Τι πιο επίκαιρο να βρεθεί στα χέρια σου για την απόδοση τιμών σε όσους θυσιάστηκαν για την πατρίδα στο έπος του ‘40. Και πώς να αποδώσεις 75 ολόκληρα χρόνια μετά την καταγραφή του ημερολογίου ενός μαχητή της εποχής, του Λαρισαίου λοχία, Απόστολου Γ. Κωνσταντίνου, ο οποίος μέσα στα χαρακώματα καθόταν και σημείωνε το παραμικρό που συνέβαινε στις μάχες σε ένα τετράδιο κιτρινισμένο σήμερα από τον χρόνο. Καταγράφεις ό,τι μπορείς και προπάντων δεν τα πειράζεις. Έτσι όπως τα πέρασε στο χαρτί ένας ήρωας του ‘40.
Ο λοχίας Αποστόλης Γ. Κωνσταντίνου, σκοτώθηκε στη μάχη. Γεννήθηκε στη Λάρισα το έτος 1914 και παντρεύτηκε το 1939 ένα χρόνο πριν τον πόλεμο, την Σταυρούλα Κλημοπούλου, γνωστής οικογένειας του Βόλου. Όταν επιστρατεύτηκε τον Οκτώβριο του 1940, για να υπερασπιστεί την πατρίδα, η γυναίκα του ήταν έγκυος. Δεν γνώρισε ποτέ τον γιο του, ο οποίος και σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1958 σε ηλικία 18 ετών. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Βόλο μάνα και γιος ζούσαν με τους γονείς της. Στη Λάρισα διέμειναν στην οδό Κοραή 24. Σήμερα κατοικούν στη Λάρισα τα ανίψια του, οι οικογένειες Γιώργου Κραχτόπουλου (του πρώην προέδρου των εμπόρων ο οποίος και μας έδωσε το ημερολόγιο), Σωτηρίου Κραχτόπουλου και Θεοδώρας Αραμπατζή.
Το ημερολόγιο
29 Οκτωβρίου 1940 πρόσκλησις ηλικιών και κατάταξίς μου εις 4ον πεζικού και αναχώρισής μου διά θέσιν Γκιόλια πλησίον της Γεωργ. Σχολής Λαρίσης και παραμονή μου επί αντίσκοινου επί 5 ημέρας και επανειλημμένοι συναγερμοί και βομβαρδισμός της πόλεως Λαρίσης εις 4ον Πεζικόν. 3 Νοεμβρίου με αποστολή 180 ανδρών το εσπέρας ανεχώρησα διά Φλώρινα διά λόχου ασφαλείας Φλωρίνης και διά συρμού και με διάρκεια 30 ωρών έφθασα εις Φλώρινα στας 5 Νοεμβρίου πρωίας περνώντας από Σόροβιτς επί 7 ώρας τη νύχτα κοιμήθηκα χάμου με μια κουβέρτα και με πυρετό ίσως και 40.
5 Νοεμβρίου. Συναγερμός και επιδρομή εχθρικών αεροπλάνων εις Φλώρινα και ρίψις βομβών, μια δε εξ αυτών εκραγείσα περί τα 100 μέτρα πλησίον μου, μου εξαπέστειλε επάνω μου κομμάτια από χώμα και είχε κοπεί η αναπνοή μου νομίζοντας ότι πέφτει η βόμβα επάνω μου.
6 Νοεμβρίου. Επιδρομή αεροπλάνων τα οποία έρριψαν 25 βόμβας εις διάφορα σημεία της Φλωρίνης και με βολή μυδραλιοβόλων, μια βόμβα ριφθείσα εις λαχανόκηπον πλησίον των στρατώνων, όπου ήμουν και εγώ ξαπλωμένος, έπεσε πλησίον μου περί τα 15 μέτρα και δεν εξερράγη.
Εσπέρας 6ης Νοεμβρίου με 50 συναδέλφους μου εκ Λαρίσης μας αποστέλλουν εκ Φλωρίνης εις τον 33ον Συν/μα πεζικόν το οποίον ευρίσκετο εις τα Αλβανικά βουνά Βόρμια.
Διαδρομή από Φλώρινα
εις 33ον Σύνταγμα
Αναχώρησα εκ Φλωρίνης με τους 50 συναδέλφους μου την 7η νυχτερινήν ώραν και έφθασα εις δάσος Πισοδέρι την 1ην νυχτερινήν βαδίζοντας επί 6 ώρας και επί ανωμάλου εδάφους. Εκεί διανυκτέρευσα εις το δάσος με μια κουβέρτα και το πρωί είχε παγώσει η κουβέρτα και δεν ημπορούσα να την τυλίξω. Και με πορεία μιας ώρας έφθασα εις τον χωρίον Πισοδέρι όπου πέρασε η ημέρα κρυμμένοι κάτωθεν δένδρων. Το εσπέρας της 7ης Νοεμβρίου και περί ώραν 8ην νυχτερινήν ανεχώρησα διά χωρίον Σφίκα και με πορείαν 5 ωρών διανυκτέρευσα εις μίαν αγροικίαν.
8η Νοεμβρίου την πρωία με πορεία 2 ωρών διημηρεύσαμε σε ένα δάσος προ της Σφίκας λόγω αεροπλάνων και τη νύχτα της ιδίας ημέρας έφθασα εις χωρίον Σφίκα όπου κοιμήθηκα εις μίαν οικίαν, άναψα το τζάκι και στέγνωσα, διότι καθόλη την ημέρα εις το δάσος είχε βρεχθή από τα δέντρα και κατά τη διαδρομή για τη Σφίκα έβρεχε ραγδαία.
9η Νοεμβρίου με πορεία 5 ωρών και υπό χιόνας έφθασα τη νύχτα εις το σύνταγμα όπου χιονίζοντας διανυκτέρευσα τυλιγμένος με την κουβέρτα μου.
Από 9 Νοεμβρίου μέχρι 2 Δεκεμβρίου.
4 Δεκεμβρίου 1940. Είχαμε σταθμεύση σε ένα ύψωμα στο όρος Μοράβα και σε υψόμετρο 1.600 μέτρα. Έμπροσθέν μας εφαίνεται η Κοριτσά και όλος ο κάμπος της. Εχιόνιζε διαρκώς τα αντίσκηνα μας τα έδερνε η χιονοθύελλα και το κρύο ήταν ανυπόφορο, ο ύπνος μου ήταν κάτι άλλο παρά ύπνος. Διότι το κρύο και η ψείρα μου έκαναν να κινούμαι διαρκώς.
5 Δεκεμβρίου
Ήλθε διαταγή να φύγουμε για το μέτωπο, το βράδυ στις 6 ώρα ξεκινήσαμε και αφού περάσαμε την Κοριτσά φθάσαμε στις 3 η ώρα νυχτερινήν της 6ης Δεκεμβρίου σε ένα χωριό και σταθμεύσαμε και κοιμήθηκα έξω, η δε παγωνιά μου έκανε την κουβέρτα μου κόκαλο. Το τι υπέφερα δεν περιγράφεται.
Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου στις 6 1/2 η ώρα ξεκινήσαμε και έπρεπε να διασχίσουμε 45 χιλιόμετρα και να σταθμεύσουμε σε ένα χωριό. Στο δρόμο βαδίζοντας έμεινα πίσω λόγω της μεγάλης βροχής και από την κούραση ο δε πυρετός με έδερνε διαρκώς. Επίσης, και το βάρος του γυλιού τραβούσε τους ώμους μου προς τα κάτω. Έμειναν όμως πίσω και πολλοί άλλοι και τους άκουγα να βογκούν και να οδύρονται, αλλά δεν είχα δυνάμεις εγώ για να τους κάνω κάτι καλό, ακόμη και αυτοί ήτο συνάνθρωποί μου. Αφού σιγά - σιγά βάδιζα έχασε και τον σύντροφό μου με τον οποίον πάντα μαζί λέγαμε τον πόνον μας και μαζί ετρώγαμε και κοιμόμασταν. Βαδίζοντας τα μάτια μου έκλειναν και πολλές φορές κινδύνευσα να πέσω μέσα εις χαράδρας διότι ήτο σκοτάδι, η δε βροχή δεν έπαυε και τα ρούχα μου στάζαν. Εν τέλει δεν μπορούσα να αντέξω και έπεσα χάμω φορτωμένος όπως ήμουν. Το πρωί στις 7 η ώρα της 7ης Δεκεμβρίου κάποιος με σκούντηξε και μου είπε "σήκω λοχία, κάνε κουράγιο".
Εβρισκόμενος σε ένα χαντάκι και ήμουν ολόκληρος μέσα στο νερό και ακουμπισμένος στην όχθη του και το νερό περνούσε μέχρι τη μέση μου. Δυνάμεις δεν είχα να σηκωθώ και έμεινα περίπου άλλες 2 ώρες. Αι δυνάμεις μου μου έλεγαν ότι σε λίγο θα πέθαινα εκεί ξεχνώντας όλο τον κόσμο. Για μια στιγμή θυμήθηκα την αγαπημένη μου γυναίκα, τότε κάτι μέσα μου, πρέπει να ζήσω για αυτή και το παιδί μου.
Αυτή η μεγάλη μου αγάπη και το λατρευτό μου παιδί με περιμένουν να γυρίσω πίσω αυτοί νοσταλγούν για μένα. Πρέπει να βάλω μεγάλες δυνάμεις για να σηκωθώ και για να ζήσω για αυτούς και τους προσφιλείς μου. Τότε λοιπόν η δύναμις της μακρινής μου αγάπης "η γυναικούλα μου", μου έδωσε δυνάμεις και σηκώθηκα και αφού έβγαλα τη φωτογραφία της γυναίκας μου τη φίλησα και άρχισα να βαδίζω προς συνάντησιν του συντάγματος. Και πάλι έβρεχε διαρκώς, τα ρούχα μου έσταζαν και τα πόδια μου είχαν φουσκώσει από το νερό και με ενοχλούσαν και δεν ημπορούσα να βαδίζω, για αυτό και εγώ έβγαλα τα άρβυλα και βάδιζα με τις κάλτσες. Αφού βάδισα μέχρι και το μεσημέρι της 7ης Δεκεμβρίου έπεσα πάλι κάτω από τον πυρετό. Ναι αλλά πάλι έπρεπε να ζήσω, τώρα πια το μυαλό μου δεν έφευγε από τη γυναικούλα μου και από το παιδί μου που δεν το είχε ειδή και κλαίγοντας σηκώθηκα πάλι και αφού ερώτησα πού στάθμευσε το σύνταγμα από τους άλλους μου έδειξαν το χωριό το οποίο φαινόταν και στις 2 μ.μ. έφθασα στο χωριό. Ο φίλος μου νόμισε ότι προπορευόμουν και για αυτό βάδισε και έφθασε το σύνταγμα πιο ενωρίτερα και αφού έμαθε ότι δεν ήλθα με επερίμενε. Αφού συναντηθήκαμε και τρέξαμε στα διάφορα σπίτια για να εύρουμε κατάλυμα αλλά 5 χιλιάδες στρατός είχε προλάβει και έφθασε στα σπίτια και τους στάβλους και αχυρώνες. Κοιτάξαμε σε έναν στάβλον και είδα μουλάρια και όνους. Λέγω ότι αυτά δεν πεθαίνουν αν μείνουν έξω και τα βγάλαμε με τον σύντροφό μου έξω παρόλες τις φωνές του Αλβανού μας έλεγε σκα - σκα αλλά ποιος τον άκουγε σε αυτήν την κατάσταση που ήμουν και λίγο τόλμησα να σηκώσω το όπλο μου να τον χτυπήσω με τον υποκόπανο αν δεν έπαυε. Στρώσαμε ένα παχύ στρώμα από καλαμιές καλαμποκιού και άναψα φωτιά και στεγνώσαμε και κοιμήθηκα κάπως ζεσταμένος. Και το πρωί σηκώθηκα κάπως καλύτερα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή ήμουν νηστικός και ο λόχος λόγω του καιρού δεν έφερνε τρόφιμα. Τώρα με δέρνει η πείνα και λέγω τον Αλβανό όσα ήξερε λίγα ελληνικά να τον πληρώσω να μου δώσει 2 κότες όπου είχε καμιά 25αριά και μερικά αυγά που τα έβλεπα στο κοτέτσι δίπλα στο στάβλο που ήμουν αλλά δεν μου έδινε, τότε αναγκάστηκα και πήρα μόνος μου 2 κότες και 5 αυγά και αφού τα ψήσαμε με τον σύντροφό μου φάγαμε σπουδαία.
8 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι 10 Δεκεμβρίου παραμείναμε εκεί αυτές τις δύο ημέρες λόγω του επιπεσούντος χιόνος δεν έγινε μεταφορά τροφίμων και έτρωγα καλαμπόκια ψημένα και ευχαριστούσα τον Θεό και βρέθηκαν και αυτά στο χωριό το οποία έβλεπα από μια τρύπα ενός σπιτιού.
10 Δεκεμβρίου 1940
Στις 5 το βράδυ φύγαμε και με πορεία 11 ωρών φθάσαμε σε ένα ποτάμι και κατασκηνώσαμε. Στο δρόμο εχιόνιζε διαρκώς και πολλές φορές μη βλέποντας τη νύχτα έπεφτα χάμω γλιστρώντας από το χιόνι, αι δυνάμεις μου ήταν σταθερές και νηστικός μου τα εδυνάμωνε, οι διαρκείς σκέψεις μου και έφθασα εκεί στο ποτάμι δίχως να πάθω τίποτα. Κοιμήθηκα στο αντίσκηνο και τα νερά περνούσαν πάλι από κάτω και τις δύο ώρες που κοιμήθηκα είχα παγώσει από το κρύο, η δε πείνα μου είχε θερίσει.
11 Δεκεμβρίου 1940
Ολην την ημέραν παραμείναμε εκεί και έβρεχε διαρκώς και το μεσημέρι μας δώσαν 1/4 της κουραμάνας (100 δρ. ψωμί) και 5 δράμια κασέρι και έφαγα λίγο και μας είπαν να σταματούμε γιατι το βράδυ θα φεύγαμε, αυτό μας έκανε να μη διορθώσουμε το αντίσκηνο ούτε να στρώσουμε και μερικά κλαριά αλλά με το να φύγουμε αυτό πέρασε όλη νύχτα δίχως να φύγουμε και μείναμε καθισμένοι χάμω στο αντίσκηνο και με μια κουβέρτα τυλιγμένος.
12 Δεκεμβρίου 1940
Το μεσημέρι στις 12 φύγαμε και με πορεία 9 ωρών φθάσαμε σε ένα χωριό. Το χιόνι έπεφτε διαρκώς και βαδίζαμε σε υψόμετρο 1.900 μ. και το κρύο με θέριζε καθώς και η πείνα, αι δυνάμεις μου δεν υπήρχαν πια, τα πόδια βούλιαζαν στο χιόνι και πάνω από τα γόνατα και τα δάχτυλα των ποδιών είχαν πάθει από την ψύξη καθ΄ότι εκάθησα σε ένα μέρος για να ξεκουραστώ, αλλά αυτό μου έκανε για να παγώσω. "Θάνατος" έπρεπε να βαδίζω συνεχώς, ναι αλλά δυνάμεις; Πείνα; εντούτοις όμως έκανα μία μεγάλη προσπάθεια και έφθασα στο χωριό και βρήκα μια στέγη και πέρασα τη νύκτα όρθιος γιατί ήταν γεμάτη η αποθήκη αυτή από συναδέλφους. Είχα ένα ζεύγος κάλτσες στεγνό και άλλαξα και τρόμαξαν να ζεσταθούν τα πόδια μου.
13 Δεκεμβρίου 1940
Τα βουνά αυτά που είμεθα ήταν καλυμμένα από χιόνια, βγήκα λίγο έξω για να γεμίσω το παγούρι μου νερό, και συνάντησα έναν Λαρισαίο και αφού του είπα τα παθήματά μου μου έδωσε μισή γαλέτα και την έφαγα. Τι να σε κάνει όμως 02,5 δράμια ψωμί ύστερα από τόσες ημέρες νηστείας; Το μεσημέρι έβρασε ο λόχος πατάτες και μας έδωσε από μια πατάτα και έφαγα, την υπόλοιπη ημέρα την πέρασα νηστικός και το βράδυ κοιμηθήκαμε ο ένας επάνω στον άλλον.
14 Δεκεμβρίου 1940
Το πρωί μας δώσαν ζωμό και ένα νοστιμότατο κρέας βόδι και το μεσημέρι 1/2 κουραμά και το βράδυ μία κουβέρτα, ο ύπνος ήταν ο ίδιος, επάνω στον άλλον, δεν κοιμήθηκα καθόλου.
15 Δεκεμβρίου 1940
Ήρθε διαταγή να προχωρήσουμε και κατά τις 10 π.μ. φύγαμε και φθάσαμε σε ένα χωριό 45 σπίτια και επειδή ήτο γεμάτα στρατό δεν σταματήσαμε στα χωράφια τα οποία είχαν 50 πόντους χιόνι. Το βράδυ έκανε ένα κρύο και τα δάχτυλα των ποδιών μου είχαν παγώσει και δεν μπορούσα να τα κουνήσω, το τι υπέφερα αυτήν την νύκτα δεν ημπορώ να το γράψω, κι όμως το μαρτύριο της νυκτός αυτής δεν θα είχα την τύχη να τι υποφέρω αν δεν αγαπούσα τη γυναίκα μου και δεν πονούσα το παιδί μου, διότι σαν θα ευρισκόμουν πριν πολλού για να μαρτυρήσω σ' αυτήν την νύκτα.
Γράμματα δεν μπορώ να στείλω γιατί δεν υπάρχει συγκοινωνία ούτε και να λάβω, ούτε τρόφιμα υπάρχουν να φέρουν και μέναμε νηστικοί.
16 Δεκεμβρίου 1940
Μείναμε πάλι εδώ το κρύο ήταν περισσότερο και εγώ από την πείνα κρυώνω πιο πολύ και οι ψείρες είναι τόσες πολλές στο σώμα και βάζω το χέρι στο λαιμό και πιάνω 2-3.
17 Δεκεμβρίου 1940
Ιδια ημέρα, χιονίζει, και το χιόνι έχει γεμίσει το αντίσκηνο εγώ από κάτω κλαίω την μοίρα μου, η οποία με έρριξε εδώ στα αλβανικά βουνά. Σήμερα εξαιρετικά κλαίω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πεινώ, δεν έχω τσιγάρο να παρηγορηθώ, σκέφτομαι τη γυναίκα μου και το παιδί μου, πώς περνούν χωρίς τον μπαμπά, σκέφτομαι τον γρήγορο εκείνον χωρισμό της λευτεριάς. Το πρωί στις 29 Οκτωβρίου που άφησα άθελά μου τη γυναίκα μου τώρα βρίσκομαι σε τέτοια θέση.
18 Δεκεμβρίου 1940
Μαθαίνω ότι τα μεταγωγικά έχασαν έναν σάκκο γράμματα, μέσα εις το οποίον θα ήτο και δικά μου και μου έκαναν πάλι να κλαίω σαν μικρό παιδί. Σήμερα ευτυχώς μας έδωσαν ψωμί και φασόλια, και φάγαμε καλά αλλά το ψωμί το έφαγα όλο αλλά έπρεπε να περάσω και το βράδυ. Εχει ο θεός για το βράδυ. Ο καιρός ίδιος και πολύ χειρότερος. Είθε να μπορέσω να γυρίσω στο σπίτι μου δίχως να πάθω κακό.
19 Δεκεμβρίου 1940
Μείναμε πάλι στο χωριό το οποίο ευρίσκεται στην Κλεισούρα.
Μου ανέθεσαν επικεφαλής 30 ανδρών για να πάω πίσω στο χωριό για να αφήσω άρμα για τον λόχο. Στον δρόμο έπεσα πολλές φορές μέσα σε χαράδρες. Το ψωμί που φέρνουν κάθε ημέρα μας πέφτει από 150 δράμα και υποφέρω από την πείνα.
20 Δεκεμβρίου 1940
Έδωσα επιστολή στον ταχυδρόμο ύστερα από τόσες ημέρες. Σήμερα έχω εξαντληθεί, δεν ημπορώ να σηκώσω τα πόδια μου, τα μάτια μου έχω χωθεί βαθιά μέσα από την πείνα, μας έδωσαν σήμερα (μία γαλέτα) και 5 δρ. τυρί.
21 Δεκεμβρίου 1/4 κουραμάνας 22 Δεκεμβρίου 1/4 κουραμάνας 23 Δεκεμβρίου, φύγαμε για την πρώτη γραμμή δίχως να μας δώσουν καθόλου ψωμί και από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί της 24ης Δεκεμβρίου αλλά, φυσικά, λόγω της πείνας είμεθα καταβεβλημένοι, μας άφησαν σε ένα βουνό προ του μετώπου και σήμερα 25 Δεκεμβρίου Χριστούγεννα, μείναμε δίχως να φάμε τίποτα και τούτο γιατί τα μεσάνυχτα λόγω του καιρού δεν ημπορώ να πω και ψοφούν στο δρόμο. Είμαι εις άθλιαν κατάστασιν από την πείνα - αυτό το σημείο δεν έχει ούτε νερό το οποίον είναι 2 ώρες να πας και να έλθεις και επειδή είμαι εξαντλημένος δεν ημπορώ να πάω αλλά ευτυχώς έχω λίγο και πίνω από μια γουλιά.
Ημέρα Χριστουγέννων, δίχως ψωμί και πεθαμένος από την κούραση. Το τι είμαι δεν χρειάζεται να τα γράψω. Τα ξέχασα και όλη νύχτα πήρα γράμματα: ένα από τη γυναικούλα μου και άλλα δύο από το σπίτι και από τη μανούλα και χάρηκα πάρα πολύ. Ύστερα από αυτή τη χαρά μας δώσαν και ένα κομμάτι ψωμί το βράδυ και 1/4 κουραμάνας, έκαναν σούπα και έφαγα.
29 Δεκεμβρίου: Φύγαμε απόγευμα και επιστρέψαμε στην πρώτη γραμμή μας, αφού καταλάβαμε τας θέσεις μας περιμέναμε να μας φέρουν ψωμί αλλά εις μάτην και μας είπαν ότι σήμερα το πρωί θα γίνει επίθεσις για να καταλάβουμε τα έμπροσθέν μας υψώματα της Κλεισούρας.
30 Δεκεμβρίου. Στις 6 η ώρα άρχισε η επίθεσις και καταλάβαμε τα υψώματά μας.
31 Δεκεμβρίου. Είναι παραμονή νέου έτους. Είναι ημέρα επέτειος του γάμου μου. Σήμερα με την αγαπημένη μου γυναικούλα και με το παιδί μας θα εορτάζαμε την επέτειο του γάμου μας. Σήμερα, ενώ άλλοι έπαιζαν πόκα για να ιδούν την τύχη τους στον καινούριο χρόνο, εγώ έπαιξα πόκα την ζωήν μου.
Κατά τις 6 1/2 το πρωί μας λένε, αφού προηγουμένως είχαμε ετοιμασθεί ότι θα κάνουμε επίθεση για να καταλάβουμε το έμπροσθέν μας ύψωμα 1.200 υψόμετρο και ότι θα έχουμε τον κύριο ρόλο της μάχης, εμείς ενώ στην προηγούμενη επίθεση προχωρούσαμε πλαγίως, αλλά τώρα κατά μέτωπον. Ξεκινήσαμε στις 7 π.μ. και προχωρούσαμε κατά του εχθρού. Για μια στιγμή δεχόμεθα πυρά πολυβόλων και καθήσαμε χάμω, μετά προχωρούσαμε, με άλματα οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μου οι οβίδες πέφταν κοντά μου - προχωρώντας φτάσαμε εγώ με την ομάδα μου (15 άνδρες) πλησίον του εχθρού 10 μέτρων, ήταν η κορυφή του υψώματος και βλέπαμε τα πολυβόλα τους κατά σειράν και να ρίχνουν συνεχώς και δίπλα μου έβλεπα τους συνανθρώπους μου να πέφτουν νεκροί και άλλοι τραυματίες να φωνάζουν τη βοήθειά μου. Δεν ημπορούσα όμως να τους σώσω και οπισθοχώρησα εγώ και τρεις άλλοι, όμως οι άλλοι μείναν εκεί.
Μόλις οπισθοχώρησα, βλέπω τη διμοιρία μου και το λοχαγό με τα πιστόλια στα χέρια να μου λέει ότι πρέπει να σπάσει αυτό το μέρος και τότε όλη η διμοιρία μας διατάζουν να κάνουμε και άλλη επίθεση επί όπλου λόγχη ήτις και αυτοί αποκρούονται από τον εχθρό με πολλά θύματα. Εκεί τα άλλα τμήματα περιμέναν εμάς να φθάσουμε αυτή τη γραμμή για να προχωρήσουν και αυτά αλλά αφού δεν ησπάσθη και με τρίτη επίθεση γυρίσαμε πίσω στον προηγούμενο λόφο με μεγάλας απώλειας του τάγματός μου - φαίνεται ο Αγιος Βασίλειος με βοήθησε και σώθηκα από βέβαιο θάνατο. Είχε τύχη μέχρις στιγμής η γυναικούλα μου και το παιδί μου για να σωθώ.
1 Ιανουαρίου 1941
Μείναμε στις θέσεις μας και φάγαμε αρκετά καλά από ψωμί και φαγητό 18 σύκα 2 Ιανουαρίου 1941 Και πάλι στις θέσεις μας, αλλά οι όλμοι του εχθρού μας βάζουν διαρκώς μας ρίχνουν επάνω στο ύψωμα που έχουμε. Τα πτώματα είναι από τις οβίδες καθώς οι τραυματίες. Παντού πτώματα. Τους βλέπω και ραγίζεται η καρδιά μου. Και παρακαλώ τον Θεό να μην πάθω και εγώ τα ίδια.
3 Ιανουαρίου 1941.Καθ΄ όλη τη νύχτα μέσα στο χαράκωμα και έβρεχε διαρκώς. 6 Ιανουαρίου. Φύγαμε και πάμε για τη γραμμή του μετώπου και φθάσαμε στο στενό της Κλεισούρας, διότι αύριο θα είναι γενική επίθεση.
7 Ιανουαρίου 1941 Πιάσαμε τις θέσεις μας.
Εφονεύθη!
Το ημερολόγιο του Απόστολου Κωνσταντίνου κλείνει λίγο αργότερα ο Αριστ. Παρασκευάς, μετέπειτα υπάλληλος του δήμου Λαρισαίων, λοχίας του 33 Σ.Π. Τάγματος 9ου λόχου εκ Λαρίσης:
*14 Ιανουαρίου 1941 ημέρα Τρίτη και ώρα 1η μεσημβρινή εφονεύθη βληθείς υπό βλήματος όλμου εις την οσφυϊκή χώραν ή αλλαχού, διά μικρών μωλώπων ο λοχίας Κωνσταντίνου Απόστολος. Ο θάνατός του επήλθεν ακαριαίως, μη δυνηθείς να εκφράσει ουδεμίαν λέξιν ή επιθυμίαν. Θέσις ενθα εφονεύθη είναι τα υψώματα του χωρίου του αλβανικού ΡΟΝΤΕΝ εις μακράν επίθεσιν του 9ου λόχου εξ ού ανήκεν. Εις μεν τον αγαπητόν φίλον συμμαθητήν και συμπατριώτην ευχόμεθα όπως η ψυχή του καταταγεί μετα των αγίων και δικαίων αφού ιερός ήταν ο υπέρ της πατρίδος θάνατος του και δε στους προσφιλείς γονείς, αδελφούς, αξιολάτρευτον σύντροφον και εις το μικρό μπέμπη που τόσον λαχταριστά ομιλούσε αναμένοντας τη γρήγορη επάνοδο, εκφράζουμε την εξ ύψους παρηγορίαν.
Αριστ. Α. Παρασκευάς
λοχίας 33 Σ.Π.
ΙΙΙ Τάγματος 9ου Λόχου
εν Λαρίση
21η Φεβρουαρίου 1941