Η μεγάλη ακίνητη περιουσία που κατείχε και η οικονομική του ευχέρεια τον κατέταξαν μεταξύ των Οθωμανών της Λάρισας, οι οποίοι προσέδωσαν μία ευρωπαϊκή όψη στην πόλη, ιδίως μετά από την απελευθέρωσή της (1881). Ο λόγος για τον Μεχμέτ εφένδη Χατζημέτου, ιδιοκτήτη και διαχειριστή της μεγάλης εμπορικής μετοχικής εταιρείας υπό την επωνυμία «Μεχμέτ Χατζημέτου & Σία», η οποία συστάθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1870. Μιλούσε και έγραφε άριστα τρεις ξένες γλώσσες (τουρκικά, ελληνικά και γαλλικά), ενώ τα ενδύματα που φορούσε τα προμηθευόταν από πολυτελή καταστήματα της Εσπερίας.
Το 1887 (επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη), τον συναντούμε ως μέλος της Εφορευτικής Επιτροπής των μουσουλμανικών σχολείων της Λάρισας (μετά από ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου), μαζί με τους Χασάν εφένδη Λεονταρίδη και Αλή εφένδη Νουχ Μουλά [2]. Την ίδια περίοδο υπήρξε μουτεβελής (διαχειριστής) της βακουφικής περιουσίας του Κουσλού τζαμιού που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το Γυμνάσιο της Λάρισας. Με αυτήν την ιδιότητα, ενοικίασε το τζαμί και το παρακείμενο κτίσμα (Ιανουάριος 1888), στον έμπορο Ιάσωνα Δρανούλη, με μηνιαίο μίσθωμα 30 δρχ. [3]. Στις εκλογές που διενεργήθηκαν τον Ιανουάριο του 1890 για την ανάδειξη των μελών της Μουσουλμανικής Κοινότητας της Λάρισας έλαβε 166 ψήφους και ορίστηκε αντιπρόεδρός της. Πρόεδρος εκλέχθηκε ο κτηματίας και πρώην βουλευτής Δερβίς βέης Χαλήλ [4].
Στα μέσα της δεκαετίας του 1890, μαζί με τον κτηματία Χασάν εφένδη Ρεσάχ, ενοικίασαν ολόκληρο το χωριό (τσιφλίκι) Σαμετλή ή Σιμικλή, το σημερινό Πολυνέρι Φαρσάλων. Ιδιοκτήτης του χωριού (κατά 50%) ήταν ο Ρεσάτ βέης που ήταν εγγονός του Φουάτ πασά. Ο τελευταίος διετέλεσε μυστικός σύμβουλος του σουλτάνου και ανώτατος αξιωματούχος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το άλλο 50% κατείχε ο αδελφός του Χααμέτ βέης. Η ενοικίαση του τσιφλικιού είχε πενταετή διάρκεια και το συνολικό τίμημα που κατέβαλαν στον πληρεξούσιο των ιδιοκτητών (Ραΐφ Αβδουλάχ), ήταν 2.340 χρυσές λίρες Τουρκίας (53.141,40 δρχ.) [5]. Η μίσθωση όμως διακόπηκε μετά από την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου και την προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898).
Στην κυριότητα του Μεχμέτ εφένδη Χατζημέτου ανήκαν επίσης αγροτεμάχια, κατοικίες και αποθήκες στο Νεμπεγλέρ (Νίκαια), στο Τσουρμακλή (Άγιοι Ανάργυροι), στο Μπουχλάρ (Άγιος Γεώργιος), στο Σουλέτσι (Κυπάρισσος) και στο Χασάν Τατάρ (Μεσοράχη). Συνολικά διέθετε 55 ακίνητα, εκ των οποίων τα αγροτεμάχια ήταν συνολικής εκτάσεως 2.000 περίπου στρεμμάτων. Είναι άξιο απορίας και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης το γεγονός ότι τα προαναφερθέντα ακίνητα εκτέθηκαν σε πλειστηριασμό στις 6 Μαρτίου 1911 με επίσπευση του Ιωάννη Κολοκοτρώνη [6]. Παρόμοιες περιπτώσεις συναντούμε τη δεκαετία του 1910 και με ακίνητα άλλων εύπορων Οθωμανών κτηματιών που είχαν αποφασίσει να μεταναστεύσουν οριστικά στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Μεχμέτ εφένδης Χατζημέτου έγινε ευρέως γνωστός στη Λαρισαϊκή κοινωνία όταν αποφάσισε το 1903 να κατεδαφίσει τις παλιές ποινικές φυλακές και τα παρακείμενα κτίσματα (στη συμβολή των σημερινών οδών Κύπρου και Φιλελλήνων) που ανήκαν στην κυριότητά του και να αναγείρει στη θέση τους (Φεβρουάριος 1904) ένα υπέροχο διώροφο κτίριο με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, σήμα κατατεθέν της μεσοπολεμικής Λάρισας. «Ετέρα οικοδομή ήρξατο ν’ αναγείρηται εις μίαν των κεντρικωτέρων οδών και επί της πλατείας των Δικαστηρίων. Η οικοδομή αύτη ανήκει εις τον φιλοπρόοδον συμπολίτην μας Μεχμέτ Χατζημέτου όστις ουδεμίας δαπάνης θα φεισθή όπως προσδώση εις την εν λόγω θέσιν αληθή εξωραϊσμόν» [7]. Το κτίριο αποπερατώθηκε το 1906. «Η ομορφιά του κτιρίου επικεντρωνόταν σε δύο σημεία του επάνω ορόφου. Το ένα ήταν η πρόσοψη, η οποία έβλεπε προς την πλατεία. Ήταν χωρισμένη σε επτά τμήματα, σε κάθε ένα από τα οποία αντιστοιχούσε πόρτα που οδηγούσε σε εξώστη. Το κεντρικό από τα τμήματα αυτά ήταν μεγαλύτερο, προεξείχε των άλλων και πάνω στη σκεπή κατέληγε σε τοξωτό αέτωμα. Το δεύτερο ήταν η διαμόρφωση της γωνίας του κτιρίου. Οι δύο πλευρές αρθρώνονταν σε έναν κυλινδρικό όγκο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα εμφανής στον επάνω όροφο, ενώ ψηλά, στο ύψος της σκεπής, ο όγκος αυτός επιστεφόταν με οξυκόρυφο τρούλο από φολιδωτά γκρι μεταλλικά στοιχεία. Η παρουσία του τρούλου στο σημείο αυτό προσέδιδε στο κτίριο ύψος και αρχοντιά. Αρχιτεκτονικά το μέγαρο αυτό αποτελούσε ένα θαυμάσιο δείγμα εκλεπτυσμένης νεοκλασικής αισθητικής» [8]. Την ίδια χρονιά (1906), ο πρώτος όροφος ενοικιάστηκε στον επιχειρηματία Ιωάννη Ασλάνη [9]. Είναι η γνωστή σε όλους η λέσχη Ασλάνη που όπως αναφέρει ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «οι χώροι της ήταν πολυτελέστατοι για την εποχή τους, με βαρύτιμους κρυστάλλινους πολυελαίους, πολυτελέστατα βιεννέζικα έπιπλα, πολύχρωμα περσικά χαλιά, βελούδινες κουρτίνες και ακριβά σερβίτσια. Για τη διασκέδαση των θαμώνων μετακαλούνταν τακτικά μουσικά συγκροτήματα και τραγουδίστριες από τη Βιέννη και άλλες μεγαλουπόλεις του εξωτερικού» [10].
Η λέσχη λειτούργησε μέχρι το 1912, χρονιά που τα συσσωρευμένα χρέη «έπνιξαν» τον Ιωάννη Ασλάνη. Όλα τα έπιπλα και τα αντικείμενα αξίας «βγήκαν» σε πλειστηριασμό (12 Φεβρουαρίου 1912) με επίσπευση του Μεχμέτ Χατζημέτου στον οποίο οφείλονταν ενοίκια τριών ετών [11].
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Αντικατέστησε το 1898 τον Χασάν εφένδη Αμέτ μουλά, ο οποίος είχε διορισθεί μουφτής Λαρίσης με Βασιλικό διάταγμα στις 9 Νοεμβρίου 1883. Ο τελευταίος είχε προταθεί ομόφωνα από τις μουσουλμανικές κοινότητες των επαρχιών Λαρίσης, Τυρνάβου και Αγυιάς (ΦΕΚ 471/Α/12-11-1883) και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1902 μουφτής της Λάρισας διορίσθηκε ο συγγενής του, Χασάν εφένδης Χατζημέτου.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, φκ. 004, 15 Οκτωβρίου 1887.
[3]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 026, αρ. 7103 (10 Ιανουαρίου 1888).
[4]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 19 (6 Φεβρουαρίου 1890).
[5]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 048, αρ. 14927 (4 Μαΐου 1894).
[6]. Μικρά (Λάρισα), φ. 42/490 (23 Φεβρουαρίου 1911).
[7]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 326 (13 Φεβρουαρίου 1904).
[8]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Το Μέγαρο Μεχμέτ Χατζημέτου (Λέσχη Ασλάνη)», Larissanet (Λάρισα), 25 Οκτωβρίου 2015 και Ελευθερία (Λάρισα), 2 Φεβρουαρίου 2020.
[9]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, αρ. 34810 (12 Ιουλίου 1906).
[10]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, ό.π.
[11]. Μικρά (Λάρισα), φ. 26/532 (10 Φεβρουαρίου 1912).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου