογένειά του άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης από τον πατέρα του. Τον έπαιρνε μαζί του και γύριζαν σ’ όλα τα χωριά της περιοχής. Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησαν, η ευαισθησία του δεν τον άφησε να μείνει αμέτοχος. Πήρε μέρος στο «Μηχανικό του Κάτω Ολύμπου», που με τη δράση του έγραψε ιστορία και κατάφερε πολλά χτυπήματα στους Γερμανούς. Καθώς ήταν ψηλός, επιβλητικός και με λεβέντικη κορμοστασιά ήταν ένα απ’ τα πιο γενναία παλληκάρια του μηχανικού. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, κατέβηκε με την οικογένειά του στη Λάρισα. Έστησε μια φωτογραφική μηχανή στιγμής, τη γνωστή «κάσα», πάνω σε ξύλινο τρίποδα στην Κεντρική πλατεία κι έβγαζε το μεροκάματο. Ο πατέρας του έστησε τη δική του μηχανή στην πλατεία Ταχυδρομείου. Παράλληλα φωτογράφιζαν, όταν τους καλούσαν, και τις οικογένειες των συγχωριανών του που είχαν κατεβεί στη Λάρισα. Ο Γιώργος Γιαννούκας νυμφεύθηκε το 1948 τη Σταματία (Σταμουλιώ) Σδούγκα και απέκτησε τρία παιδιά (δύο κόρες και έναν γιο). Διατηρούσε βέβαια ισχυρούς δεσμούς με την πατρίδα, όπως όλοι οι Ραψανιώτες. Αγόρασε μια μηχανή νέας τεχνολογίας, μια ρωσική Leika, και, με κάθε αφορμή, ανέβαινε για φωτογραφήσεις στη Ραψάνη και σ’ όλα τα γύρω χωριά, από τους Γόννους μέχρι την Αιγάνη. Δε γίνονταν γάμος στην περιοχή χωρίς το κλαρίνο του Μαλλιάρα και χωρίς τον φωτογράφο Γιώργο Γιαννούκα. Φωτογράφιζε όλα τα γεγονότα της ζωής στον Κάτω Όλυμπο. Ήταν άνθρωπος πρόσχαρος και αγαπητός σ’ όλους (..). Ήταν ο αγαπημένος φωτογράφος του Κάτω Ολύμπου (…). Δυστυχώς το 1967 τον βρήκε μια αρρώστια, πάρκινσον, πολύ νέο και τον ανάγκασε σε τρία χρόνια να σταματήσει τη δουλειά. Η απουσία του ήταν αισθητή. Όλοι τον αναζητούσαν και τον θυμόταν. Πέθανε το 1992 σε ηλικία 72 χρονών. Τη φωτογραφική μηχανή και τον τρίποδα τα έδωσε στο Θεσσαλικό Θέατρο για τις ανάγκες μιας παράστασης και έκτοτε παρέμειναν στην κατοχή του. Ο Γιώργος Γιαννούκας άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο ζωής, μια σπάνια τοιχογραφία του Κάτω Ολύμπου. Διέσωσε πλευρές της ζωής των κατοίκων του Κάτω Ολύμπου, διέσωσε τους τόνους και τις αποχρώσεις του ψυχισμού τους και μας παρέδωσε πορτραίτα προσώπων και τόπων, μέγιστη προσφορά στη Μνήμη που είναι αναγκαία για τη συνέχεια της ζωής».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Το έντυπο εκδόθηκε από το Σωματείο «Δρυάς» με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα ΕΤΕΡΠΣ του ΥΠΕΧΩΔΕ. Επιμέλεια: Κατερίνα Κόσσυβα. Σχεδιασμός εντύπου / εξωφύλλου: «μουτζούρα». Εικονογράφηση: Γιάννης Πέτρου. Σελιδοποίηση-Ψηφιοποίηση φωτογραφιών: Δημήτρης Ντάνος. Λάρισα 2010.
[2]. Ιουλία Κανδήλα, «Ραψανιώτες μαθητές και δάσκαλοι στη Μανιάρειο Σχολή Αμπελακίων», Πρακτικά Β’ Ιστορικού Συνεδρίου Ραψάνης (3-4/7/2010), σ. 59-73. Ειδικώς σ. 72.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου