Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου-δρος Ιστορίας Α.Π.Θ.
Τα «Νοεμβριανά» του 1916 όπως και τα «Δεκεμβριανά» του 1944 αποτελούν επεισόδια ενταγμένα στον κύκλο της ωμής βίας του εμφυλίου πολέμου, που σε αρκετές κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας έχει σημαδεύσει τους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων.
Ο όρος «Νοεμβριανά», με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο, υιοθετήθηκε για να περιγράψει τις εχθροπραξίες που εκτυλίχτηκαν κατά τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου του 1916 (οι προετοιμασίες τους είχαν ξεκινήσει νωρίτερα) ανάμεσα στους υποστηρικτές της κυβέρνησης Βενιζέλου (με ομάδα κρούσης τους άνδρες της Εθνικής Άμυνας) και εκείνους του βασιλιά Κωνσταντίνου (με επικεφαλής τους Επίστρατους) στην Αθήνα και στον Πειραιά αλλά και στις άλλες περιοχές της χώρας.
Είχε προηγηθεί η σφοδρή διαμάχη του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο εξαιτίας της διαφωνίας τους στο ζήτημα της συμπαράταξης της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ) που ευνοούσε ο Βενιζέλος ή των Κεντρικών Αυτοκρατοριών που προέκρινε ο Κωνσταντίνος.
Απόρροια της σύγκρουσης αυτής, που έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ήταν να οδηγηθούν σε παραίτηση δύο εκλεγμένες κυβερνήσεις του Βενιζέλου, ενώ αποκορύφωμά της ήταν η συγκρότηση «Προσωρινής Κυβέρνησης» από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη (16 Σεπτεμβρίου 1916), η οποία σφράγισε τη δυαρχία και το διαμελισμό της χώρας (στις λεγόμενες «Νέες Χώρες» κυβερνούσε ο Βενιζέλος, ενώ στην «Παλαιά Ελλάδα» ήταν κυρίαρχος ο Κωνσταντίνος, με εκτελεστικά όργανά του τις εκάστοτε διορισμένες από τον ίδιο κυβερνήσεις).
Οι βενιζελικοί απολάμβαναν την ένθερμη υποστήριξη των Γάλλων, Άγγλων, Ρώσων και Ιταλών που μέσω των πρεσβειών τους στην Αθήνα και των μυστικών υπηρεσιών εξύφαιναν την απομάκρυνση του βασιλιά και την οριστική επικράτηση του Βενιζέλου, ενώ ο Κωνσταντίνος «ενδεδυμένος το μανδύα της ουδετερότητας» ευνοούσε τις πολεμικές επιδιώξεις των Γερμανών.
Τα γεγονότα που περιγράφονται διαδραματίστηκαν από τα μέσα Νοεμβρίου του 1916 έως και τις πρώτες ημέρες του Δεκέμβρη. Στις 16 Νοεμβρίου 1916, λοιπόν, σε εφαρμογή της συμφωνίας που είχαν συνομολογήσει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τους Γάλλους, ο ναύαρχος Φουρνέ επέδωσε στην κυβέρνηση Σπυρίδωνα Λάμπρου διακοίνωση με την οποία η τελευταία καλούνταν να μετακινήσει το στρατό της στην Πελοπόννησο αποσύροντας και τις μονάδες που έδρευαν στη Θεσσαλία. Ταυτόχρονα οι Σύμμαχοι υποχρέωναν τη βασιλική κυβέρνηση να τους παραδώσει σημαντικές ποσότητες πολεμικού υλικού.
Η απάντηση του Λάμπρου στη συμμαχική διακοίνωση ήταν αρνητική, αλλά οι Αγγλογάλλοι επανήλθαν απαιτώντας την ικανοποίηση του αιτήματος που είχαν υποβάλει, έως την 1η Δεκεμβρίου. Στο μεταξύ, οι Επίστρατοι, που προέρχονταν από τις τάξεις των κατώτερων αξιωματικών του στρατού, λίγες ημέρες πριν εκπνεύσει το συμμαχικό τελεσίγραφο, είχαν αρχίσει να κινητοποιούνται στην Αθήνα, με σκοπό να αποτρέψουν την παράδοση του πολεμικού υλικού.
Το πρωινό της 1ης Δεκέμβρη, εκδηλώθηκαν εκατέρωθεν εχθρικές ενέργειες. Πυροβολισμοί, κροταλίσματα πυροβόλων ακούγονταν σε όλα τα μέτωπα που είχαν στρατοπεδεύσει συμμαχικά αγήματα (στο Ζάππειο, στο λόφο του Φιλοπάππου, στη Δάφνη, στο Ρουφ). Οι αγγλογαλλικές δυνάμεις ανταπέδιδαν τα πυρά, ενώ στους κεντρικούς δρόμους διεξάγονταν οδομαχίες. Κλίμα έντονης καχυποψίας δηλητηρίαζε τις σχέσεις των πολιτών, ώστε οι αντιβενιζελικοί «έβλεπαν» διαρκώς μπροστά τους πρωτοπαλίκαρα του Παύλου Γύπαρη, ενώ οι βενιζελικοί Επίστρατους και ομάδες παρακρατικών. Το μίσος και ο φανατισμός τους είχε κατακυριεύσει όλους.
Τελικά, μπροστά στο διαγραφόμενο κίνδυνο ενός μεγάλου μακελειού, αργά το βράδυ της 1ης προς τη 2α Δεκεμβρίου 1916 και μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, η ελληνική κυβέρνηση και οι πρεσβευτές της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Ιταλίας κατέληξαν σε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός. Η συμφωνία ισοδυναμούσε με πρόσκαιρη ήττα των συμμάχων.
Ωστόσο, παρά την ταπεινωτική απόσυρση του συμμαχικού αποβατικού σώματος μετά τη συμφωνία, η μανία για εκδίκηση που είχε καταλάβει και τις δύο πλευρές (κυρίως βέβαια τους αντιβενιζελικούς, που ήταν οι νικητές της στιγμής) δεν φάνηκε να καταλαγιάζει. Για τρεις τουλάχιστον ημέρες, το κέντρο της Αθήνας και οι συνοικίες γνώρισαν έκτροπα μοναδικής αγριότητας: πρόκληση ψυχολογικής βίας και σωματικών βλαβών, λεηλασίες περιουσίων, καταστροφές, διαπόμπευση «αντιφρονούντων» από τον αχαλίνωτο όχλο.
Το πολεμικό κλίμα των Αθηνών είχε μεταφερθεί τις ημέρες εκείνες και στη Λάρισα. Ο σύνδεσμος Επίστρατων της πόλης, με όργανό του την εφημερίδα «Πρόοδο», εκτόξευε απειλές εναντίον των βενιζελικών. Θύματα της εκδικητικότητάς τους ήταν κυρίως οι έμποροι της πόλης, ενώ σημαντικές οικονομικές συνέπειες υπέστησαν γιατροί και δικηγόροι, καθώς έχασαν σημαντικό κομμάτι της πελατείας τους. Στη Λάρισα σημειώθηκαν πάνω από τριάντα εγκλεισμοί βενιζελικών στη φυλακή. Επεισόδια άσκησης σωματικής και ψυχολογικής βίας, βανδαλισμοί και συλλήψεις παρατηρήθηκαν και στις άλλες θεσσαλικές πόλεις. Στο Βόλο μάλιστα καταγράφηκαν τέσσερις θάνατοι πολιτών.
Αλλά και μετά τη βίαιη απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου πουτελικά επέτυχαν οι Σύμμαχοι και την εγκατάσταση κυβέρνησης του ενιαίου πια ελληνικού κράτους υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1917, επαναλήφθηκαν ανάλογα επεισόδια ρεβανσισμού. «Στήθηκε» πάλι ένας ολόκληρος μηχανισμός καταστολής, ο οποίος προέβη σε εκκαθαρίσεις στο στρατό και τη δημόσια διοίκηση, σε βίαιες προσαγωγές σε δίκες, σε κατ’ οίκον εγκλεισμούς και άλλου είδους διώξεις.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να επουλωθούν οι πληγές του διχασμού που στιγμάτισαν την ελληνική κοινωνία και οι Έλληνες να πορευτούν ενωμένοι στα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στα δεινά της Κατοχής. Δυστυχώς, η ιστορική εμπειρία των επόμενων χρόνων απέδειξε ότι το πάθημα του εθνικού διχασμού δεν έγινε για τους Έλληνες μάθημα, καθώς ακολούθησε ο ολέθριος αδελφοκτόνος Εμφύλιος των ετών 1945-1949.