Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Συνεχίζεται η περιήγηση στα κτίρια γύρω από την Κεντρική Πλατεία της Λάρισας κατά την προπολεμική περίοδο. Σήμερα θα περιγραφούν τα κτίρια της νότιας πλευράς, με οδηγό το σχέδιο που φιλοτέχνησε ο αρχιτέκτονας Βασίλης Τσολάκης, αρχίζοντας από αριστερά.
--Στη νοτιοανατολική γωνία των οδών Κούμα και Μ. Αλεξάνδρου υπήρχε προπολεμικά το φαρμακείο του Γ. Παπαζήση και εν συνεχεία του Δ. Επιτρόπου. Αργότερα στο κτίριο αυτό στεγάσθηκε το εστιατόριο «Ερμής», το οποίο λειτούργησε και μεταπολεμικά. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι τα καλοκαίρια ο ιδιοκτήτης του, εκτός από την αυλή έβγαζε τραπεζάκια και στο πεζοδρόμιο επί της οδού Κούμα, μπροστά από το περιτείχισμα των ερειπωμένων τότε Δικαστηρίων, εκεί περίπου όπου την ημέρα λειτουργούσαν τα υπαίθρια ανθοπωλεία.
--Το επόμενο κτίριο ήταν τα Δικαστήρια. Αποτελούνταν από τρεις επιμήκεις εφαπτόμενες πτέρυγες και άρχισε να κτίζεται επί τουρκοκρατίας το 1873 από την Χριστιανική Κοινότητα Λαρίσης, αλλά ολοκληρώθηκε το 1883 από την ελληνική κυβέρνηση και αρχικά στέγασε το Διδασκαλείο. Μέσα στο 1905 όμως, έπειτα από την μεγάλη πυρκαγιά που αποτέφρωσε το Δικαστικό Μέγαρο που βρισκόταν μέσα στον χώρο της Κεντρικής Πλατείας, μεταφέρθηκαν σ’ αυτό οι δικαστικές υπηρεσίες. Εδώ παρέμειναν μέχρι τον σεισμό του 1941, ο οποίος σχεδόν ισοπέδωσε ολόκληρο το οίκημα. Μεταπολεμικά το οικόπεδο των Δικαστηρίων είχε γεμίσει με πρόχειρα παραπήγματα και στρατιωτικά τόλς (κυματοειδείς τοξωτές σιδερένιες κατασκευές) που στέγαζαν προσκόπους, το τοπικό παράρτημα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες. Στις 30 Οκτωβρίου 1966 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του σημερινού Δικαστικού Μεγάρου και επί επταετίας στις 29 Ιουνίου 1972 εγκαινιάσθηκε.
--Σε επαφή με την αυλή των Δικαστηρίων βρισκόταν ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο που έμεινε γνωστό στους Λαρισαίους ως «Παλλάδιον» από το καφεζαχαροπλαστείο που λειτούργησε κάποια στιγμή προπολεμικά στο ισόγειο. Κτίστηκε από τον Κώστα Κατσαούνη[1] στις αρχές του 20ου αιώνα και το ισόγειο στέγασε κατά καιρούς διάφορα καταστήματα, ενώ στον επάνω όροφο ήταν για πολλά χρόνια εγκατεστημένη η Διοίκηση της Μεραρχίας Ιππικού, της οποίας πρώτος διοικητής στη Λάρισα ήταν ο στρατηγός Δελαγραμμάτικας και κατόπιν ο στρατάρχης Παπάγος.Τον Ιούνιο του 1917 από τον κεντρικό εξώστη του κτιρίου αυτού χαιρέτισε το συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία ο Γάλλος στρατηγός της Αντάντ Sarrail. Αργότερα ο όροφος αυτός είχε και άλλες χρήσεις.
--Δίπλα του υπήρχε από τη δεκαετία του 1900 απλό διώροφο κτίριο, το οποίο γύρω στα 1920 αγοράσθηκε από την Εμπορική Τράπεζα με προορισμό να στεγάσει το τοπικό υποκατάστημά της, γι’ αυτό και δέχθηκε εξωτερικά τουλάχιστον σημαντικές βελτιώσεις. Προστέθηκαν στον όροφο νεοκλασικά στοιχεία και ψηλά στην πρόσοψη υπήρχε κτισμένο στηθαίο, στολισμένο με κεραμικά αντικείμενα και έφερε την επιγραφή ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
--Στη συνέχεια βρισκόταν το ψηλότερο και επιβλητικότερο κτίριο της Κεντρικής Πλατείας, το «Πανελλήνιον», το οποίο κτίσθηκε σε οικόπεδο που είχαν αγοράσει οι αδελφοί Αθανάσιος και Δημήτριος Μποσινιώτη από τον Νικ. Καραστεργίου[2]. Ο θεμέλιος λίθος του νέου μεγάρου τέθηκε το 1908.Όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, όλο το οικοδόμημα αποτελούνταν από υπερυψωμένο υπόγειο και ακολουθούσε το ισόγειο, το οποίο έφερε στην πρόσοψη πέντε μεγάλα ανοίγματα. Τα τέσσερα απ’ αυτά αντιστοιχούσαν στο κατάστημα, ενώ το πέμπτο αποτελούσε την είσοδο για τους επάνω δύο ορόφους. Το ισόγειο αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους ιδιοκτήτες αδελφούς Μποσινιώτη και στη συνέχεια από τους αδελφούς Λαγαρία ως Ζυθοπωλείο και καφεζαχαροπλαστείο. Το 1919 ανέλαβε τη διαχείριση ο επιχειρηματίας Κωνσταντίνος Πάλτσος, έκανε στο εσωτερικό του σημαντικές αλλαγές και το μετονόμασε σε «Ντορέ». Χάρη στην πολυτελή του εμφάνιση συγκέντρωνε όλη την καλή κοινωνία της Λάρισας. Αξιοποίησε μέρος της μεγάλης αυλής και κατασκεύασε αίθουσα θεάτρου, η οποία γνώρισε μεγάλες δόξες. Γύρω στα 1930 τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο Μήτσος Βρεττόπουλος και άλλαξε την ονομασία του σε «Πανελλήνιον». Το 1937 αποχώρησε ο Βρεττόπουλος και τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο Μήτσος Γάβρος. Οι δύο όροφοι χρησιμοποιήθηκαν από τους αδελφούς Μποσινιώτη ως ξενοδοχείο με το όνομα «Πανελλήνιον», αλλά το 1917 παρεχώρησαν την διεύθυνση στους αδελφούς Μίχου[3]. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου θεωρείτο το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της πόλης και σ’ αυτό κατέλυσαν κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και του καλλιτεχνικού κόσμου. Οι συμφορές του 1941 έπληξαν σοβαρά το κτίριο. Ο τελευταίος όροφος καταστράφηκε και γκρεμίσθηκε. Έτσι το ξενοδοχείο σταμάτησε να λειτουργεί και μετά τον πόλεμο ουσιαστικά λειτούργησε με επιτυχία μόνον το ισόγειο σαν καφενείο «Πανελλήνιον» μέχρι τον Απρίλιο του 1976 οπότε και κατεδαφίσθηκε για να ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή.
--Στη γωνία Κούμα και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου σήμερα) βρισκόταν πάντα ένα ισόγειο κατάστημα, το οποίο λειτούργησε σαν ζαχαροπλαστείο με διάφορες ονομασίες. Μεταπολεμικά ονομαζόταν «Γαλλικόν».
--Στην απέναντι γωνία Ίωνος Δραγούμη και Ακροπόλεως, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Δημαρχιακό Μέγαρο, βρισκόταν προπολεμικά η οικία Γεωργίου Νικόδημου, η οποία κτίσθηκε, όπως τα περισσότερα από τα κτίρια της Κεντρικής Πλατείας Θέμιδος, κατά τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Ήταν διώροφο και στέγασε προπολεμικά για πολλά χρόνια τη Νομαρχία. Ο ιδιοκτήτης δώρισε το κτίριο στον Δήμο και με την αγορά της διπλανής κατοικίας του ιατρού και πρώην δημάρχου Κωνσταντίνου Βλάχου, κτίσθηκε επί δημαρχίας Χατζηγιάννη το σημερινό Δημαρχιακό μέγαρο.
[1]. Ο Κώστας Κατσαούνης, ήταν μεγαλοκτηματίας. Εκτός από το οίκημα που στέγαζε το «Παλλάδιον», ήταν ιδιοκτήτης του κτιρίου όπου επί χρόνια βρίσκονταν τα γραφεία της Μητροπόλεως Λαρίσης, στην ανηφόρα της οδού Παπαναστασίου προς το Φρούριο, πάνω από το καταχωνιασμένο τότε αρχαίο θέατρο. Στην ιδιοκτησία του είχε και άλλα σαράντα περίπου καταστήματα στην οδό Βενιζέλου και Ανδρούτσου. Επίσης δικό του ήταν και το παγοποιείο στη δεξιά όχθη του Πηνειού στα Ταμπάκικα (Αμπελόκηποι), καθώς και μια υδραντλία που βρισκόταν δεξιά από την έξοδο της γέφυρας, προς το Αλκαζάρ, από την οποία αντλούσαν το νερό του Πηνειούκαι το πωλούσαν στα σπίτια.
[2].Ο Καραστεργίου ήταν δικηγόρος και το αρχοντικό του διασώζονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε καλή κατάσταση στη γωνία Παναγούλη και Παπακυριαζή, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κατάστημα “Interspor”.
[3]. Ζιαζιάς Γεώργιος, Η Λάρισα από την απελευθέρωση μέχρι το 1950, Λάρισα (2004) σελ. 87.
ΦΩΤ. 1: Τα κτίρια της νότιας πλευράς της Κεντρικής Πλατείας.
Σχέδιο του αρχιτέκτονα-μηχανικού Βασιλείου Τσολάκη
ΦΩΤ. 2: Μέρος των κτιρίων της νότιας πλευράς της Κεντρικής Πλατείας, όπως ήταν γύρω στα 1915.