Κατά τη διάρκεια των ετών 1885 και 1886 ο Ρίζος Χαδούλης υπεκμίσθωσε από τον Γεώργιο Κατσίμπελη, κάτοικο του Νέου Φαλήρου Πειραιώς και εργολάβο των Ελληνικών Ταχυδρομείων, την μεταφορά των ταχυδρομικών σάκων από την Λάρισα, στον Μπαμπά (Τέμπη), στη Ραψάνη, στα Αμπελάκια και στο Τσάγεζι «ενεργουμένης τετράκις της εβδομάδος δι’ εφίππων ταχυδρόμων» [2].
Μετά την θάνατο του αδελφού του Χαδούλη Ι. Χαδούλη και της συζύγου του Ελένης, το Πρωτοδικείο της Λάρισας τον όρισε δικαστικό επίτροπο (μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο και τον Ιωάννη Καλαντζή) των ανηλίκων τότε τέκνων του αδελφού του: της Αικατερίνης, της Ελένης, της Κερασίνας (Κερασιάς) και του Χαδούλη. Ο δολοφονηθείς αδελφός του είχε χρέη προς την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας (4.007 δρχ.) και προς την Εθνική Τράπεζα (32.987,33 δρχ.) και στους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς που διενεργήθηκαν, η διώροφη κατοικία και το οικόπεδο εκτάσεως 200 τ.μ. (που ανήκε στην πλήρη κυριότητα του Χαδούλη Ι. Χαδούλη) στη συνοικία Ομέρ βέη της Λάρισας καθώς και η οικία του Ρίζου Ι. Χαδούλη στο Τσάγεζι πέρασαν στα χέρια του Λαρισαίου κτηματία Παναγιώτη Οικονομίδη [3]. Το μεγάλο συγκρότημα του υδρόμυλου που διέθετε ο Χαδούλης Ι. Χαδούλης στο Τσάγεζι, εκτέθηκε σε πλειστηριασμό στις 26 Αυγούστου 1901 με επίσπευση της Εθνικής Τράπεζας [4].
Τα χρέη του δολοφονηθέντα Χαδούλη Ι. Χαδούλη καθώς και οι κατασχέσεις των περιουσιακών στοιχείων των κληρονόμων του, «ανάγκασαν» τα αδέλφια του να προβούν σε τμηματικές πωλήσεις της προσωπικής τους περιουσίας στο Τσάγεζι. Ο μεν Ρίζος μεταβίβασε στον κτηματία Νικόλαο Δ. Ιατρούλη ένα αγροτεμάχιο 25 στρεμμάτων (1892) [5], ο δε Νικόλαος στον κτηματία Παναγιώτη Μακαδάση ένα οικόπεδο 10 στρεμμάτων (1893) [6]. Σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα ο Ρίζος Χαδούλης άρχισε να ανακτά την «απωλεσθείσα» περιουσία του. Τον Οκτώβριο του 1893 αγόρασε από τον ναυτικό Γεώργιο Στεργίου Παλιούρα ένα αγροτεμάχιο και έναν αμπελώνα στη θέση «Πέτρα» του Τσάγεζι [7], ενώ το 1899 ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλανθράκων που του απέφερε μεγάλα κέρδη [8].
Την περίοδο 1900-1901 συνεταιρίσθηκε με τον κτηματία Νικόλαο Ριζόπουλο (Λάρισα), τον αντιμοίραρχο Δημήτριο Καρούσο (Λάρισα), τον ξενοδόχο Τρ. Σουλιώτη (Τσάγεζι) και τους αδελφούς Γεώργιο και Αντώνιο Γουλέμτσα (Τσάγεζι) με σκοπό τη εκμετάλλευση μεταλλείων σιδήρου, μαγγανίου και χαλκού στο χωριό Καρύτσα του τότε Δήμου Ευρυμενών [9]. Η εκμετάλλευση όμως δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και εγκαταλείφθηκε.
Τον Οκτώβριο του 1904 κατά τη διάρκεια της απονομής των βραβείων των «Πανελληνίων Ιππικών, Γυμνικών και Ποδηλατικών Αγώνων» στην Κεντρική πλατεία της Λάρισας (Πλατεία Δικαστηρίων) ένα μεγάλο βεγγαλικό εξερράγη στη θέση όπου καθόταν ο Ρίζος Χαδούλης και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Μεταφέρθηκε στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Λάρισας, όπου απεβίωσε δύο ώρες αργότερα και το σώμα του μεταφέρθηκε στο Τσάγεζι όπου πραγματοποιήθηκε η κηδεία του [10]. Το βράδυ της ιδίας ημέρας οι Αρχές συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Ιταλό πυροτεχνουργό Λεονάρδο Μαραμπέλλη (Leonardo Marabelli) ο οποίος είχε κατασκευάσει τα πυροτεχνήματα των αγώνων [11].
Ο Ρίζος Χαδούλης είχε νυμφευθεί το 1866 την Χάιδω, θυγατέρα του Νικολάου Χαλαμπάλια [12] και είχε αποκτήσει τρία παιδιά εκ των οποίων γνωστή είναι μόνον η Πουλχερία [13]. Στην ειδησεογραφία της εποχής συναντούμε επίσης τον Δημήτριο Χαδούλη [14], τον Ρίζο Χαδούλη [15] και τον Χαδούλη Ρ. Χαδούλη [16], η σχέση των οποίων με τον προαναφερθέντα δεν έχει ακόμα αποσαφηνισθεί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Εμποροκτηματίας γεννημένος στο Τσάγεζι. Διετέλεσε δήμαρχος Ευρυμενών και εργολάβος των Τηλεγραφείων του Ελληνικού Κράτους. Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 035 [1891-1892], αρ. 10096 (22 Μαΐου 1890). Δολοφονήθηκε από αγνώστους στις αρχές του 1891. Είχε τιμηθεί από την Ελληνική Πολιτεία (1 Νοεμβρίου 1899) με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 30/Α/2-2-1890). Η σύζυγός του Ελένη, απεβίωσε στο Τσάγεζι τον Σεπτέμβριο του 1891. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ 102 (21 Σεπτεμβρίου 1891).
[2]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 012 [1884-1885], αρ. 3326 (22 Δεκεμβρίου 1884).
[3]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 035 [1891-1892], αρ. 12453 (8 Δεκεμβρίου 1891). Πρβλ. επίσης (του ιδίου συμβολαιογράφου), φκ. 034 [1891-1892], αρ. 11902 & 11903 (18 Σεπτεμβρίου 1891).
[4]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 582 (24 Ιουνίου 1901).
[5]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 037 [1892], αρ. 13373 (5 Αυγούστου 1892).
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 040 [1893], αρ. 14449 (20 Ιανουαρίου 1893).
[7]. Ο ίδιος είχε αναγείρει μεγάλες αποθήκες στο χωριό Μπαμπά (Τέμπη) όπου μετέφερε τους ξυλάνθρακες που παρήγαγε στο δάσος του Λασποχωρίου, τους οποίους στη συνέχεια μεταπωλούσε στους εμπόρους της Λάρισας. Η παραγωγή ανά τετράμηνο ανερχόταν στις 100.000 οκάδες (128.200 κιλά). Βλ. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 067 [1899-1900], αρ. 24080 (13 Φεβρουαρίου 1899).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 043 [1893], αρ. 15537 (5 Οκτωβρίου 1893).
[9]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 611 (13 Ιανουαρίου 1902).
[10]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 754 (3 Οκτωβρίου 1904).
[11]. Με απόφαση του Εισαγγελέα αφέθηκε ελεύθερος. Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 358 (2 Οκτωβρίου 1904).
[12]. Έλαβε τότε ως προίκα 40 χρυσές λίρες Τουρκίας, καθώς και έπιπλα, τιμαλφή και ρουχισμό συνολικής αξίας 2.023,20 δρχ. Βλ. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 018 [1886], αρ. 5187 (6 Σεπτεμβρίου 1886).
[13]. Απόφοιτος του Αρσακείου Λαρίσης διορίσθηκε διευθύντρια του Β΄ Παρθεναγωγείου της πόλης. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 637 (7 Ιουλίου 1902). Τον Σεπτέμβριο του 1904 παντρεύτηκε τον Λαρισαίο έμπορο Ευθύμιο Χατζηευθυμίου. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 752 (19 Σεπτεμβρίου 1904).
[14]. Νυμφεύθηκε την Ελευθερία Γ. Γενησεβδά, ανεψιάς του τελώνη του Βόλου Δημητρίου Γενησεβδά. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 975 (11 Ιανουαρίου 1909).
[15]. Έμπορος αλεύρων στην οδό Ηφαίστου της Λάρισας. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 272 (28 Νοεμβρίου 1907). Τον Απρίλιο του 1900 νυμφεύθηκε στην Σκιάθο την Μαρία Δ. Θωμά με ανάδοχο τον πολιτευτή Μιλτιάδη Δάλλα. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 522 (23 Απριλίου 1900).
[16]. Το 1901 νυμφεύθηκε την Αναστασία Στάμου με ανάδοχο τον Νικόλαο Φίλιο. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 24/478 (4 Νοεμβρίου 1901).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου