Στις 9 Οκτωβρίου 1881 διορίσθηκε κατόπιν αιτήσεώς του δικηγόρος στο Πρωτοδικείο της Λάρισας μετατεθείς από το αντίστοιχο της Λαμίας (ΦΕΚ 4/Α/27-1-1882), ενώ στις 11 Φεβρουαρίου 1882 διορίσθηκε δικηγόρος και στο Εφετείο της πόλης (ΦΕΚ 80/Α/19-8-1882). Στις 2 Απριλίου 1882 διορίσθηκε πάρεδρος στο Εφετείο της Λάρισας (ΦΕΚ 89/Α/29-8-1882).
Μετά την μόνιμη εγκατάστασή του στη Λάρισα (Ιούλιος 1882) αγόρασε μία νεόδμητη και ευρύχωρη έπαυλη στη συνοικία Καϊλιάς [1] της πόλης για να στεγάσει την πολυμελή οικογένειά του. Λίγα χρόνια αργότερα αγόρασε άλλες δύο κατοικίες: την πρώτη στη συνοικία Αρναούτ (Αγίου Αθανασίου) [2] και την δεύτερη στη συνοικία Σαρατσλάρ (βορειοδυτικά του Αγίου Αθανασίου) [3].
Ο Δανιήλ Μανωλάκης από τους πιο έγκριτους νομικούς της εποχής του, είχε προβλέψει από το 1882 αυτά που επρόκειτο να συμβούν στη Θεσσαλία τα επόμενα χρόνια. Προέβλεψε ότι οι εύποροι Οθωμανοί κτηματίες θα εγκατέλειπαν σταδιακά την Θεσσαλία εκποιώντας τα τσιφλίκια τους σε Έλληνες κεφαλαιούχους οι οποίοι θα συνέχιζαν να εκμεταλλεύονται τους Θεσσαλούς γεωργούς όπως και οι προκάτοχοί τους. Μέσα από μία σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν στον τοπικό Τύπο, είχε προτείνει στην Κυβέρνηση να συστήσει στη Θεσσαλία μία Αγροτική Τράπεζα η οποία θα αγόραζε τις μεγάλες ιδιοκτησίες των Οθωμανών και η οποία στη συνέχεια θα τις μεταβίβαζε στους ακτήμονες γεωργούς, οι οποίοι θα τις αποπλήρωναν σε ετήσιες δόσεις με χαμηλό επιτόκιο [4].
Τον Σεπτέμβριο του 1894 προσέλαβε ως εσωτερική οικιακή βοηθό την 16χρονη Γαρουφαλιά Βαγενιού με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας της Αικατερίνης, χήρας του Θ. Βαγενιού από το χωριό Σκλήθρο της Λάρισας. Η ανήλικη θα προσέφερε τις υπηρεσίες της στην οικογένεια του Μανωλάκη επί μία οκταετία, μετά το πέρας της οποίας, ο τελευταίος θα φρόντιζε για την αποκατάστασή της (γάμος) και την προίκισή της με το ποσό των 1.000 δρχ. (το ποσό αντιστοιχούσε περίπου με την αξία μίας μέσης κατοικίας της εποχής) [5].
Μετά τον πόλεμο του 1897 και το τέλος της προσωρινής κατοχής της Θεσσαλίας (1897-1898) ο Δανιήλ Μανωλάκης επιθυμώντας να αποκαταστήσει τα παιδιά του άρχισε να αγοράζει διάφορα ακίνητα (οικόπεδα και κτίσματα) στον αστικό ιστό της Λάρισας. Τον Οκτώβριο του 1898 αγόρασε αντί 1.000 δρχ. ένα οικόπεδο εκτάσεως 412,5 τ/μ. (συνοικία Καϊλιάς) που ανήκε στην κυριότητα του εμπόρου υαλικών Δημητρίου Αλεξάνδρου [6], ενώ τον Νοέμβριο του ιδίου έτους (1898) αγόρασε αντί 1.000 δρχ. από τον κτηματία Αβραάμ Δαφφά, το οικόπεδο πάνω στο οποίο ήταν κτισμένη μία ανώγεια κατοικία με όλους τους βοηθητικούς της χώρους (συνοικία Καϊλιάς) [7]. Τον Ιούνιο του 1899 αγόρασε έναντι 700 δρχ. μία ανώγειο οικία (συνοικία Σεΐτ Χότζα) που ανήκε στον Οθωμανό κουρέα Οσμάν αγά Μουσταφά ο οποίος είχε αναχωρήσει για την Μαγνησία της Μικράς Ασίας [8].
Διετέλεσε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Λάρισας (1910) [9] και μέλος πολλών συλλόγων και σωματείων της πόλης. Απεβίωσε στη Λάρισα στις 22 Νοεμβρίου 1923 και ετάφη στο Α΄ Δημοτικό (Παλαιό) Νεκροταφείο της πόλης [10].
Από τον γάμο του με την Αθηνά Γεωργιάδου [11] απέκτησε επτά αγόρια: τον Δημοσθένη, τον Παύλο, τον Θεόδωρο [12], τον Εμμανουήλ, τον Κωνσταντίνο, τον Επαμεινώνδα και τον Νικόλαο [13].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ ]. Βρισκόταν στο νότιο τμήμα της Λάρισας κοντά στην πύλη των Φαρσάλων.
[2]. Ως ενοικιαστές της κατοικίας αναφέρονται οι Γεώργιος Παπαδημητρίου, Θεόδωος Φλώρος και Χρήστος Μοναστηριώτης. Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 045 [1894], αρ. 16235 (21 Μαρτίου 1894) και φκ. 055 [1896], αρ. 19972 (3 Ιουνίου 1896).
[3]. Η οικία που βρισκόταν σε οικόπεδο 900 τ/μ. πωλήθηκε τον Ιανουάριο του 1897 στην Ελένη Μαργαρίτη Νικολάου, σύζυγο του τσαρουχοποιού Νικολάου Παπαθανασίου. Βλ. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 058 [1896-1897], αρ. 21097 (5 Ιανουαρίου 1897).
[4]. Βλ. άρθρο του ιδίου: «Ολίγαι λέξεις επί του ζητήματος της ιδιοκτησίας εν ταις νέαις Επαρχίαις της Ελλάδος», Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 75 (7 Ιουλίου 1882).
[5]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 047 [1894], αρ. 16982 (25 Σεπτεμβρίου 1894).
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 060 [1898], αρ. 21908 (5 Οκτωβρίου 1898). Το οικόπεδο είχε περιέλθει στην κυριότητα του Αλεξάνδρου εξ αγοράς από τους εργολάβους Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο και Δημήτριο Ζήση. Βλ. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 044 [1893-1894], αρ. 15836 (25 Νοεμβρίου 1893).
[7]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 061 [1898-1899], αρ. 22267 (29 Νοεμβρίου 1898).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 063 [1899], αρ. 23019 (10 Ιουνίου 1899).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 35/437 (21 Ιανουαρίου 1910).
[10]. Αλέξανδρος Γρηγορίου, Το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1993), Λάρισα 2013, Κατάλογος ταφικών μνημείων, № 196.
[11]. Γεννήθηκε στη Σκόπελο το 1854 και απεβίωσε στη Λάρισα στις 25 Αυγούστου 1933. Ήταν θυγατέρα του κτηματία Θεοδώρου Γεωργιάδη από την Σκόπελο, η οικογένεια του οποίου μετά το 1896 εγκαταστάθηκε στη Λαμία.
[12]. Συνταγματάρχης Πεζικού. Γεννήθηκε στη Σκόπελο στις 10 Μαρτίου 1879 και ήταν απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (11 Ιουλίου 1901). Έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά τη μάχη της Δοϊράνης, στις 5 Σεπτεμβρίου 1918. Ο Δήμος Λαρισαίων ονοματοθέτησε προς τιμήν του οδική αρτηρία στη συνοικία του Αγίου Αχιλλίου.
[13]. Δικηγόρος, και πολιτευτής. Γεννήθηκε στις 18 Απριλίου 1876. Από τα ιδρυτικά μέλη του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου της Λάρισας, διετέλεσε επί σειρά ετών δημοτικός σύμβουλος, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και του Δικηγορικού Συλλόγου και αντιπρόεδρος της «Τράπεζας Λαρίσης». Απεβίωσε στις 5 Ιουλίου 1937 και κηδεύθηκε από τον ιερό ναό του Αγίου Αχιλλίου. Βλ. «Νεκρολογία: Ν. Μανωλάκης», Κήρυξ (Λάρισα), φ. 2820 (6 Ιουλίου 1937). Πρβλ. άρθρο του Μιχαήλ Σάπκα, «Ο Νικόλαος Μανωλάκης ως συνεργάτης μου», Κήρυξ (Λάρισα), φ. 2821 (7 Ιουλίου 1937). Με τη ιδιόχειρη διαθήκη του όρισε ως κληρονόμους τους αδελφούς του (Παύλο, Μανώλη, Κωνσταντίνο, Επαμεινώνδα και Δημοσθένη) στους οποίους κληροδότησε το σύνολο της περιουσίας του με την προϋπόθεση να καταθέσουν πριν από τη διανομή 80.000 δρχ. υπέρ του Κουτλιμπάνειου Δημοτικού Νοσοκομείου. Βλ. Κήρυξ (Λάρισα), φ. 2823 (9 Ιουλίου 1937).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου