Σήμερα, η Ελεάνα Ανδρεούδη κλείνοντας μόλις 5 χρόνια συνεργασίας με το μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, κατάφερε να γίνει πρώτη χορεύτρια, θέση που συνήθως χρειάζονται χρόνια για να κερδίσει κάποιος. Όμως, όπως λέει η ίδια, με σκληρή δουλειά, αγάπη, προσπάθεια, επιμονή και χωρίς εμμονές, όλα έρχονται.
Συνέντευξη: Παναγιώτα Φούντα
Ακόμη κι αν κάποιος δεν ξέρει ότι η Ελεάνα Ανδρεούδη είναι μπαλαρίνα, δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί. Το αέρινο περπάτημα, το καλλίγραμμο, γυμνασμένο κορμί, οι λεπτεπίλεπτες, σχεδόν θεατρικές κινήσεις της προδίδουν το «επάγγελμά» της. Αν μπορεί να το πει κάποιος έτσι, γιατί για εκείνη είναι τρόπος ζωής. Γι’ αυτό και ανακοινώνοντας την «προαγωγή» της σε πρώτη χορεύτρια της Λυρικής Σκηνής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγραψε χαρακτηριστικά «η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου». Μια μέρα κατά την οποία οι κόποι και οι προσπάθειες ετών ανταμείφθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. «Δεν έκανα κάποια ιδιαίτερη θυσία. Αυτό ήθελα να κάνω, ζούσα γι’ αυτό. Βέβαια, οι γονείς μου, οι οποίοι με στήριξαν πολύ σε αυτή μου την προσπάθεια ποτέ δεν με άφησαν να παραμελήσω το σχολείο και τα μαθήματά μου. Το να είμαι επιμελής μαθήτρια ήταν προαπαιτούμενο για να συνεχίσω την πορεία μου στο μπαλέτο» λέει η νεαρή χορεύτρια. «Από εκεί και πέρα, ό,τι «έχασα» από εκείνα τα χρόνια της ανεμελιάς άξιζε τον κόπο, γιατί έκανα και εξακολουθώ να κάνω κάτι που με γεμίζει απόλυτα. Άλλωστε ποτέ δεν με ενδιέφεραν οι έξοδοι και τα ξενύχτια. Ακόμη και σήμερα, μετά από αρκετά χρόνια που αναλογίζομαι εκείνες τις εποχές, ειλικρινά δεν νιώθω «στερημένη». Το αντίθετο, νιώθω πλήρης με την επιλογή μου».
ΣΩΜΑ, ΤΑΛΕΝΤΟ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΑ
Η επιλογή της, όπως δείχνει η πορεία της, ήταν σωστή. Η Ελεάνα είναι από τις λίγες χορεύτριες που μόλις από τον δεύτερο χρόνο της στη Λυρική κατάφερε να πάρει πρώτους ρόλους σε παραστάσεις. «Παρόλο που ήμουν σχετικά σε νεαρή ηλικία, ο τότε διευθυντής μου, ο Ρενάτο Τζανέλα, ένας ιδιαίτερα ανοιχτόμυαλος και δημιουργικός άνθρωπος με πίστεψε και μου εμπιστεύθηκε σημαντικούς ρόλους» σημειώνει. Τι χρειάζεται όμως για να κατακτήσει κανείς τον τίτλο της πρώτης χορεύτριας του κορυφαίου μπαλέτου της χώρας; «Οι παράγοντες που συμβάλλουν στο να φτάσεις σ’ αυτό το σημείο είναι πολλοί. Το σώμα, το ταλέντο, η θέληση, το πάθος, μα πάνω απ’ όλα η σκληρή δουλειά. Ταλέντο μπορεί να έχουν πολλοί άνθρωποι, σε διάφορα πράγματα, αν όμως δεν προσπαθήσουν και δεν δουλέψουν πάνω σε αυτό δεν θα φτάσουν πουθενά» εξηγεί. «Φυσικά, μέσα σε όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε και την πνευματική προσπάθεια. Το μπαλέτο μπορεί να εξασκείται με το σώμα, αλλά όλα ξεκινούν από το μυαλό. Είναι βαθιά πνευματικό».
ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ Ο ΧΟΡΟΣ
Ο κόσμος του χορού είναι ένας κόσμος όπου λίγοι καταφέρνουν να λάμψουν, να διακριθούν ενώ παράλληλα η καριέρα ενός χορευτή λήγει σύντομα. Είναι λογικό υπό την πίεση αυτής της πραγματικότητας να δημιουργούνται ανταγωνισμοί. «Σαφώς μια καριέρα στον χορό είναι μικρής διάρκειας. Στο εξωτερικό οι περισσότερες μπαλαρίνες στα 40 με 42 τους αποσύρονται και ασχολούνται με άλλα πράγματα, όπως η διδασκαλία. Το κορμί αρχίζει να μην μπορεί να ανταπεξέλθει με την ίδια ευκολία στις εντολές του μυαλού» λέει και συνεχίζει αναφερόμενη στο θέμα του ανταγωνισμού «για μένα ο χορός είναι μια υψηλή τέχνη. Τον βλέπω συναγωνιστικά, πιστεύω στην άμιλλα μεταξύ των χορευτών. Δυστυχώς βλέπω ότι υπάρχουν στοιχεία ανταγωνισμού, κάτι που δεν μου αρέσει και δεν ταιριάζει στην προσωπικότητά μου. Δεν θέλω να γίνω καλύτερη από κάποιον άλλο. Θέλω να γίνω καλύτερη από εμένα».
Αυτός είναι και ο λόγος που καθημερινά προπονείται έξι με οκτώ ώρες. «Για κάποιον που είναι εκτός της δικής μου καθημερινότητας μπορεί τα ωράριά μου να φαίνονται σκληρά, κοπιαστικά. Για μένα, όμως, που το έχω συνηθίσει δεν είναι πρόβλημα. Είναι η καθημερινή μου ρουτίνα». Υπάρχει χρόνος για τεμπελιά; «Εννοείται κάνουμε διακοπές. Όμως ακόμα και τότε ίσως κάνω κάποιες ασκήσεις, όχι απαραίτητα μπαλέτου, αλλά κάποιες διατάσεις. Ο Νουρέγιεφ νομίζω έλεγε «Αν χάσω μια μέρα το μάθημα, θα το ξέρω μόνο εγώ. Αν το χάσω δύο, θα το καταλάβουν οι δάσκαλοί μου. Αν το χάσω τρεις, θα το καταλάβει και το κοινό. Δεν έχω χάσει ποτέ το μέτρο, ούτε προς τη μία, ούτε προς την άλλη πλευρά. Την περίοδο που έπρεπε να αφοσιωθώ πλήρως στον χορό, από τα 18 έως τα 25 μου, το έκανα γιατί αυτό ένιωθα πως έπρεπε να κάνω. Και χαίρομαι γιατί βλέπω ότι η προσπάθειά μου επιβραβεύεται. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επαναπαύομαι, γιατί η νέα μου θέση στη Λυρική Σκηνή σημαίνει για μένα ένα νέο ξεκίνημα, με ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις» σημειώνει.
Και ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις; Φυσικά οι ρόλοι που θα κληθεί να ερμηνεύσει. «Μου αρέσουν οι δραματικοί ρόλοι όπως αυτός της Ιουλιέττας, αλλά και έργα με μεγαλύτερη θεατρικότητα όπως ο Δον Κιχώτης. Υπάρχουν πολλοί ρόλοι που δεν έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια και ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να τους κάνω από δω και πέρα».
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ευρώπη το μπαλέτο, όπως και η όπερα, είναι τέχνες ενταγμένες στην καθημερινότητα του κοινού, που παρακολουθεί παραστάσεις με την ίδια συχνότητα που θα πάει θέατρο ή σινεμά. Στην Ελλάδα όμως έχει τη θέση που του αξίζει; «Ίσως όχι» εξηγεί η νεαρή χορεύτρια «όμως τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετά βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το μπαλέτο δεν είναι στην καθημερινότητα του Έλληνα. Και ίσως λανθασμένα κάποιοι το θεωρούν ελίτ, πράγμα με το οποίο διαφωνώ. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, έχουν υπάρξει άνθρωποι, που βασιζόμενοι στη λογική της εξωστρέφειας, έχουν φέρει τον χορό πιο κοντά στον κόσμο και τον κόσμο πιο κοντά στο κοινό. Φυσικά, σε όλο αυτό βοηθά το μάρκετινγκ, η διαφήμιση, οι συνεργασίες, οι μεγάλες παραγωγές. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που τα εισιτήρια για τις παραστάσεις μας εξαντλούνται αμέσως» σημειώνει και δηλώνει αισιόδοξη πως η τέχνη της τυγχάνει όλο και μεγαλύτερης αποδοχής από το ελληνικό κοινό.
Φτάνοντας η κουβέντα μας στο τέλος, δεν θα μπορούσε να λείψει η «κλασική» πια ερώτηση για τα μελλοντικά της σχέδια. «Θέτω έναν - έναν τους στόχους. Δεν αιθεροβατώ και πιστεύω στην έκφραση «όταν εμείς κάνουμε σχέδια ο θεός γελά». Θέλω να δουλέψω πολύ για να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις της νέας μου θέσης, κάνω κάποιες διδασκαλίες προετοιμάζοντας παιδιά για διεθνείς διαγωνισμούς και εξετάσεις, ενώ έχω και κάποια πλάνα που σχετίζονται με το μπαλέτο, όμως δεν μπορώ να τα ανακοινώσω ακόμη» λέει ενώ καλεί το κοινό να παρακολουθήσει παραστάσεις μπαλέτου και να θαυμάσει από κοντά τη νέα έδρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τις υπέροχες εγκαταστάσεις της στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Η Ελεάνα Ανδρεούδη ξεκίνησε το μπαλέτο στη Δημοτική Σχολή Μπαλέτου στη Λάρισα, ενώ το 2005 της ανατέθηκε η εκπροσώπηση της χώρας στη Eurovision Νέων Χορευτών στη Βαρσοβία, όπου κέρδισε μια θέση στην τελική 10άδα. Αργότερα έγινε δεκτή στην ακαδημία μπαλέτου του American Ballet Theatre, όμως δεν κατάφερε να παρακολουθήσει τα μαθήματα καθώς δεν μπορούσε να συνεχίσει εκεί το σχολείο. Επέλεξε, λοιπόν, την Ακαδημία Μονάχου Heinz-Bosl-Stiftung, καθώς εκεί υπήρχε ελληνικό σχολείο, σπούδασε με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση και συμμετείχε στις παραστάσεις του μπαλέτου της Οπερας του Μονάχου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα παρακολούθησε ένα μόνο μάθημα στη Λυρική, κέντρισε το ενδιαφέρον του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή Ρενάτο Τζανέλα, οποίος της ζήτησε να ενταχθεί στην ομάδα του, στο δυναμικό της οποίας βρίσκεται έως και σήμερα, κατέχοντας πλέον τη θέση της πρώτης χορεύτριας.
Συνέντευξη: Παναγιώτα Φούντα