Μα όταν φεύγει από την κτηνοτροφική του μονάδα, μεταμορφώνεται. Σηκώνει τη φράντζα του, κουρδίζει την κιθάρα του και ταξιδεύει μουσικά. Από την Τερψιθέα της Λάρισας με ήχους μπλουζ…
Ο Παναγιώτης Ζήσης είναι ένας 27χρονος που έχει ένα σπάνιο συνδυασμό στην καθημερινότητά του. Δεν συναντάς συχνά ανθρώπους που χωράνε στην ίδια ημέρα κτηνοτροφικές - αγροτικές εργασίες με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Πόσο μάλιστα του συγκεκριμένου είδους.
Δηλώνει επηρεασμένος από BB King, Τζον Άλεν Κάμπελ αλλά με ακούσματα rock ‘n’ roll από Τσάκ Μπέρι αλλά και Στίβ Ρέι Βον καθώς μας ανοίγει το μικρό του «φυλάκιο». Ένα χώρο λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από την κτηνοτροφική του μονάδα. «Εδώ βρισκόμαστε για να τζαμάρουμε».
Μερικά άδεια μπουκάλια από Τζακ Ντάνιελς για διακόσμηση, κιθάρες όλων των τύπων, μηχανήματα για τον ήχο, μα το μάτι μας πέφτει επάνω σε ένα όργανο διαφορετικό από τ’ άλλα.
«Λέγεται Σιγκάρ μποξ κιθάρα» υπογραμμίζει και την παίρνει στα χέρια του, «Είναι κιθάρα που φτιάχνεται από κουτί πούρων». Εκείνος όμως δεν είχε αντίστοιχο κουτί και πήρε την απόφαση να το φτιάξει μόνος του. Με τον δικό του τρόπο. «Έβαλα κόντρα πλακέ, τάβλα από κρεβάτι, χορδές ακουστικής, με κούρδισμα μπουζουκιού, μαγνήτη μπουζουκιού και βγάζει σαπίλα» λέει καθώς φοράει το ειδικό δαχτυλίδι και αρχίζει να παίζει. Έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι στον αμερικανικό νότο. Αλαμπάμα 1900.
«Ήθελα ένα όργανο να πειραματιστώ και γι’ αυτό το έκανα» σταματάει για να μας πει πώς ξεκίνησε την εμπλοκή του με τη μουσική και το τραγούδι «Από τύχη. Είχα μια κιθάρα και σιγά - σιγά βρήκα αυτό που ήθελα. Αν και το πρώτο μας λάιβ ήταν σε τυροπιτάδικο δεν απογοητεύτηκα».
Δεν το βάζει κάτω. Ξέρει πως έχει περιορισμένο χρόνο. Ζώα, χωράφια σε θέλουν εκεί, μα τα καταφέρνει όσα καλύτερα μπορεί. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να βρω χρόνο για να συγχρονιστώ με άλλα παιδιά που παίζαμε κι έτσι είπα να φτιάξω ένα χώρο όπου θα μαζευόμαστε».
Ξέρει πως οι αγροτικές - κτηνοτροφικές εργασίες είναι αυτές από τις οποίες θα βιοποριστεί. Από την άλλη όμως είναι και ο δρόμος της καρδιάς. Η μουσική. «Θέλω να κάνω κάτι για τη μουσική. Κάτι καλό για μένα και ό,τι προκύψει. Τη γουστάρω…».
Στον χώρο που παίζει τη μουσική του έχει ρυθμίσει τη θερμοκρασία και την υγρασία. Την ίδια ώρα σκέφτεται τα βαμβάκια, τα σιτηρά, τα τριφύλλια, το μπιζέλι, τη βρώμη, το κριθάρι, τις ασθένειες των ζωντανών.
Από τα χαράματα ως τα επόμενα χαράματα. Έτσι είναι τα μεράκια.
«Αν θέλεις να πετύχεις μοναδικότητα στον χώρο της μουσικής, πρέπει να εκθέσεις δημιουργικά την προσωπικότητά σου. Αυτό γιατί η προσωπικότητα του καθενός είναι μοναδική». Κι εκείνος το κάνει…
Του Κώστα Γκιάστα
Φωτ. Βασίλης Ντάμπλης