Στο σημερινό σημείωμα θα αναφερθούμε στον Δημήτριο Αλεξάνδρου, έναν δαιμόνιο έμπορο - επιχειρηματία που άφησε το στίγμα του στη Λάρισα, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Δημήτριος Αλεξάνδρου γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1862 στον Τύρναβο. Σε ηλικία 17 ετών (1879) εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Γνωρίστηκε με τον έμπορο Κυριακό Γεωργίου Διδάσκαλο με τον οποίο συνεταιρίστηκε συστήνοντας Ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρεία με αντικείμενο τη χονδρική και λιανική πώληση ψιλικών και ειδών οικιακής χρήσεως. Η επιχείρηση στεγάστηκε σε μεγάλο κατάστημα στη συνοικία Ξυλοπάζαρο. Ο Διδάσκαλος κατέβαλε ως εταιρικό κεφάλαιο το ποσό των 200 χρυσών λιρών Τουρκίας, ενώ ο Αλεξάνδρου το αντίστοιχο των 50. Σύμφωνα με το συμφωνητικό διαρκείας τεσσάρων ετών, το οποίο υπογράφηκε «με κάθε ειλικρίνεια και ευσυνειδησία» από τους δύο συνεταίρους στις 15 Μαΐου 1879, ο Αλεξάνδρου ορίστηκε διευθυντής και ο Διδάσκαλος ταμίας της επιχείρησης [1]. Οι αγορές και οι πληρωμές που θα πραγματοποιούνταν θα είχαν την έγκριση και των δύο συνεταίρων, ενώ εξ ημισείας θα αντιστοιχούσαν τα κέρδη και οι ζημίες της επιχείρησης. Μετά από την πάροδο του πρώτου χρόνου λειτουργίας, κάθε συνέταιρος θα λάμβανε από το ταμείο της επιχείρησης (εφάπαξ του έτους), ένα επιπλέον ποσό, που θα αντιστοιχούσε στον τόκο 12% του κατατεθειμένου κεφαλαίου.
Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), ο συνεταιρισμός διαλύθηκε για άγνωστους λόγους. Ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου αναφέρει πως η διάλυση της επιχείρησης ίσως να είχε σχέση με τη μεγάλη πυρκαγιά του 1882 που αφάνισε το μεγαλύτερο τμήμα του εμπορικού κέντρου της πόλης [2]. Γεγονός είναι πάντως, πως ο Δημήτριος Αλεξάνδρου ανέλαβε πλέον τη διεύθυνση του καταστήματος, το οποίο «πλούτισε» με υαλικά και είδη οικιακής χρήσεως από φημισμένους οίκους της Αθήνας και άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Μόνιμος συνεργάτης του την περίοδο αυτή, αναφέρεται ο εμπορικός αντιπρόσωπος Καίσαρ Φόρτης (Ceaser Forti) με έδρα τον Βόλο.
Τον Απρίλιο του 1882 ο Δημήτριος Αλεξάνδρου επένδυσε τα πρώτα κέρδη από την επιχείρησή του, στην αγορά μίας μεγάλης έπαυλης στον αριθμό 32 της μεγάλης οδού που διέσχιζε τη συνοικία Σαρασλάρ (ανάμεσα στον Άγιο Αθανάσιο και τη γέφυρα του Πηνειού). Η έπαυλη που ανήκε στην πλήρη κυριότητα (από πατρική κληρονομιά), στην Αζιμέ, χήρα του Νουρίταγα Χαφούζ, στην Ουμρά Χανούμ, χήρα του Χατζή Αχμέτ και στον κτηματία Μουσταφά Μουσταφά, βρισκόταν ακριβώς δίπλα από αυτήν του Διονυσίου Γαλάτη και διέθετε οκτώ δωμάτια, μαγειρείο, κελάρι, λουτρώνα, πηγάδι και αποθηκευτικούς χώρους. Το τίμημα της μεταβίβασης ορίστηκε στις 39 χρυσές λίρες Τουρκίας (1.092 δρχ.) [3].
Δύο χρόνια αργότερα (1884), αγόρασε 11 αγροτεμάχια συνολικής εκτάσεως 121 στρεμμάτων που βρίσκονταν στο χωριό Τσουρμακλή (Άγιοι Ανάργυροι) του τότε Δήμου Κραννώνος. Την εκμετάλλευση (αντί ορισμένης παραγωγής σίτου), ανέθετε επί σειρά ετών στους κτηματίες Νικόλαο Ζαρκηνό και Ανδρέα Καγιάννη από το Τσουρμακλή [4].
Το 1893 ο Δημήτριος Αλεξάνδρου αγόρασε από τους εργολάβους Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο και Δημήτριο Ζήση ένα οικόπεδο στη συνοικία Καϊλιάς (στο νοτιοδυτικό τμήμα της Λάρισας), εκτάσεως 412,5 τ.μ. Στο οικόπεδο υπήρχε μία ετοιμόρροπη οικία η οποία προσφάτως είχε κατεδαφιστεί [5]. Στο οικόπεδο αυτό ο Δημήτριος Αλεξάνδρου επρόκειτο να αναγείρει μία οικία, αλλά με τη μεσολάβηση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, τα σχέδιά του αναβλήθηκαν. Την ίδια χρονιά μετά από το πέρας της τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας (1898), μεταβίβασε το οικόπεδο στον δικηγόρο Δανιήλ Μανωλάκη, αντί 1.000 δρχ. [6].
Ο Δημήτριος Αλεξάνδρου ήταν ο μοναδικός ίσως επιχειρηματίας της εποχής του που διατηρούσε επί σειρά ετών διαφημιστικό χώρο στον τοπικό Τύπο. Οι καταχωρήσεις του όμως ήταν πάντοτε διαφορετικές, διανθισμένες με χιούμορ και εφευρετικότητα: «Όσοι θα επισκεφθήτε το υελοπωλείο του κ. Δημ. Αλεξάνδρου προσέχητε να μην φέρετε πολλά χρήματα εις τα θυλάκιά σας, διότι θα σαστίσητε και δεν θα σας μείνη πεντάρα» [7]. «Εμπρός τώρα διά το υελοπωλείον του κ. Δημ. Αλεξάνδρου! Παρατηρήσατε είνε σωστή έκθεσις υελικών και επιτραπεζίων σκευών. Ο καταστηματάρχης είνε ολίγον φωνακλάς, αλλά τούτο δεν πειράζει, καθόσον και εδώ αι τιμαί είνε ωρισμέναι» [8].
Ο Δημήτριος Αλεξάνδρου υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Εμπορικού Συλλόγου Λαρίσης, ενώ διετέλεσε επί σειρά ετών δημοτικός σύμβουλος της πόλης και μέλος της εκκλησιαστικής επιτροπής του Αγίου Αχιλλίου. Ο πρίγκηπας Ανδρέας του είχε απονείμει τον τίτλο του επίσημου προμηθευτή της βασιλικής αυλής. Με την πρώτη σύζυγό του Ευφροσύνη απέκτησε δύο παιδιά: Την Ελένη (1882) και τον Ιωάννη (1884). Η πρώτη αρραβωνιάστηκε τον Απρίλιο του 1902 τον Κωνσταντίνο Σκόδρα, ανθυπολοχαγό Οικονομικού τον οποίο νυμφεύθηκε τον Νοέμβριο του ιδίου έτους [9]. Ο δεύτερος ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης μετά από τον θάνατο του πατέρα του. Τον Ιούλιο του 1909 αρραβωνιάστηκε την Ευφημία Ι. Χολέβα, θυγατέρα του τραπεζίτη Ιωάννη Χολέβα, την οποία νυμφεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1911 [10]. Ο Δημήτριος Αλεξάνδρου μετά από τον θάνατο της πρώτης του συζύγου (κατά τη διάρκεια τοκετού στο τρίτο παιδί που δεν επέζησε), νυμφεύθηκε την Ελένη Χολέβα χωρίς να κάνει άλλα παιδιά. Η τελευταία απεβίωσε το 1912.
Ο Δημήτριος Αλεξάνδρου απεβίωσε νεότατος στη Λάρισα στις 30 Απριλίου 1906 (σε ηλικία 44 ετών) και ενταφιάστηκε στο Παλαιό Νεκροταφείο της πόλης. Ο φημισμένος γλύπτης Δημήτριος Φιλιππότης φιλοτέχνησε λίγο αργότερα την προτομή του (1906).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Οικογενειακό Αρχείο Δ. Ι. Αλεξάνδρου (Λάρισα).
[2]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Οικογένεια Αλεξάνδρου», Ελευθερία (Λάρισα), 21 Σεπτεμβρίου 2016.
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 002, αρ. 373 (13 Απριλίου 1882).
[4]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 040, αρ. 11822 (15 Σεπτεμβρίου 1891).
[5]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 044, αρ. 15836 (25 Νοεμβρίου 1893).
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 060, αρ. 21908 (5 Οκτωβρίου 1898).
[7]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 608 (23 Δεκεμβρίου 1901).
[8]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 556 (24 Δεκεμβρίου 1900).
[9]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 229 (26 Απριλίου 1901) και φ. 259 (8 Νοεμβρίου 1902).
[10]. Μικρά (Λάρισα), φ. 8/409 (9 Ιουλίου 1909) και φ. 7/513 (23 Ιουλίου 1911).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου