Ο πατέρας του απεβίωσε σε νεαρή ηλικία και η μητέρα του ανέλαβε την διαπαιδαγώγηση του ιδίου και των αδελφών του: του Νικολάου [2], της Αικατερίνης [3], του Κωνσταντίνου [4], του Ιωάννη [5], της Άννας (Αννίκας), της Ελένης και του Γρηγορίου.
Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών αρχικά διορίσθηκε δικηγόρος (μαζί με τον αδελφό του Γρηγόριο, επίσης διδάκτορα των Νομικών Επιστημών), στα δικαστήρια της πρωτεύουσας (πλην του Εφετείου και του Αρείου Πάγου). Στις 11 Αυγούστου 1880 με πρόταση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Αθανασίου Γκολφίνου Πετιμεζά (1828-1885) τους χορηγήθηκε «συγγνώμη συγγενείας, αλλά υπό τον όρον να μη αναλαμβάνωσι την διεξαγωγήν υποθέσεων κατ’ αντιδικίαν, μηδέ να συνδικάζωσιν ως επικουρικοί δικασταί» (ΦΕΚ 94/Α/2-9-1880 & ΦΕΚ 112/Α/15-11-1880). Στις 10 Οκτωβρίου 1881 μετατέθηκαν κατόπιν αιτήσεώς τους στη Λάρισα και διορίσθηκαν σε όλα τα δικαστήρια της πόλης (ΦΕΚ 4/Α/27-1-1882) [6]. Έκτοτε ο Γρηγόριος ακολούθησε ξεχωριστή επαγγελματική πορεία [7].
Στις 11 Δεκεμβρίου 1881 ο Αλέξανδρος Φορτούνας διορίσθηκε ως δεύτερος πάρεδρος στο Ειρηνοδικείο της Λάρισας (ΦΕΚ 37/Α/20-5-1882). Τον Μάιο του 1882 «ένεκα βαρείας νόσου» μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά «επανέκαμψε» λίγους μήνες αργότερα [8]. Στις 3 Αυγούστου 1882 διορίσθηκε ως πρώτος πάρεδρος στο Ειρηνοδικείο (ΦΕΚ 89/Α/29-8-1882) ενώ παράλληλα ανέλαβε τη σύνταξη της εφημερίδας «Αστήρ της Θεσσαλίας» του συναδέλφου του δικηγόρου Ανδρέα Πεταλά [9]. Έναν χρόνο αργότερα (Αύγουστος 1883) νυμφεύθηκε στην Αθήνα την Ζωή Σαρδέλη [10]. Από τον γάμο του απέκτησε έξι παιδιά: την Νίνα, τον Μιλτιάδη, τον Χρήστο, τον Νικόλαο, την Μαρία και τον Ιωάννη.
Στις 9 Απριλίου 1884 διορίσθηκε δικηγόρος και στο Εφετείο της Λάρισας (ΦΕΚ 140/Α/12-4-1884), ενώ στις 23 Ιουνίου 1884 διορίσθηκε πρώτος πάρεδρος στο Πρωτοδικείο της πόλης στη θέση του δικηγόρου Ευστάθιου Ιατρίδη (ΦΕΚ 266/Α/27-6-1884). Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 1889 που απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του (ΦΕΚ 293/Α/1-12-1889). Έκτοτε και μέχρι τη συνταξιοδότησή του ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία.
Ο Αλέξανδρος εκτός από διαπρεπής νομικός υπήρξε και bon viveur, γνωστός στα Αθηναϊκά στέκια ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Στη Λάρισα έμειναν αξέχαστες οι πολυτελείς δεξιώσεις που διοργάνωνε κατά τακτά διαστήματα στις οποίες ήταν προσκεκλημένοι παράγοντες της επιχειρηματικής και οικονομικής ελίτ της πόλης [11]. Υπήρξε όμως και πρότυπο οικογενειάρχη αφού μετά τον τραγικό θάνατο της συζύγου του Ζωής (12 Μαΐου 1901) [12] κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την ηθική κυρίως διαπαιδαγώγηση των παιδιών του.
Σε αντίθεση με όλους τους άλλους δικηγόρους που δραστηριοποιήθηκαν στη Λάρισα δεν επένδυσε τα κέρδη του σε αγορές αγροτικών ή αστικών ακινήτων. Στο διάστημα των 30 περίπου ετών της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ενοικίαζε πάντοτε πολυτελείς κατοικίες τρίτων για να στεγάσει την οικογένειά του. Δύο από αυτές μας είναι γνωστές: αυτή του κτηματία Γεωργίου Νικολάου ή Κωτούλα στη συνοικία Καϊλιάς και εκείνη του κτηματία Γρηγορίου Φραγκούλη στη συνοικία Σαραμή [13]. Το γραφείο του στεγαζόταν στο παράρτημα του φαρμακείου του Μουσόν Ματαλών στη συνοικία Ξυλοπάζαρο [14].
Απεβίωσε στην Αθήνα το 1931.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου 1900: «Υπήρξεν πρότυπον μητρός, οικοκυράς και Ελληνίδος, ηυτύχησε δε, να ίδη τα τέκνα της καταλαμβάνοντα θέσιν λαμπράν εν τη κοινωνία». Βλ. Σκριπ (Αθήνα), φ. 1928 (29 Δεκεμβρίου 1900).
[2]. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου 1899. Βλ. Εμπρός (Αθήνα), φ. 842 (10 Μαρτίου 1899).
[3]. Παντρεύτηκε τον Νικόλαο Καββαδία με τον οποίο απέκτησε πέντε παιδιά: την Τασία (απεβίωσε στις 26 Οκτωβρίου 1899), την Ζωή, τον Αλέξανδρο, τον Πέτρο και την Νίτσα. Βλ. Εμπρός (Αθήνα), φ. 1072 (27 Οκτωβρίου 1899).
[4]. Υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς δερματολόγους – συφιδολόγους των Αθηνών. Το ιατρείο του λειτούργησε από το 1895 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων.
[5]. Διετέλεσε υπάλληλος του Ταχυδρομείου Αθηνών μέχρι το 1926. Βλ. Εμπρός (Αθήνα), φ. 10355 (4 Σεπτεμβρίου 1926).
[6]. Ο διορισμός τους επικυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 29 Μαρτίου 1882 (ΦΕΚ 89/Α/29-8-1882).
[7]. Τον Μάιο του 1884 αρίστευσε στις διενεργηθείσες εξετάσεις για τον διορισμό του στον δικαστικό κλάδο και στις 23 Αυγούστου του ιδίου έτους (1884) διορίσθηκε αρχικά αντεισαγγελέας στο Πρωτοδικείο της Τρίπολης (ΦΕΚ 349/Α/31-8-1884) και αργότερα στο αντίστοιχο της Χαλκίδας. Στις 3 Ιουλίου 1885 μετατέθηκε ως αντεισαγγελέας Πρωτοδικών στα Τρίκαλα (ΦΕΚ 71/Α/5-7-1885) όπου παρέμεινε μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 1886, όταν και παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα. Στις 29 Μαρτίου 1886 διορίσθηκε δικηγόρος στα δικαστήρια των Τρικάλων (ΦΕΚ 79/Α/31-3-1886). Στις 25 Οκτωβρίου του ιδίου έτους (1886) αποδέχθηκε την πρόταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να αναλάβει προσωρινά τη θέση του αντεισαγγελέα Πρωτοδικών στο Μεσολόγγι (ΦΕΚ 296/Α/28-10-1886). Αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα και εξάσκησε τη δικηγορία μέχρι το 1899. Την ίδια χρονιά διορίσθηκε συμβολαιογράφος στην πρωτεύουσα και εξάσκησε το λειτούργημα μέχρι την συνταξιοδότησή του. Νυμφεύθηκε την Αγγελική Δαμίρη, θυγατέρα του Αλέξανδρου και της Ευφροσύνης Δαμίρη [Ο Αλέξανδρος απεβίωσε στις 23 Δεκεμβρίου 1900 ενώ η σύζυγός του Ευφροσύνη στις 20 Φεβρουαρίου 1901. Βλ. Εμπρός (Αθήνα), φ. 1493 (24 Δεκεμβρίου 1900) και Σκρίπ (Αθήνα). φ. 1980 (21 Φεβρουαρίου 1901). Από τον γάμο τους είχαν αποκτήσει εκτός από την Αγγελική, τον Δημήτριο Δαμίρη (εφέτης) και την Νίτσα. Η τελευταία παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Τσακαλώτο]. Από τα παιδιά του είναι γνωστός μόνον ο Νικόλαος ενώ παραμένει άγνωστη η ημερομηνία θανάτου του.
[8]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 97 (22 Σεπτεμβρίου 1882).
[9]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 111 (10 Νοεμβρίου 1882).
[10]. Θυγατέρα του Κωνσταντίνου και της Ευφροσύνης Σαρδέλη. Οι γονείς της είχαν αποκτήσει και άλλα δύο παιδιά: τον Περικλή και την Μαρία.
[11]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 225 (5 Ιανουαρίου 1884).
[12]. «Ολόκληρος η κοινωνία της Λαρίσης, ής λατρευτόν απετέλει η μεταστάσα μέλος, αιωνίαν θα διατηρή την μνήμην αυτής». Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 577 (20 Μαΐου 1901). Πρβλ. Σκριπ (Αθήνα), φ. 2061 (14 Μαΐου 1901) και Εμπρός (Αθήνα), φ 1629 (13 Μαΐου 1901).
[13]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 038 [1892], αρ. 13653 (5 Σεπτεμβρίου 1892) και φκ. 048 [1894], αρ. 17307 (4 Νοεμβρίου 1894).
[14]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 058 [1896-1897], αρ. 20994 (2 Δεκεμβρίου 1896).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου