Γεννήθηκε το 1876 στη συνοικία «Ντολτσό» της Καστοριάς. Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του μετέβη στην Αθήνα όπου μετά από εξετάσεις έγινε δεκτός στη Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων. Μετά από την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο Ιππικό και υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες της Αττικής και της Βοιωτίας. Παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 μετατέθηκε στη Λάρισα. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις που διεξήχθησαν μέχρι την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς και στη συνέχεια οπισθοχώρησε με τη μονάδα του στη Λαμία.
Μετά από το τέλος της προσωρινής κατοχής της Θεσσαλίας (άνοιξη του 1898) τοποθετήθηκε ως διοικητής της Αστυνομίας Λαρίσης σε μία χρονική συγκυρία που όπως σημειώνει ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου: «Η Φιλόπτωχος Μακεδονική Αδελφότης Λαρίσης ανασυστάθηκε και αποφασίσθηκε μυστικά να αναθεωρηθεί ο σκοπός της λειτουργίας του και να προσαρμοσθεί ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων στη Μακεδονία. Έτσι το 1901, έπειτα από εκλογές, εκλέχθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από επιφανή πολιτικά, επιστημονικά, στρατιωτικά και επαγγελματικά στελέχη Μακεδόνων της Λάρισας. Η προεδρία της ανατέθηκε στον Μιχαήλ Σάπκα, η Γραμματεία στον νεαρό τότε δικηγόρο Μιχαηλίδη, μέλη δε ανέλαβαν οι Ιωάννης Τσιτσικλής δικηγόρος, Νικόλαος Γαργάλας δικηγόρος, Αντώνιος Μαντζούκας έμπορος και ο ανθυπίλαρχος Φιλόλαος Πηχεών» [1].
Τον Μάρτιο του 1905 εισήλθε στη Μακεδονία υπό το ψευδώνυμο «Καπετάν Φιλώτας», ως υπαρχηγός του ένοπλου σώματος του Στέφανου Δούκα (καπετάν Μάλλιος) και συμμετείχε σε αρκετές ένοπλες συρράξεις με τα Βουλγαρικά ανταρτικά σώματα. Τον Δεκέμβριο του 1905 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Νοέμβριο του 1906 που εισήλθε για δεύτερη φορά στη Μακεδονία.
Στις αρχές του 1908 μετατέθηκε εκ νέου στη Λάρισα, όπου στις 15 Απριλίου του ιδίου έτους νυμφεύθηκε τη Λαρισαία Άννα Χατζηαλεξάνδρου με ανάδοχο την Άννα, σύζυγο του δικηγόρου Γεωργίου Παπασταθόπουλου [2]. Ο Φιλόλαος Πηχεών έλαβε μέρος ως διαγωνιζόμενος στους Ιππικούς Αγώνες που διοργανώθηκαν στη Λάρισα, παράλληλα με τη Γεωργική και Κτηνοτροφική Έκθεση του 1909. Τόσο αυτός όσο και ο απόστρατος υπαξιωματικός του Ιππικού Γεώργιος Μπαζούλης, έλαβαν τα πρώτα και δεύτερα βραβεία σε όλα σχεδόν τα αγωνίσματα [3].
Τον Μάρτιο του 1910 τραυματίστηκε βαρύτατα κατά τη διάρκεια των αιματηρών γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Πύλη των Φαρσάλων της Λάρισας. Το μεγάλο συλλαλητήριο των αγροτών που είχε εξαγγελθεί κατά της τότε Κυβέρνησης με αίτημα την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και της διανομής αυτών σε ακτήμονες κατοίκους των χωριών της περιφέρειας Λαρίσης, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ένδεκα αγροτών και τον τραυματισμό δεκάδων άλλων. Να πώς περιέγραψε τα γεγονότα ο πρύτανης της Λαρισαϊκής δημοσιογραφίας Θρασύβουλος Μακρής: «Περί την 8η ώραν [6 Μαρτίου 1910], ήρχισαν καταφθάνοντες [= στη Λάρισα] οι χωρικοί των πλησιεστέρων χωρίων πεζή και επί κάρρω, φέροντες εθνικάς, μελανάς και ερυθράς σημαίας [...]. Όλοι φορούσαν εορτασίμους στολάς φέροντες μεθ’ εαυτών τα τέκνα των μικρά τε και μεγάλα, άτινα ζωηρά εκσπώσιν εις ζητωκραυγάς, υπέρ της ελευθερίας των [...]. Περί τους 200 χωρικοί προ της στάσεως Κιλελέρ αναμένουσι την αμαξοστοιχίαν, όπως επιβώσι και έλθουν ενταύθα [= στη Λάρισα]. Δυστυχώς όμως η εκ 50 ανδρών στρατιωτική δύναμις υπό τους υπολοχαγούς Τριανταφύλλου και Χρονόπουλον, εμποδίζει την επιβίβασιν [...]. Της αμαξοστοιχίας επέβαινε και ο διευθυντής των Σιδηροδρόμων κ. Πολίτης, συστήσας τοις αξιωματικοίς ν’ αφήσωσι τους χωρικούς να επιβώσιν [...], αλλ’ η αμαξοστοιχία εξακολούθησεν ολοταχώς την πορείαν της [...] και το πετροβόλημα των χωρικών της έκαμαν θάλασσα τας υέλους των παραθύρων [...]. Προ του σταθμού Τσουλάρ [= Μελία] ανέμενον την αμαξοστοιχίαν υπερπεντακόσιοι χωρικοί [...].
Κατέρχεται ο στρατός όπως εμποδίση αυτούς να επιβώσιν ότε επελθούσης ρήξεως ο στρατός πυροβολεί, φονεύει έναν και περί τους δέκα τραυματίζει επικίνδυνα [...]. Τα αιματηρά γεγονότα εξ επιβατών γνωσθέντα [= στη Λάρισα], ενέβαλον πάντας εις ανησυχίαν [...]. Ο Εισαγγελεύς κ. Παπαθεοδωρόπουλος συνιστά ησύχως εις τους χωρικούς να κάμουν την επομένην το συλλαλητήριον [...]. Ενώ ακόμη συνεζητείτο η συγκρότησις ή μη του συλλαλητηρίου, διαδίδεται ότι ιππείς υπό τον ανθυπίλαρχον κ. Φ. Πηχεώνα εμποδίζει εις την Πύλην των Φαρσάλων τους εκ Νεμπεγλέρ [= Νίκαια] ερχομένους. Πολλοί τότε εκ του πλήθους σπεύδουν προς την ανωτέρω πύλην, προ της οποίας πεισματώδης συμπλοκή λαμβάνει χώραν καθ’ ήν εκ των λιθοβολισμών των χωρικών τραυματίζεται ο αξιωματικός [= Φ. Πηχεών] και τις ιππεύς, εκ δε των πυροβολισμών των ιππέων ο εκ Νεμπεγλέρ Απόστολος Μπατάλας όστις μετά τριήμερον απεβίωσεν, ως και τρεις άλλοι» [4].
Η συμμετοχή του Φιλολάου Πηχεώνος στα αιματηρά γεγονότα του 1910 συζητήθηκε έντονα το επόμενο διάστημα. Η εντολή για την επέμβαση του στρατού δόθηκε από τον τότε υπηρεσιακό Πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη και κανείς αξιωματικός δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει ή να αρνηθεί έγγραφες διαταγές του Υπουργείου των Στρατιωτικών.
Τα επόμενα χρόνια ο Φιλόλαος Πηχεών έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Άρτη, τοιχοκόλλησε τη διαταγή για την απελευθέρωση της Καστοριάς (11 Νοεμβρίου 1912). Το 1914 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Β. Τάγματος του Σωτήρος. Συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία, αλλά αποστρατεύτηκε το 1922 με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Αργότερα προήχθη σε υποστράτηγο εν αποστρατεία. Διετέλεσε δήμαρχος Καστοριάς το 1940. Απεβίωσε το 1947 στη Θεσσαλονίκη. Το 1970 ο Τυρναβίτης καθηγητής και γλύπτης Γεώργιος Καλακαλάς φιλοτέχνησε την προτομή του, η οποία βρίσκεται απέναντι από το Δημαρχείο της Καστοριάς, ενώ η πατρική του κατοικία στη συνοικία «Ντολτσό» στεγάζει από το 2010 το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Η Φιλόπτωχος Μακεδονική Αδελφότης Λαρίσσης», Ελευθερία (Λάρισα), 22 Ιουνίου 2016.
[2]. Μικρά (Λάρισα), φ. 18/370 (19 Απριλίου 1908). Η αναγγελία του γάμου όπως καταχωρήθηκε στις εφημερίδες της εποχής έρχεται σε αντίθεση με την αντίστοιχη των αρραβώνων του. Σύμφωνα με τα εσφαλμένα (;) δημοσιεύματα, ο Φιλόλαος Πηχεών αρραβωνιάστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1908 μετά της σεμνοπρεπούς και επί οικοκυρωσύνη διακρινομένης δίδος Άννης Αντωνιάδου». Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 930 (2 Μαρτίου 1908) και Μικρά (Λάρισα), φ. 10/362 (29 Φεβρουαρίου 1908).
[3]. Ελλάς, φ. 98 (11 Οκτωβρίου 1909), σελ. 11.
[4]. Θρασύβουλος Μακρής, «Τα αιματηρά γεγονότα», Μικρά (Λάρισα), φ. 42/444 (11 Μαρτίου 1910).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου