Επέλεξε τη Λάρισα ως τόπο της μόνιμης εγκατάστασής του, λόγω της γνωριμίας του με τον κτηματία και κοσμηματοπώλη Νικόλαο Αρσενίδη (1840-1883), ο οποίος ήταν από τους μεγάλους πελάτες του. Το 1866 ίδρυσε στη Λάρισα έναν οίκο χονδρικής πώλησης αδαμάντων ο οποίος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους του είδους στις χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 αγόρασε εξ ημισείας και εξ αδιαιρέτου, με τον προαναφερθέντα Νικόλαο Αρσενίδη, αγροκτήματα συνολικής εκτάσεως 2.000 στρεμμάτων στο χωριό Αλήφακα (σημ. Κάστρο) της Λάρισας.
Μετά τον πρόωρο θάνατο του Νικολάου Αρσενίδη (Φεβρουάριος 1883), το μερίδιό του πέρασε στη χήρα σύζυγό του Φανή Σκαλιώρα – Αρσενίδου (1857-1941) [1], που το Πρωτοδικείο της Λάρισας την είχε ορίσει ως φυσική επίτροπο των ανηλίκων τότε τέκνων της. Η τελευταία διόρισε ως πληρεξούσιους διαχειριστές της περιουσίας του αποθανόντος συζύγου της τον δικηγόρο Ανάργυρο Ζαβιτσάνο και τον αδελφό της Κωνσταντίνο Ι. Σκαλιώρα [2]. Ο τελευταίος με τη σύμφωνη γνώμη του Χρήστου Τσιτσόπουλου, προσέλαβε ως συνέταιρο και διαχειριστή του τσιφλικιού για μία εξαετία (από 1 Ιουλίου 1883) τον γεωπόνο Νικόλαο Ζεντανίδη [3]. Παράλληλα προσέλαβαν και αρκετούς κατοίκους του χωριού Αλήφακα ως επιστάτες και χειριστές γεωργικών μηχανημάτων [4].
Ο θάνατος του Νικολάου Αρσενίδη συνέπεσε με την απόφαση του Χρήστου Τσιτσόπουλου να μεταφέρει την έδρα των επιχειρήσεών του στην Κωνσταντινούπολη. Στην τελευταία, όπου είχαν εγκατασταθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και άλλοι συγγενείς του από την Ευρυτανία, τον ακολούθησε και ο αδελφός του Κωνσταντίνος Τσιτσόπουλος [5]. Το 1884 τον συναντούμε στην Κωνσταντινούπολη ως ιδιοκτήτη τριών μεγάλων κοσμηματοπωλείων: Το κεντρικό κατάστημα βρισκόταν στην πλατεία Καράκιοϊ (Δεϊρμέν Χάνι, αρ. 37) ενώ τα άλλα δύο στον Γαλατά (Χάνι Δημαρχίας, αρ. 8) και στη Μεγάλη Αγορά (Τσαρσί) (οδός Αϊναδζιλέρ, αρ. 11). Στα καταστήματά του οι πελάτες «ευρίσκουσι πάντοτε μεγίστη και πλουσία συλλογή ωραίων χρυσών κοσμημάτων παντός είδους και πάσης φύσεως αδαμαντοκολλήτων τίτλων των 18 και 14 καρατίων. Πωλούνται επίσης αδάμαντες, ωρολόγια και επάργυρα σκεύη» [6]. Παράλληλα, για την εξυπηρέτηση των παλαιών πελατών της Θεσσαλίας, ίδρυσε και γραφείο στον Βόλο στο οποίο διόρισε ως αντιπρόσωπό του τον Βολιώτη επιχειρηματία Ιωάννη Δ. Ζάχο [7].
Μετά το 1885, ο κτηματίας και μετέπειτα επιχειρηματίας και πολιτευτής της Λάρισας Παναγιώτης Οικονομίδης, μαζί με τους αδελφούς του Ανδρέα και Ιωάννη ενοικίασε τα αγροκτήματα στον Αλήφακα. Την ίδια χρονιά ο Χρήστος Τσιτσόπουλος (από την Κωνσταντινούπολη) διόρισε ως πληρεξουσίους του στο χωριό Αλήφακα τον Παναγιώτη Οικονομίδη και τον Κωνσταντίνο Καραγιώργο [8]. Η εκμίσθωση όμως των κτημάτων δεν είχε μεγάλη διάρκεια, αφού δύο χρόνια αργότερα λύθηκε κοινή συναινέσει η συνεργασία των αδελφών Οικονομίδη με τους ιδιοκτήτες [9]. Τον Φεβρουάριο του 1886 ο Τσιτσόπουλος καταχώρησε αγγελία στον θεσσαλικό Τύπο για την ενοικίαση ή την πώληση του μεριδίου του (50%) στον Αλήφακα [10].
Την ίδια περίοδο ο Χρήστος Τσιτσόπουλος πραγματοποίησε και άλλες επενδύσεις στην Θεσσαλία αγοράζοντας από Οθωμανούς κτηματίες τα χωριά Ζούλιανη (σημ. Ζηλευτή) και Τουρναβοί (σημ. Χρυσαυγή) των Τρικάλων. Και στα δύο χωριά ανήγειρε κονάκια τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα [11].
Εκτός από την επαγγελματική του δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη που υπήρξε ομολογουμένως εντυπωσιακή, ο Χρήστος Τσιτσόπουλος ασχολήθηκε με τα κοινά, εκλεγείς τέσσερις φορές πρόεδρος (1890-1892 και 1894-1895) της «Εν Κωνσταντινουπόλει Αδελφότητος των Ευρυτάνων» [12]. Προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανέγερση και συντήρηση ευαγών ιδρυμάτων (σχολεία, εκκλησίες, θεραπευτήρια) ενώ μετά από το τέλος της προσωρινής τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας (1897-1898) δώρισε 250 στρέμματα γης στον υπό ίδρυση Γεωργικό Σταθμό των Τρικάλων [13]. Μετά το 1900 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα όπου και δραστηριοποιήθηκε στην εμπορία πολυτίμων λίθων (το κατάστημά του βρισκόταν στην οδό Ερμού) μέχρι τον θάνατό του (22 Δεκεμβρίου 1916). Από τον γάμο του είχε αποκτήσει τρία παιδιά: Τον Νικόλαο, την Ελένη (παντρεύτηκε τον Κλ. Τσιτσάρα) και τη Μαρίκα (παντρεύτηκε τον Π. Καρανίκα). Ένα από τα πολλά εγγόνια του Χρήστου Τσιτσόπουλου υπήρξε ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδος Αλέξανδρος Γ. Κορυζής (1885-1941).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Η Φανή Σκαλιώρα (1857-1941) ήταν αδελφή των κτηματιών Βασιλείου και Κωνσταντίνου Ι. Σκαλιώρα. Παντρεύτηκε το 1874 τον Νικόλαο Αρσενίδη και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Βασίλειο, την Αικατερίνη, την Αθηνά και την Κλεοπάτρα.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 005 [1883], αρ. 1242 (8 Φεβρουαρίου 1883).
[3]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 006 [1883], αρ. 1448 και 1449 (1 Απριλίου 1883).
[4]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 008 [1883], αρ. 2085, 2086, 2087, 2088, 2089, 2090, 2092 (18 Σεπτεμβρίου 1883) και αρ. 2117, 2139 (21 Σεπτεμβρίου 1883).
[5]. Ο Κωνσταντίνος νυμφεύθηκε την Ευτυχία, θυγατέρα του συνταγματάρχη Λ. Σταμάτη από τη Χαλκίδα. Απέκτησαν μία θυγατέρα, την Ευαγγελία. Βλ. Νέα Ημέρα Τεργέστης (Αθήνα), φ. 3297 (12 Δεκεμβρίου 1906).
[6]. Θεσσαλία (Βόλος), φ. 563 (3 Νοεμβρίου 1884).
[7]. Θεσσαλία (Βόλος), φ. 585 (9 Φεβρουαρίου 1885).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 015 [1885], αρ. 4024 (24 Φεβρουαρίου 1885) και φκ. 021 [1887], αρ. 6794 (13 Σεπτεμβρίου 1887).
[9]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 016 [1886], αρ. 4597 (15 Μαΐου 1886).
[10]. Θεσσαλία (Βόλος), φ. 681 (19 Φεβρουαρίου 1886). Μετά την ενηλικίωση του Βασίλειου Ν. Αρσενίδη (1875-1944), το έτερο 50% του αγροκτήματος στον Αλήφακα πέρασε στην αποκλειστική διαχείρισή του. Ο Β. Αρσενίδης εισήγαγε την εξειδικευμένη καλλιέργεια αιγυπτιακών καπνών με αποτέλεσμα να καταστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας από τους πιο πετυχημένους καπνοπαραγωγούς της Θεσσαλίας. Στις 26 Ιουνίου 1912 με απόφαση του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας Ανδρέα Μιχαλακόπουλου ορίστηκε ως μέλος της «εν Λαρίση συσταθείσης επιτροπής προς έρευναν περί του τρόπου της καλλιεργείας, συσκευής, καταναλώσεως και εν γένει εμπορίας του καπνού» (ΦΕΚ 195/Α/28-6-1912).
[11]. Μετά τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις της δεκαετίας του 1920 το κονάκι της Ζηλευτής μεταβιβάστηκε από τον Νικόλαο Χ. Τσιτσόπουλο στον Ευάγγελο Δημητρίου Τσιλέμο.
[12]. Βλ. «1812-1920: Εκατονταετηρίς της εν Κωνσταντινουπόλει Αδελφότητος των Ευρυτάνων», [χ.τ.], [χ.ό.], [19..], σ. 12.
[13]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 12 (26 Ιουλίου 1898).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου