Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς (1881), η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Λάρισα όπου ο πατέρας του είχε διορισθεί ως διευθυντής του Μονοπωλίου του Καπνού. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο της πόλης προσελήφθη ως διοικητικός υπάλληλος από την Εταιρεία των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων. Η πρόσληψή του συνέπεσε με την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου και την προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898). Μετά το τέλος του πολέμου και μετά από πρόταση του Επιθεωρητή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων Φωτίου Μεσαρίτη, ο Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο ντε Κίρικο (1841-1905) που την εποχή εκείνη εκτελούσε χρέη διευθυντού της Εταιρείας, τον διόρισε κεντρικό σταθμάρχη στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τοπουσλάρ (Πλατύκαμπος) [2] με αρμοδιότητες ελέγχου στους σταθμούς του Τσουλάρ (Μελία) και του Γκερλί (Αρμένιο). Την ίδια εποχή ο πατέρας του Εμμανουήλ μετατέθηκε από τη Λάρισα στην Καρδίτσα ως διευθυντής του εκεί Μονοπωλίου του Καπνού. Ο Νικόλαος Βερνίκος διέμενε τόσο στο Τοπουσλάρ, όσο και στη Λάρισα όπου ο πατέρας του είχε ενοικιασμένη μία ευρύχωρη κατοικία στη συνοικία του Τρανού Μαχαλά (Αγίου Αχιλλίου). Ήταν ένας ευπαρουσίαστος νεαρός με αρρενωπά χαρακτηριστικά και ευγενικούς τρόπους που στην κλειστή κοινωνία της εποχής, θεωρούνταν ως περιζήτητος γαμπρός.
Ο Νικόλαος Βερνίκος αρραβωνιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1904 [3] την 18χρονη Ελένη Μακρή (γεν. Κανάλια Καρδίτσας 1886). Η τελευταία ήταν θυγατέρα του Λαρισαίου βιβλιοχαρτοπώλη Γεωργίου Μακρή και αδελφή των: Θρασύβουλου Μακρή (εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας «Μικρά»), Αριστείδη Μακρή και Δημοσθένη Μακρή. Από τον γάμο τους (Λάρισα, Δεκέμβριος 1904), γεννήθηκε το 1905 ο Εμμανουήλ (Μανωλάκης) [4]. Ανάδοχος στη βάπτισή του που τελέσθηκε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Τοπουσλάρ (11 Φεβρουαρίου 1906) ήταν ο Επιθεωρητής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων Φώτιος Μεσαρίτης [5].
Η οικογενειακή του ζωή κυλούσε αρμονικά και τίποτα δεν προμήνυε την «καταιγίδα» που θα ξεσπούσε. Τον Ιούνιο του 1906, ενώ η σύζυγός του Ελένη παραθέριζε με τον μικρό Μανωλάκη στη γενέτειρά της, κατέρρευσε ξαφνικά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών που εκλήθησαν από την Καρδίτσα η Ελένη απεβίωσε. Κηδεύτηκε στα Κανάλια μέσα σε μία φορτισμένη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί από τους θρήνους και τα μοιρολόγια σύσσωμης της Λαρισαϊκής κοινωνίας που παρέστη στην τελετή [6]. Το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τελέσθηκε στη Λάρισα (30 Ιουλίου 1906), στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου [7].
Από την ημέρα του θανάτου της συζύγου του ο Νικόλαος Βερνίκος «μεταμορφώθηκε» σε σκιά του εαυτού του. Δεν κατόρθωσε να συνέλθει ποτέ και σύντομα ακολούθησε την ειμαρμένη. Στις 15 Νοεμβρίου 1907 «υπό οξυτάτης και κακοήθους βληθείς νόσου» μεταφέρθηκε εσπευσμένα από το Τοπουσλάρ στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο του Βόλου όπου τρεις ημέρες αργότερα απεβίωσε (18 Νοεμβρίου 1907) [8]. Την κηδεία του η οποία πραγματοποιήθηκε στον Βόλο με δαπάνες της Εταιρείας των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων «ηκολούθησαν εν σώματι πάντες οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, η πλείστη κοινωνία του Βόλου και πολλοί άλλοι φίλοι του μεταστάντος, εντεύθεν εκεί καταβάντες» [9]. Στεφάνους κατέθεσαν η Διεύθυνση των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, ο Φώτιος Μεσαρίτης και ο Απόστολος Χαροκόπος. Το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τελέσθηκε στη Σίφνο, όπου οι οικογενειακοί του φίλοι Αιμίλιος Α. Βέλλιος και Αντώνιος Δεκαβάλλες εκφώνησαν επιμνημόσυνους λόγους [10].
«Ανήρ ακμαιότατος και αεικίνητος τριακονταετής μόλις, πλήρης δράσεως και υγείας υπέκυψε φεύ! εις τον δεινόν του Χάρου πλήγμα και απέπτη εις τον αόρατον κόσμον προς συνάντησιν της λατρευτής του συζύγου, της χαριεστάτης πλην ατυχούς Ελενίτσας. Ενανουρίσθη ο δυστυχής υπούλως εν τη αγκάλη ειδεχθούς ειμαρμένης, αλλά εν τω μέσω των γλυκυτέρων του ονείρων τω αφηρπάγη το ίνδαλμα της καρδίας του, και το παν έκτοτε δι’ αυτόν εζοφώθη. Μακράν πλέον του κόσμου με το πικρόν κατά της μοίρας του παράπονον ένα μόνον είχε παρήγορον, το γλυκύ του Μανωλάκη του μειδίαμα» [11].
Μετά τον θάνατο του Νικολάου, ο πατέρας του Εμμανουήλ παραιτήθηκε από την ενεργό υπηρεσία και επέστρεψε στη Σίφνο, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του [12]. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε ο ορφανός Μανωλάκης Βερνίκος και καμία εφημερίδα δεν ανέγραψε τίποτα σχετικό με την τύχη του. Εικάζεται ότι την επιμέλεια και την ανατροφή του ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο νονός του Φώτιος Μεσαρίτης. Κατά μία άλλη πιθανή εκδοχή ο Μανωλάκης εστάλη στη Σίφνο όπου ανατράφηκε (ίσως και να υιοθετήθηκε) από συγγενείς του πατέρα του και του παππού του.
Η ιστορική έρευνα μένει να ρίξει φως στη συνέχεια της τραγικής αυτής ιστορίας, η οποία δεν αποκλείεται να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις, καθώς οι απόγονοι της ιστορικής και μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας του Αλεξάνδρου Βερνίκου (1916-1991) από τη Σίφνο [Νικόλαος, Αικατερίνη, Γεώργιος], αναζητούν ακόμα και σήμερα, πιθανούς «χαμένους» συγγενείς τους που κάποιες αόριστες και ατεκμηρίωτες προφορικές μαρτυρίες τους τοποθετούν στη Λάρισα στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ ]. Απεβίωσε πλήρης ημερών στην Σίφνο τον Μάρτιο του 1907 μετά από «μακροχρόνιον και πολυώδυνον νόσον». Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 285 (18 Μαρτίου 1907).
[2]. Μετά την μετονομασία του Τοπουζλάρ σε Πλατύκαμπο (ΦΕΚ 306/Α/22-12-927), ο σιδηροδρομικός σταθμός ονομάστηκε σε Σ.Σ. Πλατυκάμπου. Η ονομασία όμως αυτή δεν επικράτησε και σήμερα ο σταθμός είναι γνωστός ως Σ.Σ. Χάλκης (Η σιδηροδρομική γραμμή Λάρισας-Βόλου διέρχεται ανάμεσα από τα δύο προαναφερθέντα χωριά). Ο αρχικός σταθμός του Τοπουσλάρ ήταν σταθμός τετάρτης τάξεως και κατασκευάστηκε το 1883 υπό την επίβλεψη του εργολάβου Θ. Πετρόχειλου. Εγκαινιάστηκε στις 22 Απριλίου 1884 και καταστράφηκε από τους σεισμούς του 1957.
[3]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 355 (4 Σεπτεμβρίου 1904) και Μικρά (Λάρισα), φ. 750 (5 Σεπτεμβρίου 1904).
[4]. Μικρά (Λάρισα), φ. 14/164 (7 Δεκεμβρίου 1905).
[5]. Μικρά (Λάρισα), φ. 32/182 (12 Φεβρουαρίου 1906).
[6]. Μικρά (Λάρισα), φ. 68/218 (21 Ιουνίου 1906). Πρβλ. «Νεκρολογία, Σονέτο»: Γεώργιος Α. Πολίτης, «Ολίγα άνθη στο νειοσκαμμένο μνήμα της αγαπητής μας Ελενίτσας Ν. Βερνίκου, το γένος Μακρή» [Αθήνα, 13 Ιουλίου 1906], Μικρά (Λάρισα), φ. 74/224 (16 Ιουλίου 1906).
[7]. Μικρά (Λάρισα), φ. 77/227 (26 Ιουλίου 1906). Στις 20 Δεκεμβρίου 1906 τελέσθηκε επιμνημόσυνος δέηση στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου στη συνοικία Παράσχου. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 263 (20 Δεκεμβρίου 1906).
[8]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 917 (25 Νοεμβρίου 1907).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 347 (25 Νοεμβρίου 1907).
[10]. Μικρά (Λάρισα), φ. 5/357 (27 Ιανουαρίου 1908).
[11]. Μικρά (Λάρισα), φ. 347 (25 Νοεμβρίου 1907).
[12]. Μικρά (Λάρισα), φ. 5/357 (27 Ιανουαρίου 1908).