Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (2019), οι συνολικές εκπομπές αερίων ρύπων για την Ελλάδα το 1990 (που ορίσθηκε ως έτος αναφοράς) ήταν 103.101,3 ktCO2eq, ενώ το 2017 μειώθηκαν σε 95.420,8 ktCO2eq. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι οι αντίστοιχες τιμές εκπομπών ρύπων από τη γεωργία το 1990 ήταν 10.140,3 και για το 2017 μειώθηκαν σε 7.850,3 ktCO2eq. Με βάση την επίσημη καταγραφή του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας οι εκπομπές αερίων από τη γεωργία μειώθηκαν περίπου 22,6% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Η μείωση οφείλεται κυρίως στον περιορισμό των εκπομπών Ν2Ο από τα γεωργικά εδάφη, λόγω της μείωσης της ποσότητας στη γεωργία των αζωτούχων λιπασμάτων. Η μείωση των αζωτούχων λιπασμάτων αποδίδεται περισσότερο στην υψηλή τιμή των λιπασμάτων, καθώς και στην αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης για βιολογική γεωργία και στην εφαρμογή ορθών γεωργικών πρακτικών.
Ειδικότερα, για την Ανατολική Θεσσαλία οι συνολικές εισροές αζωτούχων λιπασμάτων στα καλλιεργούμενα εδάφη υπολογίσθηκε ότι ανέρχονται σε 41.474.800 κιλά, ενώ τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η μέση ποσότητα λιπασμάτων που χρησιμοποιούν οι αγρότες για τις καλλιέργειες στην Ανατολική Θεσσαλία είναι 16,92 κιλά αζώτου ανά στρέμμα. Με τη χρήση Γεωγραφικών Πληροφοριακών Συστημάτων (GIS) συντάχθηκε χάρτης, στον οποίο παρουσιάζονται οι περιοχές με την κατανομή των εισροών αζώτου στα εδάφη της Ανατολικής Θεσσαλίας (σε κιλά ανά εκτάριο).
Μία άλλη σημαντική πηγή εκπομπών υποξειδίου του αζώτου προέρχεται από το οργανικό εδαφικό άζωτο, το οποίο μετά τη μετατροπή του σε ανόργανη μορφή, μπορεί να απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα. Σχετικά πειράματα ανοργανοποίησης αζώτου που πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικούς τύπους εδαφώντης Ανατολικής Θεσσαλίας έδειξαν ότι η μέση τιμή του αζώτου που ανοργανοποιήθηκε στα επιφανειακά εδάφη ήταν 2,86 kgανά στρέμμα. Στην πράξη αυτή η ποσότητα είναι άμεσα διαθέσιμη στην επόμενη καλλιέργεια, όμως ένα μέρος μπορεί να ξεπλυθεί από τις βροχοπτώσεις ή να διαφύγει στην ατμόσφαιρα. Πάντως, η ποσότητα αζώτου που μπορεί να διαφύγει στην ατμόσφαιρα μόνον από τις εκτάσεις που καλλιεργούνται με ετήσιες καλλιέργειες και κηπευτικά στην Ανατολική Θεσσαλία υπολογίσθηκε και βρέθηκε ότι ανέρχεται σε 62.158,5 κιλά Ν2Ο, που ισοδυναμεί με 18.523.233 κιλά CO2.
Η εκπομπή του υποξειδίου του αζώτου στην ατμόσφαιρα επιδρά σημαντικά στην κλιματική αλλαγή, αφού η δράση διαρκεί πάνω από 114 έτη και εκπομπές π.χ. ενός τόνου Ν2Ο ισοδυναμούν με εκπομπές που προέρχονται από 298τόνους CO2. Για τον υπολογισμό των εκπομπών Ν2Ο από τα ανόργανα λιπάσματα χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία που υιοθέτησε η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) και οι χώρες που την υπέγραψαν.
Είναι φανερό ότι το ΥΠΕΝ πρέπει να τροποποιήσει την ΚΥΑ 1496/3-05- 2019 και να προτείνει μικρότερες ποσότητες αζώτου στις λιπάνσεις, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές N2O. Επίσης, να συστήσει νέο Κώδικα Ορθής Γεωργικής Πρακτικής όπου θα περιλαμβάνονται και υποχρεώσεις των αγροτών για τη μείωση των αερίων ρύπων από γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες.
Ένα άλλο σοβαρό θέμα είναι η εκπομπή αμμωνίας, η οποία στις μεσογειακές χώρες εκπέμπεται κυρίως από ανόργανα αζωτούχα λιπάσματα. Εξαρτάται κυρίως από τον τύπο του λιπάσματος, το κλίμα, το έδαφος και τις γεωργικές πρακτικές. Για τον υπολογισμό του ρυθμού απώλειας της αμμωνίας προς την ατμόσφαιρα χρησιμοποιήθηκαν πεδοσυναρτήσεις (FAO/IFA, 2001) και οι υπολογισμοί βασίσθηκαν κυρίως στον τύπο καλλιέργειας, τον τύπο του λιπάσματος, τα κλιματικά στοιχεία και σε ορισμένες εδαφικές ιδιότητες.
Η ποσότητα εκπομπής αμμωνίας, η οποία προέρχεται από την ουρία και το φωσφορικό μονοαμμώνιο, παρατηρήθηκε ότι διέφερε σημαντικά. Η απώλεια στην ατμόσφαιρα στην περίπτωση εφαρμογής ουρίας ήταν 26,7% της ποσότητας του λιπάσματος που χρησιμοποιήθηκε, ενώ η αντίστοιχη από το φωσφορικό μονοαμμώνιο βρέθηκε 18,5%. Η διαφορά του ποσοστού απώλειας αμμωνίας μπορεί να θεωρηθεί ως μια ένδειξη για την επιλογή του τύπου λιπάσματος και την επιλογή γεωργικών πρακτικών για την ελαχιστοποίηση των εκπομπών (π.χ. ενσωμάτωση, άρδευση κ.λπ.). Πάντως, για τη μείωση των εκπομπών αμμωνίας από λιπάσματα ουρίας, οι αγρότες πρέπει να εφαρμόσουν πρακτικές όπως: γρήγορη ενσωμάτωση ουρίας στο έδαφος, ή έγχυση υγρής ουρίας στο έδαφος, η οποία μπορεί να μειώσει ακόμη περισσότερο τις εκπομπές αμμωνίας.
Βέβαια στις εκπομπές αερίων ρύπων από τη γεωργία, δεν υπολογίσθηκαν εκείνες οι οποίες προέρχονται από τα καυσαέρια των γεωργικών μηχανημάτων (για κατεργασία εδάφους, συγκομιδή κ.ά.), οι οποίες θεωρούνται σημαντικές.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα από την οργανική ουσία των καλλιεργουμένων εδαφών της Θεσσαλίας, καθώς και από την αποσύνθεση των φυτικών υπολειμμάτων των καλλιεργειών μετά τη συγκομιδή. Ο υπολογισμός του CO2, η οποία εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλίας από τις παραπάνω πηγές βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο επεξεργασίας. Σύντομα θα δημοσιεύσουμε τατελικά αποτελέσματα, τα οποία έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Πίνακας 1: Yπολογισμός εκπομπών (Ανατολική Θεσσαλία) για Ν2Ο και μετατροπή σε CO2eq
* Από τον Δρ Θεόδ. Καρυώτη, γεωπόνο-εδαφολόγο, συντ. τακτικό ερευνητή ΕΛΓΟ "ΔΗΜΗΤΡΑ"