Ο πρώην υπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ευάγγελος Βενιζέλος, σε συνέντευξή του σήμερα προς την «Ε», επιτίθεται με σφοδρότητα στην κυβέρνηση και τις θέσεις που αυτή –μέσω της κυβερνητικής εκπροσώπου, υπουργών και στελεχών της- εξέφρασε μετά την απόφαση του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες.
Δηλώνει μάλιστα ότι η κυβέρνηση είναι έκθετη, όχι μόνο απέναντι στους οπαδούς της, αφού «οικοδόμησαν ένα αφήγημα που κατέρρευσε», αλλά και έναντι συμφερόντων προς τα οποία «έδωσαν υποσχέσεις που δεν μπορούν να τηρήσουν».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς εξηγεί ότι «ενώ η χώρα τον Μάρτιο του 2015 φυσιολογικά θα μπορούσε να έχει φύγει από το μνημόνιο να έχει ενταχθεί στην προληπτική πιστωτική γραμμή, και να έχει αρχίσει τις δοκιμαστικές και προστατευμένες προσπάθειες εξόδου στις αγορές με έκδοση ομολόγων για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, βρέθηκε να είναι σε πολύ σκληρό μνημόνιο, με μεγάλο δάνειο μέχρι τα μέσα του 2018». Σημειώνει δε ότι «αυτό που διεκδικούμε τώρα είναι τα συμπληρωματικά μέτρα που από το 2012 είχαμε συμφωνήσει με τους θεσμικούς εταίρους σε σχέση με το χρέος, μόνον που τα συμπληρωματικά μέτρα αυτά θα τα παίρναμε το 2015 χωρίς πρόσθετους όρους ενώ τώρα αγωνιζόμαστε να τα πάρουμε μετά το 2018, με πρόσθετους όρους που θα συγκροτούν τέταρτο μνημόνιο».
Ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος αύριο Δευτέρα θα είναι ομιλητής σε δημόσια συζήτηση που διοργανώνει ο Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση με θέμα: «Ποιο μέλλον για την Ελλάδα; Θεσμική εκτροπή και οικονομικό αδιέξοδο. Οι προϋποθέσεις της εθνικής ανάκαμψης», υπογραμμίζει ότι «για να επιστρέψουμε λοιπόν σε μία «κανονικότητα» πρέπει να διαμορφώσουμε κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις».
Αναφέρεται στις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν σημειώνοντας: «Η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση είναι ο εκμηδενισμός του country risk, του κινδύνου της χώρας», ενώ για το προσχέδιο του προϋπολογισμού σχολιάζει ότι «δεν επαρκεί, διότι τώρα που αρχίζει η δεύτερη αξιολόγηση, βλέπουμε την τρόικα να απαιτεί αλλαγές στο σχέδιο προϋπολογισμού και να θεωρεί ανεπαρκείς τις προβλέψεις και τα μέτρα του προσχεδίου».
Μιλά ακόμη για το ενδεχόμενο των εκλογών, εκτιμώντας ότι «η παρούσα Βουλή δεν μπορεί να δώσει καμία άλλη λύση. Γι’ αυτό και χρειάζεται να μεταβληθεί ο συσχετισμός των δυνάμεων» διευκρινίζοντας ταυτόχρονα πως «αυτή η άλλη κυβέρνηση δεν έχει νόημα να είναι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ. Χρειάζεται μια κυβέρνηση μεγαλύτερου εύρους». Εν κατακλείδι αναφέρεται στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την Ελλάδα: «Όλα όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες σε σχέση με τα ΜΜΕ και τη δικαιοσύνη, εντάσσουν δυστυχώς την Ελλάδα σε μια μικρή ομάδα ευρωπαϊκών χωρών, μαζί με την Πολωνία και την Ουγγαρία, που έχουν προβλήματα συμμόρφωσης με τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η συνέντευξη:
* Κύριε πρόεδρε ας ξεκινήσουμε με το επίκαιρο θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Έγινε –σε γενικές γραμμές- γνωστή η απόφαση της διάσκεψης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία «κατέπεσε» ο νόμος Παππά. Εσείς είχατε υποστηρίξει εξ αρχής την αντισυνταγματικότητα του νόμου. Ακολούθησαν δηλώσεις και τοποθετήσεις από κυβερνητικής πλευράς, τόσο κατά της απόφασης και των δικαστών όσο και υπέρ της «επανα-νομοθέτησης» πάνω στην ίδια βάση. Ποια είναι η άποψή σας;
- Η διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ ολοκληρώθηκε, κ. Γκιάστα, σύμφωνα με συγκλίνουσες δημοσιογραφικές πληροφορίες, με απόφαση περί αντισυνταγματικότητας του διαβόητου νόμου Παππά, λόγω παράκαμψης του ΕΣΡ. Περίττευε συνεπώς ο έλεγχος της συνταγματικότητας του τεχνητού περιορισμού των αδειών σε τέσσερις. Το ΣτΕ έπραξε το νομικά προφανές. Τα είχα πει όλα αυτά ευθύς εξαρχής στη Βουλή. Η κυβέρνηση αντί να περιμένει να μελετήσει την αιτιολογία της απόφασης και να συμμορφωθεί όπως επιτάσσει το άρθρο 95 του Συντάγματος, προέβη σε μια δήλωση θεσμικά χυδαία, αυταρχικά πεισματική και πολιτικά αυτοκτονική. Προέβη σε μια πανικόβλητη αναγγελία κατάλυσης του Συντάγματος και σε μια ανιστόρητη επίθεση κατά του ΣτΕ. Επίθεση στο όνομα των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ του 2010 που ίσχυαν μέχρι τις 12.7.2015 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Είναι δυστυχώς αδίστακτοι. Είναι ικανοί για χάρη της νομής της εξουσίας να υπονομεύσουν τους θεσμούς του κράτους δικαίου και να ξαναπαίξουν το χαρτί της θέσης της χώρας στην Ευρώπη. Τώρα βεβαίως είναι πανταχόθεν έκθετοι γιατί οικοδόμησαν ένα αφήγημα για τους οπαδούς τους που κατέρρευσε, αλλά και γιατί έδωσαν υποσχέσεις σε συμφέροντα που δεν μπορούν να τις τηρήσουν. Επικαλούνται το γελοίο επιχείρημα ότι θα χαθούν τα 85 εκατομμύρια που εισέπραξαν, όταν έχουν προκαλέσει βλάβη στην οικονομία πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων και όταν οι ίδιοι παραδέχονται με όσα είπαν μετά τη διάσκεψη του ΣτΕ ότι με περισσότερα κανάλια μπορούν να εισπραχθούν περισσότερα χρήματα! Άλλωστε μέχρι τώρα οι σταθμοί έχουν καταβάλει σε φόρους, εισφορές και τέλη χρήσης συχνοτήτων περισσότερα από 1,5 δισ.
* Ας πάμε στο θέμα της διαπραγμάτευσης και του χρέους. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τη στάση της κυβέρνησης (όχι μόνο της παρούσης) με το ΔΝΤ. Από τη μια φαίνεται να «ποντάρουμε» στο Ταμείο, όταν πιέζει τους Ευρωπαίους για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Από την άλλη είναι «persona non grata» όταν ζητά μεταρρυθμίσεις και μέτρα. Έχετε διαπραγματευτεί με τους θεσμούς, άρα η εμπειρία σας είναι πολύτιμη. Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο τέλος, με το χρέος, πόσο έχουν βάση τα περί 4ου Μνημονίου που ακούγονται, ή η επαναφορά από κάποιους σεναρίων Grexit. Πότε εντέλει και πώς θα επιστρέψουμε στις αγορές και η ελληνική οικονομία σε μια «κανονικότητα»;
- Το ΔΝΤ έχει συγκροτηθεί για να παρέχει υποστήριξη σε υπό ανάπτυξη χώρες κι όχι για να παίζει τον καθοριστικό ρόλο στην πιο ανεπτυγμένη νομισματική ζώνη και περιοχή του πλανήτη που είναι η ευρωζώνη.
Το ΔΝΤ εγκαταστάθηκε στην καρδιά την ευρωζώνης λόγω της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε από το 2008 και μετά, με επιμονή της Γερμανίας και άλλων χωρών που ήθελαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους ως προς την ανεπάρκεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προβλέψει και να ανακόψει την κρίση. Επίσης, γιατί η ευρωζώνη και γενικότερα το σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. έχει συγκροτηθεί, από το Μάαστριχ και μετά, υπό φυσιολογικές συνθήκες και εξελίχθηκε γραμμικά χωρίς να προβλέπει μηχανισμούς κρίσης. Οι μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων εισήχθησαν μετά το 2010, και με αφορμή την ελληνική εμπειρία και την εμπειρία των άλλων χωρών που εντάχθηκαν σε μνημόνια.
Το ΔΝΤ καταστατικά μετέχει σε προγράμματα και δανειοδοτεί χώρες εφόσον το χρέος τους είναι βιώσιμο, και υπό την έννοια αυτή μετείχε στο πρώτο μνημόνιο, του 2010, με την παραδοχή ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και υπάρχει πρόβλημα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας λόγω αδυναμίας πρόσβασης στις αγορές. Η μεγάλη διαφορά του δεύτερου από το πρώτο πρόγραμμα είναι ότι ετέθη το ζήτημα του χρέους κι έγινε η μεγάλη παρέμβαση σε αυτό και με ονομαστική μείωση και με δραστική μείωση στην παρούσα αξία του λόγω ευνοϊκών όρων δανεισμού.
Υπό την έννοια αυτή το ΔΝΤ παίζει πάντα τον ίδιο ρόλο, δηλαδή θέλει προσαρμογή στο χρέος και μέτρα τα οποία να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας που έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα. Όμως εδώ υπάρχει η ιδιομορφία το ελληνικό χρέος να είναι ένα χρέος εκτός αγοράς, μη εμπορεύσιμο, ένα χρέος το οποίο οφείλεται κατά 85% περίπου του συνόλου του στα κράτη μέλη της ευρωζώνης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως το ESM και η ΕΚΤ, με όρους δανεισμού οι οποίοι είναι εξαιρετικά ευνοϊκοί: με μεγάλη περίοδο χάριτος, με μικρά επιτόκια, με μεγάλη διάρκεια, και αυτό μειώνει βεβαίως τον όγκο του χρέους και δημιουργεί μια τεράστια διαφορά, μεταξύ ονοματικού βάρους και πραγματικού βάρους, δηλαδή παρούσας αξίας του χρέους, το οποίο με την πάροδο του χρόνου μειώνεται ολοένα και περισσότερο.
Ακριβώς επειδή η σημερινή κυβέρνηση ποτέ δεν ήξερε να διαπραγματευθεί, δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα με την ολοκλήρωση του δευτέρου προγράμματος και τελικά διαπραγματεύθηκε και αποδέχθηκε το τρίτο πρόγραμμα με τους χειρότερους δυνατούς όρους, διότι διεύρυνε τις χρηματοδοτικές ανάγκες και διότι παρέτεινε, και μάλιστα επί άγνωστο χρόνο, την παραμονή σε καθεστώς μνημονίου. Ενώ λοιπόν η χώρα τον Μάρτιο του 2015 φυσιολογικά θα μπορούσε να έχει φύγει από το μνημόνιο και να έχει ενταχθεί στην προληπτική πιστωτική γραμμή, και να έχει αρχίσει τις δοκιμαστικές και προστατευμένες προσπάθειες εξόδου στις αγορές με έκδοση ομολόγων για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, βρέθηκε να είναι σε πολύ σκληρό μνημόνιο, με μεγάλο δάνειο μέχρι τα μέσα του 2018. Και τώρα βεβαίως αυτό που διεκδικούμε είναι τα συμπληρωματικά μέτρα που από το 2012 είχαμε συμφωνήσει με τους θεσμικούς εταίρους σε σχέση με το χρέος, μέτρα συμπληρωματικά ως προς τη μεγάλη παρέμβαση του 2012, μόνον που τα συμπληρωματικά μέτρα αυτά θα τα παίρναμε το 2015 χωρίς πρόσθετους όρους, ενώ τώρα αγωνιζόμαστε να τα πάρουμε μετά το 2018, με πρόσθετους όρους που θα συγκροτούν τέταρτο μνημόνιο.
Για να επιστρέψουμε λοιπόν σε μία «κανονικότητα» πρέπει να διαμορφώσουμε κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Πρέπει η κοινωνία να καταλάβει ότι η κρίση έφερε το μνημόνιο κι όχι το μνημόνιο την κρίση, να καταλάβει ότι ειπώθηκαν μεγάλα ψέματα και χυδαιότητες που αλλοίωσαν τον τρόπο σκέψης της ελληνικής κοινωνίας. Και να υιοθετήσει την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων γιατί οι μεταρρυθμίσεις αφορούν στους νέους, τους ανέργους, τους επιχειρηματίες, τους μικρομεσαίους, και βεβαίως όλα αυτά πρέπει να ολοκληρωθούν με μια πολιτική αλλαγή, η οποία θα οδηγήσει σε μια κυβέρνηση ικανή να χαράξει και να εφαρμόσει εθνική στρατηγική, και μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι μονοκομματική και αυτοδύναμη αλλά πρέπει να είναι μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας όλων των πραγματικά δημοκρατικών και πραγματικά ευρωπαϊκών δυνάμεων της χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό, μετά από εκλογές ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος πρέπει να αντιληφθεί τη βλάβη που έχει προκαλέσει, πρέπει να κληθεί να μετέχει σε μία εθνική προσπάθεια, εκτός κι αν ο ίδιος επιθυμεί να αυτοαποκλεισθεί και να περιχαρακωθεί.
* Μια και ο λόγος περί μεταρρυθμίσεων, έννοια που ακούμε ανελλιπώς εδώ και 6 χρόνια. Επιτέλους ποιες είναι αυτές (υποδείξτε μας 3-4) που έπρεπε να έχουν γίνει και δεν έχουν γίνει.
- Όταν αναφερόμαστε σε μεταρρυθμίσεις, εννοούμε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ένα κράτος το οποίο να λειτουργεί κανονικά, ως κράτος δικαίου, ως κοινωνικό κράτος, ως διοίκηση φιλοαναπτυξιακή και φιλοεπενδυτική. Η δε μεγαλύτερη μεταρρύθμιση είναι ο εκμηδενισμός του country risk, του κινδύνου της χώρας. Να υπάρχουν δηλαδή συνθήκες ασφάλειας, βεβαιότητας, σταθερότητας, και αυτό αφορά στην ασφάλεια δικαίου, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, κυρίως όμως τον σεβασμό των θεσμών, της δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων αρχών, της πολυφωνίας στα ΜΜΕ κοκ.
* Στη Βουλή κατατέθηκε το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το οποίο –κατά γενική ομολογία- κινείται και πάλι σε υφεσιακή τροχιά, με τους φόρους να τροφοδοτούν την ύφεση και αυτή να επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με πρόσθετη φορολογία. Τελικά, υπάρχει διέξοδος από το τούνελ ή απλά βαδίζουμε στα τυφλά;
-Το προσχέδιο του προϋπολογισμού δυστυχώς δεν επαρκεί. Διότι τώρα που αρχίζει η δεύτερη αξιολόγηση, αφού η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου έκλεισε με ένα χρόνο καθυστέρηση, τον Οκτώβριο του 2016 αντί του Οκτωβρίου του 2015, βλέπουμε την τρόικα να απαιτεί αλλαγές στο σχέδιο προϋπολογισμού και να θεωρεί ανεπαρκείς τις προβλέψεις και τα μέτρα του προσχεδίου. Ενώ η πρόβλεψη είναι για ανάπτυξη 2,7% έως και 2,8% το 2017, οι τελικές αξιολογήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για το 2015 γίνονται δυσμενέστερες, κρίσιμες παράμετροι για τα μακροοικονομικά αποτελέσματα του 2016, όπως τα έσοδα από τον τουρισμό το τελευταίο τρίμηνο, είναι επίσης αρνητικά, και γι’ αυτό το 2017 κινδυνεύει να οδηγήσει σε διαψεύσεις πολλών θετικών προγνώσεων.
Το τρίτο μνημόνιο ως σύλληψη κυβερνητική βασίζεται κατά 90% στην αύξηση των εσόδων δημιουργώντας μια προφανή ανισορροπία ως προς τη μείωση των δαπανών.
Το μόνο θετικό που έχει το προσχέδιο προϋπολογισμού είναι η πανηγυρική ομολογία της σημασίας που είχε το PSI του 2012, της μεγάλης παρέμβασης στο χρέος. Στη σελίδα 51 του προσχεδίου, ο κ. Τσακαλώτος με τον κ. Χουλιαράκη, ήταν υποχρεωμένοι να συνομολογήσουν πανηγυρικά ότι με την επέμβαση αυτή στο χρέος είχαμε μια μείωση στο μισό και λιγότερο του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Η Ελλάδα πληρώνει για τόκους εξυπηρέτησης του δανείου του δημοσίου χρέους της το 2017, 3 δισ. όλα κι όλα, δηλαδή 1,5 % του ΑΕΠ, ένα ποσοστό που είναι ίσως το μικρότερο στην ευρωζώνη. Και πάντως ένα ποσοστό που δεν έχει καμία σχέση με την κατάσταση που υπήρχε πριν την παρέμβαση του 2012.
* Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητά εκλογές, επικαλούμενος και τις δημοσκοπήσεις. Οι οποίες πέραν των άλλων ευρημάτων, καταδεικνύουν, όχι τόσο την απροθυμία να πάμε στις κάλπες όσο την έλλειψη πίστης του εκλογικού σώματος ότι οι κάλπες θα αλλάξουν κάτι. Εσείς δηλώνετε ότι πρέπει να υπάρξει πολιτική αλλαγή. Αλλά τι σας κάνει να πιστεύετε ότι …οι επόμενοι δεν θα είναι απλά «οι βάρβαροι που ήρθαν»;
- Ανεξαρτήτως του τι ζητά ο κ. Μητσοτάκης, η αλήθεια είναι ότι η παρούσα Βουλή, με την πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει δεν μπορεί να δώσει καμία άλλη λύση πέραν αυτής της αδιέξοδης, αντιφατικής και τερατογενούς λύσης που έχει προκύψει ως προς τη διακυβέρνηση. Γι’ αυτό και χρειάζεται να μεταβληθεί ο συσχετισμός των δυνάμεων ώστε να αποκτήσει η χώρα μια κυβέρνηση εθνικής συνέγερσης όλων των δημιουργικών δυνάμεών της και κυρίως όλων των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεών της.
Η θεωρία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ότι οι άλλοι ήταν «χειρότεροι» σε σχέση με την «πρώτη φορά αριστερά» η οποία έχει σύντροφο τον κ. Καμμένο με τον οποίο πια είναι ομογάλακτοι αδελφοί και πιστεύουν στις ίδιες αξίες και έχουν την ίδια αισθητική, μετατρέπεται σε πρόκληση.
* Ο ελληνικός λαός στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις προτίμησε την Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, άσχετα αν οι περισσότεροι άλλη αριστερά είχαν κατά νου. Με την ίδια λογική -γιατί έχει και την εμπειρία του παρελθόντος-, φοβάται ίσως ότι μια ψήφος στην κεντροαριστερά, με δεδομένα τα στρατηγικά αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας, είναι μια «δεξιά» ψήφος. Θεωρείτε ότι το ΠΑΣΟΚ έχει διαμορφώσει κυβερνητική πρόταση που να πείθει για το αντίθετο;
- Ο ελληνικός λαός στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και στο δημοψήφισμα είδε οι επιλογές του να ανατρέπονται κατά έναν τρόπο ωμό και βάρβαρο. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η απόλυτη διάψευση του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» επί τη βάσει του οποίου δόθηκε εντολή στον ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015, αλλά κυρίως η ανατροπή αυθημερόν του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, όπου το 62% του ελληνικού λαού είπε ένα υπερήφανο «Όχι», για να ειπωθεί από τον κ. Τσίπρα την επόμενη μέρα ένα ταπεινωμένο και ταπεινωτικό «Ναι». Όχι το «Ναι» αυτών που ψήφισαν «Ναι» και πίστευαν στην ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας, αλλά το «Ναι» της ήττας των ιδεοληψιών και των ψεμάτων.
Τώρα, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, η σαφής πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, θέλει να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Θέλει να πάμε σε μια πολιτική αλλαγή. Και βεβαίως θέλει να εφαρμοστεί μια εθνική στρατηγική της οποία θεματοφύλακας είναι η Δημοκρατική Παράταξη, είναι ο προοδευτικός μεσαίος χώρος. Αλλά θέλει και εκλογικά να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα υπάρξει ένα αποτέλεσμα που θα είναι ανατρεπτικό, ένα αποτέλεσμα που θα οδηγήσει σε μια άλλη κυβέρνηση. Επαναλαμβάνω ότι αυτή η άλλη κυβέρνηση δεν έχει νόημα να είναι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ. Χρειάζεται μια κυβέρνηση μεγαλύτερου εύρους, όπως την έχω παρουσιάσει, αλλά βεβαίως εναπόκειται στον ελληνικό λαό να κάνει επιλογές οι οποίες θα δίνουν στον καθένα το βάρος και τον ρόλο που του αναλογεί.
* Καθώς θ΄ ανοίξει η συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, αναρωτιέται κανείς: Ως ΠΑΣΟΚ είναι λιγότερα ή περισσότερα εκείνα τα πεδία στα οποία μπορείτε να βρείτε κοινές προτάσεις και λύσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα του κεντροαριστερού χώρου, κατευθύνοντας ενδεχομένως και το περιεχόμενο της Αναθεώρησης, ή με τη Νέα Δημοκρατία;
- Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ χρησιμοποιεί το Σύνταγμα ως πρόσχημα, δεν έχει καμία αίσθηση συνταγματικής νομιμότητας, δεν έχει καμία αίσθηση της ιστορικότητας των συνταγματικών θεσμών, του πώς λειτουργεί μια κοινοβουλευτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ένα κράτος δικαίου. Όλα όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες σε σχέση με τα ΜΜΕ και τη δικαιοσύνη, εντάσσουν δυστυχώς την Ελλάδα σε μια μικρή ομάδα ευρωπαϊκών χωρών, μαζί με την Πολωνία και την Ουγγαρία, που έχουν προβλήματα συμμόρφωσης με τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει ήδη κινηθεί ο μηχανισμός επιβολής κυρώσεων για προσβολή των ευρωπαϊκών αξιών, σε σχέση με την Πολωνία, αλλά έχουμε πάρει δυστυχώς κι εμείς σειρά.
Δεν υπάρχει ο συσχετισμός δυνάμεων που να επιτρέπει συναινέσεις και αυξημένες πλειοψηφίες. Η αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως προβλέπει το άρθρο 110, είναι προϊόν συναίνεσης γι’ αυτό και απαιτούνται αυξημένες πλειοψηφίες 180 βουλευτών, ιδίως στη δεύτερη Βουλή, αυτή που διαμορφώνει τις διατάξεις. Άρα δεν είμαστε σε μια συγκυρία η οποία είναι κατάλληλη και πρόσφορη για αναθεώρηση του Συντάγματος. Η δε συγκρότηση της επιτροπής διαλόγου για το Σύνταγμα με παράνομη απόφαση της κυβέρνησης, γιατί η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στη Βουλή και όχι στην κυβέρνηση, είναι ένα δείγμα της παντελούς έλλειψης σοβαρότητας και του επικίνδυνου λαϊκισμού που διακρίνει την κυβέρνηση.
ΑΥΡΙΟ ΣΤΙΣ 19.00
Στο «Divani Palace» η εκδήλωση
Η εκδήλωση που διοργανώνει ο Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση με θέμα: «Ποιο μέλλον για την Ελλάδα; Θεσμική εκτροπή και οικονομικό αδιέξοδο. Οι προϋποθέσεις της εθνικής ανάκαμψης», είναι προγραμματισμένη να αρχίσει αύριο Δευτέρα στις 19:00, στο ξενοδοχείο «Divani Palace» (Παπαναστασίου 19). Εκτός του κ. Βενιζέλου θα μιλήσουν και οι Θανάσης Βακάλης, Χρήστος Χωμενίδης.
Συνέντευξη στον Κώστα Γκιάστα