Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη
«Αν ισχύει η εκτίμηση ότι περίπου ο ένας στους τέσσερις μαθητές Γυμνασίου είναι λειτουργικά αναλφάβητος, τότε η έμφαση πρέπει να δοθεί στη νεοελληνική γλώσσα. Ένας πρόσθετος λόγος είναι ότι σε πολλά σχολεία, ιδίως σε υποβαθμισμένες περιοχές, η πλειοψηφία των μαθητών δεν έχει ως φυσική γλώσσα τη νεοελληνική. Ας μάθουν πρώτα τα παιδιά τη νεοελληνική σε ικανοποιητικό βαθμό και μετά, στο Λύκειο, ας διδαχτούν τα Αρχαία από το πρωτότυπο. Προϋπόθεση επιτυχίας είναι ελκυστικά νέα βιβλία και συστηματική επιμόρφωση των καθηγητών που θα κληθούν να τα διδάξουν. Είναι κρίμα που οι κλασικές σπουδές υποχωρούν διεθνώς, ακριβώς τώρα που χάσαμε την ανθρωπιά μας». Αυτά αναφέρει σήμερα στην «Ελευθερία», ο κ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης ο οποίος είναι ομότιμος καθηγητής της Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Κρήτη το 1948. Είναι πτυχιούχος (1971) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Κολωνίας και της Χαϊδελβέργης. Τα δημοσιεύματά του ανέρχονται σε 365. Από τα βιβλία του αξίζει να αναφερθούν: Νεοελληνικός λόγος, Γλώσσα και εκπαίδευση, Γλωσσαλγήματα, Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική, Κρητολογικά μελετήματα. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μünster της Γερμανίας, Κύπρου, Θράκης, Γρανάδας. Είναι ο επιστημονικός συντονιστής και κύριος συντάκτης του Χρηστικού Λεξικού της νεοελληνικής γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει εκλεγεί ισόβιο μέλος του Ριζαρείου Ιδρύματος.
Η συνέντευξη
* Πολλά γράφονται για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών και την κατάργησή του. Πώς κρίνετε μια τέτοια προοπτική, όταν άλλες χώρες το έχουν ως βασικό μάθημα διδασκαλίας;
- «Τα Αρχαία Ελληνικά είναι η δύναμη και η αδυναμία μας. Εμείς οι νεοέλληνες έχουμε να διαχειριστούμε μια βαριά πολιτιστική κληρονομιά. Κουβαλάμε ένα δυσβάσταχτο φορτίο που δεν το αντέχουν οι ώμοι μας. Δεν σχεδιάστηκε ποτέ μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική και γλωσσική πολιτική που θα ανταποκρίνεται με ευελιξία στις εκάστοτε απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου. Κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών δεν προτείνεται, επίσημα τουλάχιστον, από κανένα φορέα. Το θέμα που ανακινήθηκε πρόσφατα είναι η κατάργηση στο Γυμνάσιο της διδασκαλίας των Αρχαίων από το πρωτότυπο και η διδασκαλία τους από μετάφραση. Αν ισχύει η εκτίμηση ότι περίπου ο ένας στους τέσσερις μαθητές Γυμνασίου είναι λειτουργικά αναλφάβητος, τότε η έμφαση πρέπει να δοθεί στη νεοελληνική γλώσσα. Ένας πρόσθετος λόγος είναι ότι σε πολλά σχολεία, ιδίως σε υποβαθμισμένες περιοχές, η πλειοψηφία των μαθητών δεν έχει ως φυσική γλώσσα τη νεοελληνική. Ας μάθουν πρώτα τα παιδιά τη νεοελληνική σε ικανοποιητικό βαθμό και μετά, στο Λύκειο, ας διδαχτούν τα Αρχαία από το πρωτότυπο. Προϋπόθεση επιτυχίας είναι ελκυστικά νέα βιβλία και συστηματική επιμόρφωση των καθηγητών που θα κληθούν να τα διδάξουν. Είναι κρίμα που οι κλασικές σπουδές υποχωρούν διεθνώς, ακριβώς τώρα που χάσαμε την ανθρωπιά μας».
* Μελέτες δείχνουν πως το λεξιλόγιο του σύγχρονου Έλληνα συνεχώς μειώνεται σε αριθμό λέξεων. Ποια θεωρείται βασική αιτία για μια τέτοια αρνητική εξέλιξη; Είναι ο σύγχρονος τρόπος ζωής ή είναι και θέμα βασικής εκπαίδευσης;
- «Η διαβόητη λεξιπενία, ιδιαίτερα των νέων, είναι ένα επαναλαμβανόμενο γλωσσικό στερεότυπο που δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά. Κανείς φυσικός ομιλητής δεν γνωρίζει τη γλώσσα του, ούτε θα τη μάθει ποτέ. Με την έννοια αυτή έχουμε όλοι «λεξιπενία». Στους εκατό νεοέλληνες αμφιβάλλω αν βρεθούν δύο να ξέρουν (και γιατί να το ξέρουν;) ότι ο διατοιχισμός σε κυματισμό είναι το μπότζι, «κλυδωνισμός πλοίου σε τρικυμία». Αν ακούσει κάποιος ότι «έβγαλε τα χρήματα από την μπανάνα» θα παραξενευτεί, αν δεν ξέρει ότι μπανάνα, στο συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον, είναι «τσαντάκι μέσης». Είναι αλήθεια ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής και οι επιφανειακές διαπροσωπικές σχέσεις δεν βοηθούν στην αποτελεσματική πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία. Ο εμπλουτισμός του λεξιλογίου μπορεί να γίνει με κατάλληλες ασκήσεις στο σχολείο, η οικογένεια όμως φέρει εξίσου μεγάλη ευθύνη για την εκπαίδευση των νεαρών μελών της».
*Η Ελλάδα από το 2009 και μέχρι σήμερα περνά μια σημαντική κρίση στους περισσότερους τομείς της καθημερινότητας. Είναι μόνο το οικονομικό, ή η κρίση αυτή ήταν αναπόφευκτη, έτσι όπως είχε δημιουργήσει τις δομές λειτουργίας της;
- «Τα τελευταία οκτώ χρόνια η Ελλάδα υποφέρει πολλαπλώς λόγω της επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης, η οποία αντικατοπτρίζει την κρίση αξιών στο σύγχρονο κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, τελικά, δεν είναι άμοιρη των ευθυνών της. Τα δεινά που μας περιμένουν ξέρει να τα σερβίρει σε καλά μελετημένες δόσεις. Τελικά η πολυδιαφημιζόμενη «αλληλεγγύη» μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ανύπαρκτη. Οι οικονομικοί αναλυτές ήξεραν ακριβώς τι συνέβαινε. Ο πολύς κόσμος όμως ζούσε στις αυταπάτες του, τις οποίες συγκάλυπτε και επιδοκίμαζε ο πολιτικός λαϊκισμός. Η κρίση ήταν αναπόφευκτη όπως εξελίσσονται τα πράγματα στη διεθνή σκηνή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναγνωρίσει τα λάθη της και να αλλάξει πορεία πλεύσης. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος όχι μόνο να σταματήσει η διεύρυνσή της, αλλά να αρχίσει η συρρίκνωσή της».
* Υπάρχει φως στο τούνελ, όταν χιλιάδες νέοι με σημαντικές σπουδές και πτυχία εγκαταλείπουν τη χώρα μας;
- «Αλίμονο αν δεν ελπίζαμε ότι θα δούμε κάποιο φως στην άκρη του τούνελ. Το θέμα είναι πότε; Το αποκορύφωμα της τραγικότητας έγκειται στο ότι νέοι επιστήμονες που σπούδασαν στην Ελλάδα με έξοδα των φορολογούμενων, στην ουσία εκδιώκονται από τη χώρα τους, αναζητώντας εργασία σε άλλες χώρες, αντί να αξιοποιηθούν στην ίδια την πατρίδα τους που τόσο τους έχει ανάγκη. Η ανεργία των νέων, όπως αποτυπώνεται και στη «διαρροή εγκεφάλων», πολλαπλασιάζει τα αδιέξοδα και υπονομεύει το μέλλον της χώρας. Στερήσαμε το χαμόγελο και την ελπίδα από τα νέα παιδιά. Ποιος μπορεί να τα κοιτάξει κατάματα;».
* Τι πρέπει κατά τη γνώμη σας να γίνει; Υπάρχουν λύσεις;
- «Λύσεις μπορούν να βρεθούν, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση από τα μεγάλα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Χρειαζόμαστε παγκοσμίως περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς διευρύνεται επικίνδυνα. Είναι αδιανόητο εκατομμύρια συνάνθρωποί μας να έχουν φτάσει στα ακρότατα όρια εξαθλίωσης και άλλοι να κολυμπούν στα πλούτη. Έμφαση πρέπει να δοθεί από όλες τις κυβερνήσεις στους δύο βασικούς δείκτες ποιότητας ενός κράτους, που είναι η παιδεία και η υγεία».