Με αφορμή τη διάκρισή του μας μίλησε για τη συμμετοχή του σε μεγάλα projects υπό την επίβλεψη μερικών από τους πιο αναγνωρισμένους, παγκοσμίως, αρχιτέκτονες, για τη δόμηση στις σύγχρονες ελληνικές πόλεις αλλά και τις σύγχρονες τάσεις στην αρχιτεκτονική, που ξεφεύγουν από τα στενά όρια της κατασκευής, ανάγοντας το κτήριο ως ένα κομμάτι της κοινωνίας.
O Γιώργος Μπάτζιος σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι, στην Ecole Nationale Supérieure d’Architecture Paris-Malaquais, απ’ όπου αποφοίτησε με έπαινο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνεργάστηκε με το γραφείο του Massimiliano Fuksas στο Παρίσι, ενώ κατέκτησε το πρώτο βραβείο στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Design For Europe, για τη δημιουργία του Le diable, έργου που εκτέθηκε στην Biennale του Saint Etienne. Μετά το τέλος των σπουδών του εργάστηκε για πέντε χρόνια στα Ateliers Jean Nouvel στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, καταρχήν σαν αρχιτέκτονας και στη συνέχεια ως υπεύθυνος μελετών, μέχρι το 2011, σε σημαντικά projects, όπως στη μελέτη της Όπερας του Ντουμπάι, τη Φιλαρμονική του Παρισιού, τον πύργο κατοικιών στο High Line της Νέας Υόρκης και τον πύργο της MoMA στη Νέα Υόρκη. Συνεργάστηκε επίσης κατά το διάστημα 2007-08 με το γραφείο του David Chipperfield, στη μελέτη του Art and Technology Quarter, στη Segovia, καθώς και σε άλλα projects. Μετά την την επιστροφή του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με γνωστούς Έλληνες αρχιτέκτονες, ενώ διακρίθηκε σε 9 αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, ανάμεσά τους για το Rethink Athens, για το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων και το Θεματικό Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, για τις αναπλάσεις των παραλιακών μετώπων Πειραιά, Ηρακλείου, Νεάπολης και την ανάπλαση της πλατείας Κατεχάκη στα Χανιά.
Κύριε Μπάτζιο, ποια ήταν η ιδέα που ακολουθήσατε στην μελέτη σας για το Κονάκι Αβέρωφ;
Για μένα το Κονάκι Αβέρωφ αποτελεί σύμβολο μιας εικόνας που έχει δεν υπάρχει πια στη Λάρισα. Αυτή του αγροτόσπιτου, του αχυρώνα, της αγροτικής ζωής μέσα στον αστικό ιστό. Η πρόταση μου εισηγείται την αναγέννηση του τόπου, και όχι μόνο του κτίσματος, που αποτελούσε το κονάκι Αβέρωφ, σε ένα σύγχρονο κατασκευαστικό και πολιτιστικό πλαίσιο, με την επαναφορά των στοιχείων που έχουν χαθεί.
Βάσει αυτής της λογικής, δημιούργησα ένα κτήριο φτιαγμένο από πάνελς συμπιεσμένου άχυρου, επικαλυμμένων στην εξωτερική πλευρά με διαφανές μονωτικό φιλμ και εσωτερικό γύψο, που αποτελούν μια σημαντική καινοτομία στον χώρο της δόμησης και χρησιμοποιούνται ευρέως στη βόρεια Ευρώπη. Μάλιστα, εκτός από βασικό υλικό των προσόψεων χρησιμοποιείται για την κατασκευή του εξοπλισμού του κτιρίου όπως και του περιβάλλοντος χώρου.
Τα εμφανή πάνελ από συμπιεσμένο άχυρο, παρέχουν στο κτίριο, μια επανασύνδεση με την θεσσαλική γη αλλά όχι μόνο. Οι εξαιρετικές θερμομονωτικές τους δυνατότητες είναι ικανές να μειώσουν μέχρι και 95% τις κλιματιστικές ανάγκες του κτιρίου. Πρόκειται για ένα υλικό με σαφή αναφορά στην αγροτική ιστορία της Λάρισας, που όμως έχει μηδενικό ενεργειακό αποτύπωμα. Δεν χρειάζεται ούτε ψύξη, ούτε θέρμανση ενώ οι χαμηλές ενεργειακές ανάγκες του κτηρίου μπορούν να καλυφθούν από φωτοβολταϊκά πάνελς. Με τη νέα αυτή επένδυση το κτήριο κατατάσσεται στην κατηγορία των ενεργειακά παθητικών κτιρίων. Άλλωστε, είναι απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2020 και μετά όλα τα κτήρια να είναι παθητικά, να έχουν δηλαδή τις ελάχιστες δυνατές ενεργειακές απώλειες.
Οι βασικοί χώροι του κτιρίου εμπεριέχονται σε δυο βασικά επίπεδα. Το επίπεδο του ισογείου και το επίπεδο της σοφίτας. Το επίπεδο του ισογείου περιέχει ορθολογικά οργανωμένες όλες τις βασικές λειτουργίες του κτιρίου. Το επίπεδο της σοφίτας από την άλλη, παρέχει ένα μεγάλο βαθμό ελευθερίας σε ένα κοινό ενιαίο χώρο στον οποίο αλληλεπιδρούν οι επισκέπτες με τους χρήστες των διαφορετικών προγραμματικών ενοτήτων του κτιρίου. Ο ορθολογισμός του ισογείου εξασφαλίζει την απαραίτητη λειτουργικότητα, ενώ η σοφίτα γίνεται ο κοινωνικός «παιχνιδότοπος», στον οποίο ανταλλάσσονται εμπειρίες, δεξιότητες και γνώσεις.
Ο εξοπλισμός όπως και μερικές από τις επενδύσεις των διαχωριστικών τοίχων, και στα δυο επίπεδα, είναι επενδυμένα από συμπιεσμένο άχυρο ενώ σε όλους τους χώρους, σε επιλεγμένες θέσεις, εκτίθενται αυθεντικά παραδοσιακά αγροτικά εργαλεία, διακριτικά κι επίμονα υπενθυμίζοντας τον γεωγραφικό χώρο και την ιστορία του Τόπου.
Έχετε πάρει μέρος σε αρκετούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και έχει διακριθεί στους περισσότερους. Τι σας γοητεύει η διαδικασία;
Στην Ελλάδα ασχολούμαι κυρίως με τους διαγωνισμούς. Τους βρίσκω ενδιαφέροντες γιατί σε προκαλούν να δημιουργήσεις, εξελίσσουν την οπτική σου απέναντι στην αρχιτεκτονική, αποτελούν πεδίο όπου ο συμμετέχων μπορεί να εκφραστεί, σχεδόν, χωρίς περιορισμούς, προσπαθώντας να προσδώσει μια διαφορετική αισθητική σε ένα δημόσιο κτήριο και κατ’ επέκταση σε έναν ευρύτερο δημόσιο χώρο. Πλέον με τη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας η δουλειά του αρχιτέκτονα έχει περιοριστεί στην εσωτερική διακόσμηση. Άρα επαγγελματικά οι διαγωνισμοί αποτελούν πρόκληση.
Μιλήσατε για την αισθητική. Πιστεύετε ότι λείπει από τις ελληνικές πόλεις;
Η Ελλάδα είναι από τους λίγες χώρες που για την κατασκευή ενός κτηρίου δεν απαιτείται η συμβολή του αρχιτέκτονα. Τα περισσότερα κτήρια που βλέπουμε γύρω μας είναι φτιαγμένα από μηχανικούς και τα παλαιότερα από εργολάβους. Τα δημόσια κτήρια, για παράδειγμα που φέρουν την υπογραφή ενός αρχιτέκτονα – όσο δεν έχουν γκρεμιστεί – ξεχωρίζουν. Κι αυτό γιατί κατά τη γνώμη μου ακόμη και ένας κακός αρχιτέκτονας είναι καλύτερος από έναν πολιτικό μηχανικό. Δεν υποτιμώ τη δουλειά τους, φυσικά είναι απαραίτητοι για στο κατασκευαστικό κομμάτι.
Αυτό ευθύνεται για το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει άναρχη δόμηση, απουσιάζει η πολεοδομία και η σχετική ομοιομορφία που υπάρχει σε χώρες του εξωτερικού;
Το πρόβλημα δεν είναι μονοδιάστατο. Υπάρχουν πολλά ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν, ως προς αυτή την κατεύθυνση και το πιο σημαντικό είναι η έλλειψη παιδείας, ενώ αντίστοιχο ρόλο παίζει και η αυθαιρεσία. Γνώμη μου είναι ότι αν θέλαμε ένα πιο όμορφο περιβάλλον θα το απαιτούσαμε. Υπάρχει αυτή η δικαιολογία της τουρκοκρατίας, ως προς το ότι οι πόλεις μας δεν έχουν αναπτυχθεί, ανάλογα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κι όμως κοιτάξτε, η Κωνσταντινούπολη είναι μια πολύ όμορφη πόλη, άρα ακόμα και από την τουρκοκρατία θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε κάποια όμορφα στοιχεία. Δεν έχουμε αποδεχθεί την ιστορία μας σε κανένα της κομμάτι. Είμαστε εγκλωβισμένοι στο ένδοξο παρελθόν μας και έχουμε χαθεί μέσα στην ιστορία, χωρίς να εκμεταλλευόμαστε το παρόν και το μέλλον.
Ποια είναι η γνώμη σας ως αρχιτέκτονα για την εικόνα της πόλης;
Είναι δύσκολο να το απαντήσω γιατί έχω συναισθηματικό δέσιμο με την πόλη, νιώθω ασφάλεια όταν βρίσκομαι εδώ. Όπως συμβαίνει κάθε φορά που γυρνάς σπίτι σου. Μου αρέσει ότι έχει πεζοδρομηθεί όλο το κέντρο, αν και θεωρώ ότι αυτό έχει συμβεί για τους λάθος λόγους. Οι πεζόδρομοι είναι γύρω από μαγαζιά και καφετέριες, όμως οι δημόσιοι χώροι δεν φτιάχνονται για να περιβάλλουν ιδιωτικούς χώρους. Η ίδια η πόλη πρέπει να δώσει το κίνητρο για να αλλάξει αυτή η εικόνα, οι αρχές είναι που θέτουν τα στοιχεία ανάπτυξης μιας πόλης.
Τι αποκομίσατε από τη συνεργασία σας με διάσημους αρχιτέκτονες, όπως ο Ζαν Νουβέλ και ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ;
Η συνεργασία μαζί τους, αλλά και με όλους τους αρχιτέκτονες της ομάδας τους, ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία. Μαθαίνεις να δουλεύεις υπό διαφορετικές συνθήκες και να αντιμετωπίζεις την κατασκευή, ας πούμε, ολιστικά, τοποθετημένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που περιλαμβάνει την κοινωνία, την οικονομία, τον άνθρωπο.
Ποια είναι η σύγχρονη τάση στην αρχιτεκτονική;
Υπάρχει μια καινούργια τάση, που δεν αφορά μόνο στην αρχιτεκτονική, η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, big data analysis, και η οποία θα επικρατήσει μέσα στα επόμενα χρόνια. Στο εξωτερικό δεν είναι και τόσο καινούργια με την έννοια, ότι ξεκίνησε πριν από 15 χρόνια στο Πανεπιστήμιο ΜΙΤ στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτή, η πόλη αντιμετωπίζεται ως ένα τεράστιο πεδίο πληροφοριών και αναπτύσσεται με βάση την ανάλυση των δεδομένων. Ένα απλό παράδειγμα εφαρμογή της στην αρχιτεκτονική και την αστική ανάπτυξη είναι η αξιοποίηση δεδομένων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η έντονη «κινητικότητα» στα social media, όπως το facebook ή το twitter, σε κάποιο σημείο της πόλης δείχνει ότι σε αυτό το σημείο δραστηριοποιείται κόσμος νεαρής ηλικίας, άρα εκεί πρέπει να αναπτυχθούν δομές και επιχειρήσεις που σχετίζονται με τους νέους. Αυτό το διάστημα συμμετέχω σε μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Ναντ, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ωνάση, που προσπαθεί να αναπτύξει ένα τέτοιο μοντέλο για την Αθήνα. Πρόκειται για ένα λογισμικό, που θα προτείνει αλλαγές στον τρόπο ανάπτυξης της πόλης. Δηλαδή, με απλά λόγια, θα προτείνει που πρέπει να χτιστεί ένα σχολείο, όχι αυθαίρετα αλλά βασιζόμενο σε συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία.
Παναγιώτα Φούντα