Μία τοπική κοινωνία έχει λόγους να μην ξεχνά δικούς της ανθρώπους. Να τους τιμά αλλά και να τους αξιοποιεί. Αν θέλει πρόοδο. Οι Αρχαίοι (Έλληνες και Ρωμαίοι) οργάνωναν αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες στη μνήμη των ηρώων τους, μυθικών και ιστορικών μορφών, που προσέφεραν πολλά ή υπήρξαν «εκπολιτιστές ήρωες», εφευρέτες: για να τους φτάσουν κι αν μπορούν να τους ξεπεράσουν στις επιδόσεις. Δηλαδή να προκύψει ανάπτυξη- αυτό δεν θέλουμε σήμερα; Ένα επιστημονικό συνέδριο είναι τέτοιος αγώνας.
Ο Παναγής Λεκατσάς (1911-1970), άξιος εκπρόσωπος της Γενιάς του ’30, αν και σπούδασε νομικά, έφτασε να είναι ο πρώτος που ασχολήθηκε επιστημονικά στην Ελλάδα με τη συγκριτική θρησκειολογία και εθνολογία. Μετέφραζε στην αρχή αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, αλλά μετά πέρασε σε πιο συστηματικό έργο πάνω στην ελληνική θρησκεία και το δράμα, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της, και σε σύγκριση με την παγκόσμια εθνολογία και θρησκειολογία. Έγραψε εκατοντάδες άρθρα, μελέτες μικρές και μεγάλες, αλλά ο κόσμος τού υποκλίνεται για δύο ύψιστα έργα: το «Ψυχή. Οι ιδέες της ψυχής και της αθανασίας…» (1957) και το «Διόνυσος» (1971) (εκδόσεις Καστανιώτη), όλα γραμμένα με μία απόλυτα προσωπική δημοτική γλώσσα, επηρεασμένη από παλαιά δημώδη συναξάρια και συναφή κείμενα. Είναι μοναδική εμπειρία να διαβάζει κανείς Λεκατσά!
Τι σημαίνει η συμβολή του Λεκατσά στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό κατανοείται. Το αρχείο του έθνους μας όσο εμπλουτίζεται τόσο μας ενδιαφέρει να δούμε από πού ερχόμαστε και που πάμε, ποια είναι η εθνική μας ταυτότητα, ποια είναι η προσφορά και η θέση μας στην ανθρωπότητα. Η βαθιά γνώση της διαχρονικής ελληνικής γλώσσας, η καλή γνώση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, έδωσε φτερά σε αυτόν τον ταλαντούχο μεταφραστή. Πολλοί μεταφράζουν αρχαία κείμενα αλλά λόγω άγνοιας παραχαράσσουν το μήνυμα και την ιδεολογία τους. Γι’ αυτό είπε κάποτε για έναν μεταφραστή του μητροκτόνου Ορέστη, ότι έτσι όπως τον παρουσίασε, ως κοινό εγκληματία, θα έπρεπε να ασχοληθεί μαζί του το αθηναϊκό δικαστήριο Άρειος Πάγος, όχι το αθηναϊκό δράμα! Τέχνη που είχε σκοπό να φέρει κάθαρση στην ψυχή του θεατή, κι όχι να απεργάζεται τα ταπεινά πάθη -όπως κάνει ο νεώτερος κινηματογράφος.
Από τους συμμετέχοντες είκοσι περίπου επιστήμονες μόνον ένας, ο εκ Σκλήθρου νεοελληνιστής καθηγητής κ. Χρίστος Αλεξίου, τον γνώρισε προσωπικά.
Μεγάλη η προσφορά του Π. Λεκατσά σε χαλεπούς καιρούς με φτώχεια, οικονομική, πολιτική, κοινωνική. Όπως μου είπε η ανεψιά του Μαρία Λεκατσά «ήταν άρχοντας. Και σε αυτή τη λέξη δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Ή είσαι ή δεν είσαι». Υπήρξε τίμιος της πατριώτης της Αντίστασης και αγωνιστής της ζωής. Κύριο γνώρισμά του ήταν ότι για την επιστημονική αλήθεια δεν υπολόγιζε ούτε ‘εχθρούς’ ούτε ‘φίλους’. Τα έβαλε ακόμη και με τον φίλο του Γιάννη Κορδάτο, ο οποίος πέρα από την αναμφίβολη αξία του ωθείτο για να είναι επί παντός επιστητού…! Δεν είχε ανάγκη ούτε το ελληνικό κράτος που τον αγνόησε στον πρόσωπο ορισμένων (θεωρείται μορφή μειώσεως – μπούλινγκ στην Ευρώπη) ή και τον πολέμησε. Ας είναι καλά η μέριμνα άλλων κρατών που διατηρούν στην Αθήνα καλές βιβλιοθήκες, π.χ. η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή όπου σύχναζε, ένα φυτώριο πνευματικής ζωής και δημοκρατίας από το 1846, δίνοντας πάντα ευκαιρίες σε όσους αγαπούν να προάγουν την επιστήμη. Ο Λεκατσάς όμως είχε το χάρισμα μέσα του που δεν του το εξασφάλισε ένας ακαδημαϊκός τίτλος-αυτοσκοπός, αλλά ο οίστρος της δημιουργίας, το μεράκι της μαστοριάς, η σιγουριά στην αποκάλυψη του παρελθόντος.
Οι νέοι ειδικά η γενιά του 60 τον αγάπησαν, οι επιστήμονες όλοι σήμερα τον σέβονται και τον καταξιώνουν. Η πολύτιμη βιβλιοθήκη του κατέληξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το δε ακόμη πιο πολύτιμο αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη.
Ο Λεκατσάς είχε αγγλοσαξωνική παιδεία, αλλά η εν Ελλάδι ζωή τον έφερε να έρχεται από τα Αριστερά. Ό,τι κι αν ήταν απέδειξε ότι προσέβλεπε στην ανανέωση του έθνους, είχε έντονα πατριωτικά αισθήματα, υπήρξε τίμιος άνθρωπος. Μερικοί τον πολέμησαν ή τον αγνόησαν. Αντίθετα πρόβαλαν άλλους χωρίς κάτι ιδιαίτερο. Αυτοί έχασαν, όπως κι ο τόπος.
Η ενέργεια του Δήμου Ιθάκης μου δίνει την ευκαιρία να σχολιάσω ένα άλλο φαινόμενο στις ημέρες μας. Ναι, μερικοί Δήμοι τιμούν ουσιαστικά ένα παιδί του τόπου τους. Κι όχι όπως αλλού που οργανώνουν μπλαζέ εκδηλώσεις, στον βαθμό που η Τ.Α. ελέγχεται από κόμματα ή και κυκλώματα υπέρ κάποιων ατόμων φίλα προσκειμένων χάριν εντυπώσεων. Κυκλοφορεί μάλιστα ότι οι ίδιοι, οι προσκείμενοι, πιέζουν να τους κάνουν τέτοιες τιμητικές εκδηλώσεις, δεν φτάνουν πια απλές δηλώσεις. Υπήρξαν και υπάρχουν σε κάθε τόπο άνθρωποι με αξία, όμως αυτό αποδεικνύεται με κάτι πιο σύνθετο, όπως ένα συνέδριο. Εκεί θα φανεί τι δημιούργησαν, τι προσέφερε ο κάθε τιμώμενος, δηλαδή θα εκτιμηθεί. Το συγκρίνω δε με ένα άλλο καινούργιο χούι της Τ.Α. να ονοματίζονται πλατείες με τον πρώτο μακαρίτη δήμαρχο ή δρόμοι με έναν ‘δικό μας’. Γενικώς τέτοιοι, ενίοτε γνωστοί και μη εξαιρετέοι, τιμούνται, αλλά αν εκτιμηθούν θα διαπιστωθεί ότι το έργο τους είναι αμφιβόλου ποιότητος. Πρόκειται για μέρος μιας σύνδρομης κατάστασης: Ελλάδα χώρα ‘τιμημένων’ γερόντων. Δεν έχουμε όμως ανάγκη να προβάλουμε ιδεολογικούς πάτρωνες ή καμαρίλες συμφερόντων, αλλά «ήρωες ευρετές». (Αυτούς ακριβώς που η Αγγλία τους δίνει εν ζωή τον τίτλο του Sir). Για παράδειγμα: Δεν τιμήθηκε ποτέ ο Γιώργος και η Λένα Γουργιώτη που έσωσαν ως ευπατρίδες και όχι υπάλληλοι μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Λάρισας. Δεν τους άξιζε μια πλατεία, ένας δρόμος;
Από τον Σταύρο Γουλούλη