Της Ευαγγελίας Σταμέλου, Αρχαιολόγου ΙΓ΄Ε.Π.Κ.Α.
Στο λόφο Καστράκι και στη γύρω περιοχή, κοντά στο σημερινό χωριό Σέσκλο αναπτύχθηκε ένας από τους σπουδαιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Ελλάδας και της Ευρώπης, που έδωσε το όνομά του σε μία ολόκληρη φάση της Νεολιθικής Εποχής στη Θεσσαλία. Κατοικήθηκε από την αρχή της Νεολιθικής Εποχής (7η χιλιετία π.Χ.) μέχρι και τη Μέση Εποχή του Χαλκού (2η χιλιετία π.Χ.). Ωστόσο, γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του στην 6η χιλιετία π.Χ., κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο. Τα χαρακτηριστικά της τοποθεσίας πληρούν όλα τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία οι πρώτοι κάτοικοι επέλεγαν τις θέσεις της εγκατάστασής τους: βρίσκεται ανάμεσα σε βαθιά εποχικά ρέματα, που εξασφαλίζουν την αφθονία νερού, κοντά σε επίπεδες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και σε ψηλότερους λόφους και όχι μακριά από τη θάλασσα. Η επιτυχία στην επιλογή της θέσης αποδεικνύεται και από τη μεγάλη διάρκεια ζωής του προϊστορικού οικισμού.
Τα αρχιτεκτονικά ερείπια της Μέσης Νεολιθικής περιόδου καταλαμβάνουν την περιοχή του λόφου (γνωστή ως « Ακρόπολη» ή Σέσκλο Α), καθώς και την ομαλή πλαγιά στα Ν.Δ. (Σέσκλο Β). Πρόκειται για έναν μεγάλο και οργανωμένο οικισμό που εκτείνεται σε χώρο 100 στρεμμάτων τουλάχιστον.
Ο οικισμός καταστρέφεται από φωτιά στο τέλος της Μέσης Νεολιθικής περιόδου και εγκαταλείπεται για 500 περίπου χρόνια. Ξανακατοικείται στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο μόνο στην « Ακρόπολη» .
Στη Μέση Εποχή του Χαλκού χρονολογούνται οι κιβωτιόσχημοι τάφοι που έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία, ανάμεσα στα ερείπια του νεολιθικού οικισμού.
Επειδή η νεολιθική κατοίκηση πάνω στο λόφο (Σέσκλο Α) καλύπτει όλη τη διάρκεια της περιόδου, ενώ η περιοχή του Σέσκλου Β κατοικείται μόνο κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο, οι επιχώσεις στο Σέσκλο Α έχουν πάχος οκτώ μέτρα, ενώ στο Σέσκλο Β τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα εμφανίζονται πολύ επιφανειακά.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Τα ερείπια του οικισμού εντοπίσθηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα και οι πρώτες ανασκαφές έγιναν πάνω στο λόφο Καστράκι το 1901-1902 από τον Χρήστο Τσούντα, ο οποίος δημοσίευσε υποδειγματικά τα πορίσματα των ανασκαφών αυτών στο βιβλίο του « Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου» (1908).
Αργότερα, από το 1956 ως το 1968, νέες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη, οι οποίες έδειξαν την ύπαρξη μιας Προκεραμικής φάσης στο Σέσκλο (κάτι που έχει, ωστόσο, αμφισβητηθεί πρόσφατα), ενώ ερευνήθηκαν παράλληλα η στρωματογραφία και η αρχιτεκτονική οργάνωση της « Ακρόπολης» (Σέσκλο Α).
Η συνεχής κατοίκηση σε ένα χώρο έχει ως αποτέλεσμα, με το πέρασμα των αιώνων, τη δημιουργία επάλληλων στρωμάτων στο έδαφος, κάθε ένα από τα οποία αντιπροσωπεύει μια φάση κατοίκησης. Το σύνολο των επάλληλων αυτών αρχαιολογικών στρωμάτων αποτελεί τη « στρωματογραφία», όπως ονομάζεται, του οικισμού, η μελέτη της οποίας αποτελεί βασικό εργαλείο για τους αρχαιολόγους, για την κατανόηση της ιστορίας του χώρου που ερευνάται.
Καθώς ο οικισμός του Σέσκλου Α κατοικήθηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου ως και τη Μέση Εποχή Χαλκού, κατά την ανασκαφή διαπιστώθηκαν επάλληλα αρχαιολογικά στρώματα.
Η μελέτη της στρωματογραφίας από το Δ.Ρ. Θεοχάρη βοήθησε στην καθιέρωση της διαίρεσης της Νεολιθικής περιόδου σε 3 υποπεριόδους: την Αρχαιότερη, τη Μέση και τη Νεότερη, ενώ απέδειξε την ομαλή μετάβαση από την Αρχαιότερη στη Μέση Νεολιθική και έδωσε πλήθος νέου υλικού για την Αρχαιότερη Νεολιθική, που μέχρι τότε ήταν σχεδόν άγνωστη στον ελλαδικό χώρο.
Ένα τμήμα από τη στρωματογραφία αυτή, που είχε πάχος οκτώ μέτρα, έχει μεταφερθεί στο «Αθανασάκειο» Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, όπου μπορεί κανείς να διαπιστώσει τα επάλληλα αρχαιολογικά στρώματα που αντιπροσωπεύουν όλες τις φάσεις κατοίκησης του χώρου. Δίπλα της, και σε αντιστοιχία με τα διάφορα στρώματα, έχουν τοποθετηθεί χαρακτηριστικά δείγματα κεραμικής που δείχνουν την εξέλιξη της διακόσμησης των πήλινων αγγείων στις διάφορες φάσεις της Νεολιθικής εποχής.
Από το 1971 ως το 1977 συνεχίστηκαν οι ανασκαφές του Δ.Ρ. Θεοχάρη κυρίως στο Σέσκλο Β και απέδειξαν ότι το Σέσκλο ήταν ένας εκτεταμένος οικισμός που καταλάμβανε όλη την έκταση γύρω από τον οικισμό που ο Τσούντας ονόμασε « Ακρόπολη», ήδη από τις αρχές της Αρχαιότερης Νεολιθικής. Συνολικά, με τις ανασκαφές του Θεοχάρη, αποδείχθηκε ότι ο οικισμός της Μέσης Νεολιθικής εκτεινόταν πάνω στο λόφο (« Ακρόπολη», Σέσκλο Α) και ακόμα στο χώρο γύρω από το λόφο (Σέσκλο Β, Γ, Δ, Ε). Ανάμεσα στα σπίτια έξω από το λόφο θα υπήρχαν ασφαλώς χωράφια και εργαστήρια. Μετά το θάνατό του Θεοχάρη, οι ανασκαφές συνεχίστηκαν για μικρό διάστημα από τον καθηγητή Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ. Κ. Κωτσάκη (1981, 1983).
Την τελευταία εικοσαετία, η ΙΓ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκει ο αρχαιολογικός χώρος, εκτελεί σωστικές ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή και επεμβάσεις στερέωσης των ερειπίων του νεολιθικού οικισμού. Στα πλαίσια των Β΄ και Γ΄ Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ευθύνη της αρχαιολόγου Β. Αδρύμη-Σισμάνη, έγιναν εργασίες ανάδειξης και διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου: κατασκευάστηκε το νέο φυλάκιο-εκδοτήριο εισιτηρίων με το χώρο ενημέρωσης των επισκεπτών και δημιουργήθηκαν οι αρχαιολογικές διαδρομές μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Ιδιαίτερα σημαντικό έργο είναι η στερέωση του άνω και κάτω πρανούς του λόφου, καθώς το ρέμα Σωληνάρι είχε προκαλέσει διάβρωση στο τμήμα αυτό του οικισμού ήδη από την αρχαιότητα. Επίσης, στερεώθηκαν και αναστηλώθηκαν όλα τα λίθινα θεμέλια του νεολιθικού οικισμού, τόσο στο Σέσκλο Α, όσο και στο Σέσκλο Β.
Η μελλοντική έρευνα στο χώρο είναι βέβαιο ότι έχει να προσφέρει πολύ περισσότερες πληροφορίες, που θα συμβάλουν σημαντικά στην προσπάθεια ανασύνθεσης της ζωής των νεολιθικών ανθρώπων σε υλικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο.
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΝΕΟΛΙΘΙΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Τα βασικά κριτήρια επιλογής της συγκεκριμένης θέσης ως χώρου κατοίκησης από τους νεολιθικούς κατοίκους της διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό ως σήμερα. Το τοπίο είναι εντυπωσιακό με τις εμφανείς αλλουβιακές αποθέσεις απ’ όπου οι κάτοικοι του Σέσκλου προμηθεύονταν τον πηλό για την κατασκευή πλιθιών και αγγείων. Την αρχή της Νεολιθικής εποχής χαρακτηρίζει η μετάβαση από την τροφοσυλλογή και το κυνήγι στην αγροτική οικονομία, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας και κατά συνέπεια τη μόνιμη εγκατάσταση. Επιλέγονται, λοιπόν, θέσεις σε λοφώδεις περιοχές με πρόσβαση σε πεδιάδες κατάλληλες για καλλιέργεια, κυρίως σιτηρών, και σε εκτάσεις πρόσφορες για κτηνοτροφία. Τα δυο ρέματα που διατρέχουν ακόμα και σήμερα το λόφο από τα βόρεια και τα νότια, ήταν επίσης πρωταρχικό στοιχείο για την επιλογή της θέσης, αφού εξασφάλιζαν το νερό.
Τα περισσότερα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που είναι σήμερα ορατά πάνω στην « Ακρόπολη» ανήκουν στη Μέση Νεολιθική περίοδο (6η χιλιετία) που είναι και η εποχή ακμής του οικισμού. Από την αρχή της Νεολιθικής περιόδου (μέσα 7ης χιλιετίας π.Χ.), οπότε και εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα μόνιμης εγκατάστασης, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ελλειψοειδή ορύγματα της βάσης των πρώτων καλυβών που κατασκεύαζαν οι νεολιθικοί άνθρωποι με κλαδιά και πηλό. Τα κατάλοιπα αυτά εντοπίζονται στο Σέσκλο Γ που βρίσκεται στα βόρεια του λόφου και δεν είναι ορατά, λόγω του φθαρτού τους χαρακτήρα.
Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, ο οικισμός σταδιακά επεκτάθηκε σε μεγαλύτερη έκταση. Τα κτίσματα έγιναν τετράπλευρα, κτισμένα με πλίνθινους τοίχους και ξύλα, ενώ κάποια απ’ αυτά είχαν λιθόκτιστα θεμέλια.
Κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο, όμως, τα σπίτια κατασκευάζονται πλέον με πιο ανθεκτικά υλικά, όπως η πέτρα και ο πηλός, και ήταν τετράγωνα ή ορθογώνια, με ένα συνήθως δωμάτιο. Τα θεμέλια ήταν λιθόκτιστα και οι τοίχοι χτίζονταν με ωμά πλιθιά, που πρόσφεραν στους ενοίκους συνθήκες καλής διαμονής, αφού είναι ιδιαίτερα μονωτικά. Κατασκευάζονταν από πηλό, που υπήρχε σε αφθονία στη γύρω περιοχή, και με άχυρο ή μαλλί αιγοπροβάτων. Η στέγη κατασκευαζόταν από ξύλα και καλάμια, ήταν συνήθως δίρριχτη ή τετράρριχτη, ανάλογα με το μέγεθος του σπιτιού, και καλυπτόταν εξωτερικά με στρώσεις από πηλό. Στη στέγη άφηναν μια τρύπα για να βγαίνει ο καπνός από την εστία. Στο τέλος, σοβάτιζαν όλο το σπίτι με λεπτό στρώμα πηλού και συχνά έβαφαν με χρώμα τους εξωτερικούς τοίχους. Όλα τα σπίτια μοιάζουν μεταξύ τους και σε κανένα δεν διακρίνουμε στοιχεία που να πιστοποιούν μια κοινωνική διαφοροποίηση. Στο εσωτερικό τους σώζονται εστίες, μικρές αποθηκευτικές εγκαταστάσεις, χώροι προετοιμασίας της τροφής και χώροι ύπνου. Η μεγαλύτερη μονόχωρη οικία του οικισμού κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο είναι η « Οικία 50», που μεταξύ άλλων διατηρεί ένα αξιοσημείωτο γνώρισμα: στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν οι κάτοικοι του σπιτιού το δυτικό τοίχο από τα νερά της βροχής που κυλούσαν στο κεκλιμένο επίπεδο του παρακείμενου δρόμου, τοποθέτησαν λίθινους ορθοστάτες, όρθια δηλαδή τοποθετημένες μεγάλες πλάκες, στη βάση του τοίχου, στη χαμηλότερη γωνία του.
Στο Σέσκλο Α, τα σπίτια χτίζονται και ανοικοδομούνται στην ίδια θέση κι έτσι σταδιακά δημιουργείται ένας γήλοφος, η γνωστή « μαγούλα», ενώ έχουν όλα περίπου τον ίδιο προσανατολισμό. Το μέγεθός τους ποικίλει από 20 ως 70 τ.μ. Στενά δρομάκια ανάμεσά τους, σχηματίζουν σε ορισμένα σημεία πλατείες.
Αντίθετα, στο Σέσκλο Β τα σπίτια εκτείνονται οριζόντια, μοιράζονται τοίχους μεταξύ τους και έχουν κοινόχρηστους χώρους.
Τόσο στο εσωτερικό των σπιτιών, όσο και σε εξωτερικούς χώρους δίπλα σ’ αυτά, υπήρχαν διάφορες κατασκευές για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών, όπως εστίες, φούρνοι, αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι. Το γεγονός ότι κάθε σπίτι διέθετε δικούς του αποθηκευτικούς και εργαστηριακούς χώρους υποδεικνύει ότι κάθε οικογένεια είχε κάποιο βαθμό αυτονομίας στην εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών.
Συνολικά, βρέθηκαν 22 πλήρη νοικοκυριά και 12 τμηματικά.
Πολύτιμες πληροφορίες για τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της ανωδομής των νεολιθικών οικιών αντλούμε από τα πήλινα ομοιώματα σπιτιών (που έχουν βρεθεί σε ανασκαφές άλλων νεολιθικών οικισμών), καθώς στο χώρο σήμερα σώζονται μόνο τα λιθόκτιστα θεμέλια. Τα ομοιώματα αυτά είναι αυθεντικά έργα των νεολιθικών κατοίκων του οικισμού και εκτίθενται στο « Αθανασάκειο» Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, στην αίθουσα του Νεολιθικού Πολιτισμού. Μπροστά από το Αρχαιολογικό Μουσείο, στο πάρκο του Αναύρου, μπορεί να δει κανείς μια σύγχρονη αναπαράσταση νεολιθικών σπιτιών.
Σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων του οικισμού έπαιζε η φωτιά, όχι μόνο επειδή είναι πολύτιμη πηγή θέρμανσης, φωτισμού και προστασίας από τα άγρια ζώα, αλλά και γιατί ήταν απαραίτητη σε πολλές από τις καθημερινές τους εργασίες, όπως το μαγείρεμα, το ψήσιμο των αγγείων και άλλων πήλινων αντικειμένων και η κατασκευή εργαλείων. Θεσμοί όπως αυτός της οικογένειας θεωρείται ότι έχουν τις ρίζες τους σε αυτή την εποχή: ο ρόλος της εστίας γύρω από την οποία συγκεντρώνονταν οι ένοικοι ενός σπιτιού για να συζητήσουν και να ανταλλάξουν εμπειρίες είναι καταλυτικός στον τομέα αυτό. Την ευρεία χρήση της φωτιάς στον οικισμό επιβεβαιώνουν τα ευρήματα της ανασκαφής, όπως οι εστίες στο εσωτερικό των σπιτιών, τα κάρβουνα, οι στάχτες, καμένα εργαλεία και καμένοι πηλοί.
Μέσα στα νεολιθικά σπίτια βρέθηκαν διάφορα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος, κατασκευασμένα από πέτρα, πηλό, κόκαλο και ξύλο: Λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μαχαιριών, βελών, αλλά και πιο σύνθετων εργαλείων όπως τα δρεπάνια. Ο οψιανός έρχεται από τη Μήλο και η επεξεργασία του γινόταν στο Σέσκλο. Ο πυριτόλιθος προέρχεται μάλλον από την Πίνδο. Βρέθηκαν επίσης λίθινες αξίνες, πελέκεις και σμίλες, εργαλεία χρήσιμα για την κοπή των δέντρων, την επεξεργασία του ξύλου και των δερμάτων και τις γεωργικές εργασίες, οπείς, βελόνες, σπάτουλες, λειαντήρες και αγκίστρια από κόκαλο και κέρατο καθώς και πήλινα εργαλεία υφαντικής, όπως σφονδύλια, υφαντικά βάρη και πηνία που αποδεικνύουν ότι οι νεολιθικοί κάτοικοι του Σέσκλου κατασκεύαζαν ρούχα και σκεπάσματα. Αποδείξεις ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι επιδίδονταν στη καλαθοπλεκτική αποτελούν άλλωστε και τα αποτυπώματα ψάθας που έχουν βρεθεί πάνω σε πηλό. Οι λίθινοι τριπτήρες αποδεικνύουν τη δραστηριότητα του αλέσματος των σιτηρών, ενώ βρέθηκαν και συγκεντρώσεις σιτηρών και οσπρίων που είναι αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της καλλιέργειας.
Σημαντική είναι η παρουσία μια ιδιαίτερης κατηγορίας αντικειμένων, των ειδωλίων, που κατασκευάζονται από πηλό και πέτρα. Οι νεολιθικοί κάτοικοι του Σέσκλου έφτιαχναν ειδώλια ανθρώπων, ζώων, αλλά και μικρογραφίες αντικειμένων. Πολλές θεωρίες έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί αναφορικά με τη χρήση των ειδωλίων, ένα θέμα που παραμένει ακόμα ανοιχτό στην έρευνα. Το βέβαιο είναι ότι τα ειδώλια δηλώνουν την ανάγκη του νεολιθικού ανθρώπου να εκφραστεί και μας βοηθούν να αντιληφθούμε τους προβληματισμούς του σχετικά με τη διαιώνιση του είδους, τους κοινωνικούς δεσμούς, τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και την καθημερινή ζωή.
Οι πολυάριθμες πήλινες και λίθινες σφραγίδες, αποτελούν άλλη μια κατηγορία αντικειμένων, των οποίων η ακριβής χρήση είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Έχει προταθεί η χρήση τους για τη διακόσμηση του ανθρώπινου σώματος, δερμάτων και υφασμάτων, τη δήλωση ιδιοκτησίας του σφραγισμένου αντικειμένου ή ακόμα και τη μετάδοση μηνυμάτων. Καθώς δεν σώζεται ίχνος τους σε άφθαρτη ύλη, η χρήση των σφραγίδων από τους νεολιθικούς ανθρώπους αποτελεί ένα ακόμα ανοιχτό για την έρευνα θέμα.
« ΜΕΓΑΡΟΕΙΔΕΣ» ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ
Ένα πολύ ενδιαφέρον οικοδόμημα, που ανήκει επίσης στη Μέση Νεολιθική περίοδο, είναι το ονομαζόμενο «μεγαροειδές» οικοδόμημα. Ονομάστηκε έτσι γιατί αρχιτεκτονικά έχει τη μορφή των «μεγάρων», των σπιτιών δηλαδή που δεν ήταν μονόχωρα, αλλά είχαν δυο δωμάτια, χτίζονταν σε κεντρική θέση στον οικισμό και είχαν μεγαλύτερες διαστάσεις από τα υπόλοιπα σπίτια του οικισμού.
Ο τύπος αυτός των σπιτιών εμφανίζεται στους νεολιθικούς οικισμούς κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο, ωστόσο το «μεγαροειδές» οικοδόμημα του Σέσκλου χρονολογείται στη Μέση Νεολιθική περίοδο και δεν χτίστηκε εξαρχής με τη μορφή που το βλέπουμε σήμερα. Η μορφή του είναι το αθροιστικό αποτέλεσμα των φάσεων οικοδόμησής του και της βαθμιαίας προσαρμογής του στις οικιστικές ανάγκες του συγκεκριμένου νοικοκυριού.
Αρχικά είχε ένα μόνο ευρύχωρο τετράπλευρο δωμάτιο με την είσοδο στο δυτικό τοίχο. Όταν αυτό καταστράφηκε, το νέο σπίτι χτίστηκε πάνω στα λείψανα των παλαιότερων τοίχων. Συγχρόνως, διαίρεσαν το δωμάτιο σε δυο με ένα μεσότοιχο που είχε άνοιγμα για να επικοινωνούν τα δυο δωμάτια μεταξύ τους. Όταν και αυτή η οικία καταστράφηκε, μια τρίτη χτίστηκε πάνω στα ερείπια της προηγούμενης. Τότε προστέθηκαν και οι παραστάδες που προστατεύουν την είσοδο του σπιτιού στα νότια.
Το τελικό μέγεθος της οικίας είναι 42 τ.μ., χωρίς να υπολογιστούν οι εξωτερικές παραστάδες, που έχουν μήκος περίπου 2,5μ. Δεν γνωρίζουμε το ακριβές ύψος που είχε η οικία, ούτε αν είχε παράθυρα.
Ο Δ. Θεοχάρης είχε διαπιστώσει την ύπαρξη πλακοστρωμένης αυλής στην πρόσοψη της οικίας, ενώ στην αντίθετη πλευρά του σπιτιού, ένας μακρύς τοίχος με μικρά ανοίγματα κατά διαστήματα, σχημάτιζε ένα είδος εσωτερικού περιβόλου.
Το «μεγαροειδές» οικοδόμημα, με τις τρεις επάλληλες αρχιτεκτονικές φάσεις, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της συνήθειας των νεολιθικών ανθρώπων να κατασκευάζουν τα σπίτια τους πάνω στα ερείπια των προηγούμενων, όταν αυτά καταστρέφονταν, στη μακρόχρονη πορεία ζωής του οικισμού.
« ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΑ»
Ένα ακόμη οίκημα της Μέσης Νεολιθικής που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην « Ακρόπολη» του Σέσκλου είναι η ονομαζόμενη « Οικία του Κεραμέα» .
Οφείλει την ονομασία του στον πρώτο ανασκαφέα Χρ. Τσούντα, που το χαρακτήρισε « κεραμεικόν εργαστήριον», επειδή στο εσωτερικό του διατηρήθηκαν στη θέση τους πολλά αγγεία λόγω της ξαφνικής καταστροφής του από φωτιά, αν και σήμερα η ερμηνεία αυτή για τη χρήση του χώρου δεν ισχύει πια. Η «Οικία του Κεραμέα» έχει έτσι αποκτήσει κεντρική σημασία για την αποκατάσταση της ιστορίας του οικισμού και ιδιαίτερα του τέλους της Μέσης Νεολιθικής περιόδου, της οποίας θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα.
Στην οικία αυτή έχουν διαπιστωθεί δυο κύριες φάσεις, που χρονολογικά τοποθετούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο.
Στην πρώτη φάση, ήταν ένα απλό, τετράγωνο κτίσμα με δάπεδο από κίτρινο πηλό και λίθινες πλάκες μεσαίου μεγέθους. Η είσοδός του βρισκόταν στο δυτικό τοίχο, που οδηγούσε και σε μια στεγασμένη αυλή στα δυτικά. Στη 2η φάση, έγινε ανακατασκευή μεγάλης κλίμακας: η αυλή διαμορφώθηκε σε χωριστή οικία, ενώ το ίδιο το οίκημα μεγάλωσε σε μήκος και απέκτησε δύο δωμάτια που χωρίζονταν με ένα μεσότοιχο. Το βόρειο δωμάτιο περιείχε αποθηκευτικούς χώρους και αγγεία στη θέση τους, ενώ το νότιο περιείχε κατασκευές για την προετοιμασία της τροφής και άλλες οικοτεχνικές δραστηριότητες. Η είσοδός του ανοίχτηκε στη 2η φάση στον ανατολικό τοίχο.
Αξιοσημείωτο αρχιτεκτονικό στοιχείο της οικίας αυτής αποτελούν οι τρεις αντιρήδες στο βόρειο τοίχο που χωρίζουν τη βόρεια πλευρά του οικήματος σε 3 ισομήκη σχεδόν τμήματα και θεωρείται πως στήριζαν ένα ξύλινο πατάρι. Σε αρκετό ύψος διατηρείται η επάλειψη των αντιρήδων και του τοίχου ενδιάμεσά τους με αλλεπάλληλα στρώματα από πηλό, που ψήθηκαν από την ισχυρή φωτιά που κατέστρεψε το σπίτι, αποδεικνύουν, όμως, ότι κατά καιρούς γίνονταν στο σπίτι επισκευές και ανακαινίσεις.
Τα πήλινα αγγεία που βρέθηκαν στη θέση τους στο βόρειο δωμάτιο, είναι χαρακτηριστικά δείγματα της αγγειοπλαστικής και της αγγειογραφίας της Μέσης Νεολιθικής περιόδου και αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των σχημάτων και των διακοσμητικών μοτίβων, που συχνά είναι εμπνευσμένα από την υφαντική και την καλαθοπλεκτική.
Στον οικισμό του Σέσκλου έχει αποδοθεί μια συγκεκριμένη κεραμική κατηγορία με βάση κυρίως τη διακόσμηση των αγγείων. H κατηγορία αυτή, γνωστή ως κεραμική του «Πολιτισμού του Σέσκλου», περιλαμβάνει αγγεία με γραπτή διακόσμηση αποτελούμενη από κόκκινα βαθμιδωτά ή αβακωτά κοσμήματα και γραμμές ζιγκ-ζαγκ πάνω σε ανοιχτόχρωμο φόντο. Αργότερα, εμφανίζονται κόκκινα φλογόσχημα κοσμήματα πάνω σε λευκό φόντο.
Τα πήλινα νεολιθικά αγγεία είναι όλα χειροποίητα, κατασκευάζονταν δηλαδή με τα χέρια χωρίς μηχανική βοήθεια, καθώς η χρήση του κεραμικού τροχού δεν ήταν ακόμα γνωστή. Ο κεραμικός τροχός εισάγεται πολύ αργότερα, στην Εποχή του Χαλκού. Η κατασκευή πήλινων αγγείων και σκευών είναι ένα ακόμα επίτευγμα της Νεολιθικής Εποχής που σχετίζεται με τη μόνιμη εγκατάσταση και σηματοδοτεί μια πρόοδο στην ανθρώπινη σκέψη.
ΜΕΓΑΡΟ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ
Ο οικισμός του Σέσκλου καταστράφηκε από φωτιά προς το τέλος της 6ης χιλιετίας π.Χ. (τέλος Μ.Ν. περιόδου) και ερημώθηκε για περισσότερο από 500 χρόνια. Η περιοχή ξανακατοικήθηκε κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο μόνο πάνω στην « Ακρόπολη» (Σέσκλο Α). Την περίοδο αυτή χτίζεται στο ψηλότερο σημείο της « Ακρόπολης» το « Μέγαρο» που έχει εμβαδόν 150 τ.μ.
Το μνημείο ανασκάφηκε από τον Χρ. Τσούντα στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα οίκημα που αποτελείται από πρόδομο, κυρίως δωμάτιο και θάλαμο. Περιβαλλόταν από ένα μεγάλο λιθόκτιστο περίβολο, τμήμα του οποίου είναι σήμερα ορατό δυτικά της «Οικίας του Κεραμέα» . Γύρω απ' αυτόν τον κεντρικό πυρήνα διατάσσονταν τα υπόλοιπα σπίτια του οικισμού.
Το οικοδόμημα έχει προσανατολισμό Ανατολή-Δύση και η είσοδός του βρίσκεται στα δυτικά. Στο κυρίως δωμάτιο βρέθηκε στο πήλινο δάπεδο τετράπλευρη εστία κατασκευασμένη από πηλό. Τρεις κωνικές οπές στο μέσον του δωματίου μαρτυρούν τους ξύλινους πασσάλους που στήριζαν τη στέγη που είχε μεγάλο άνοιγμα και είναι ευνόητο ότι είχε ανάγκη από υποστυλώματα. Την απαραίτητη ξυλεία προμηθεύονταν οι νεολιθικοί κάτοικοι του οικισμού ασφαλώς από τη γύρω περιοχή που ήταν δασωμένη πυκνά, κυρίως με δρυς. Δυο μικρές λίθινες κατασκευές ελλειπτικού σχήματος στη Β.Δ. γωνία του θαλάμου σχετίζονται με τις διάφορες δραστηριότητες του σπιτιού που αναφέρονται στην προετοιμασία της τροφής.
Ολόκληρη η Ν.Α. πλευρά της αυλής γύρω από το «Μέγαρο», καθώς και ένα τμήμα του «Μεγάρου» έχουν καταρρεύσει στο παρακείμενο ρεύμα, ωστόσο το οικοδόμημα αυτό παραμένει το πιο εντυπωσιακό της Νεολιθικής Εποχής σ' ολόκληρη τη Θεσσαλία.
Παραδείγματα παρόμοιων μεγάρων σε οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής έχουν ανασκαφεί στο Διμήνι, την Αγία Σοφία στη Λάρισα και αλλού. Η σύνδεση των μεγάρων με την κατοικία του άρχοντα του οικισμού είναι μια άποψη που σήμερα δεν υποστηρίζεται πλέον από τους νεότερους ερευνητές. Θεωρούνται κυρίως ως κατοικίες μιας μεγάλης γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας, που άρχισε πιθανόν να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες οικογένειες του οικισμού κατά το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, περίοδος κατά την οποία τοποθετείται η εμφάνιση των μετάλλων που οδήγησε σταδιακά στην κοινωνική διαφοροποίηση.
ΠΕΡΙΒΟΛΟΙ
Κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο, όταν στο κεντρικότερο σημείο του οικισμού χτίζεται το μέγαρο, ένας μεγάλος λίθινος περίβολος περιέβαλε το σπίτι αυτό, διαμορφώνοντας έτσι έναν κεντρικό πυρήνα γύρω από τον οποίο διατάσσονταν τα υπόλοιπα σπίτια του οικισμού.
Μεγάλο τμήμα του περιβόλου αυτού είναι σήμερα ορατό δυτικά της «Οικίας του Κεραμέα». Ο περίβολος είναι κατασκευασμένος από αργούς, αδούλευτους δηλαδή, λίθους, χωρίς συνδετικό υλικό.
Η παρουσία περιβόλων στους νεολιθικούς οικισμούς κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, που στην περιοχή μας είναι γνωστό και από άλλες θέσεις, με σημαντικότερη εκείνη του νεολιθικού οικισμού του Διμηνίου, με τους έξι ομόκεντρους περιβόλους γύρω από το λόφο.
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει σχετικά με τη χρήση τους. Ο πρώτος ανασκαφέας Χρ. Τσούντας, με βάση τα λιγοστά δεδομένα εκείνης της εποχής, ερμήνευσε τους περιβόλους, τόσο στο Σέσκλο, όσο και στο Διμήνι, ως αμυντικούς και ισχυρίστηκε ότι οι οικισμοί αυτοί αποτελούσαν οχυρωμένες ακροπόλεις.
Ωστόσο, μεταγενέστεροι ερευνητές αμφισβήτησαν την οχυρωματική λειτουργία των περιβόλων στους νεολιθικούς οικισμούς. Ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης πρότεινε την ερμηνεία τους ως χωροταξικών στοιχείων του οικισμού, αμφισβητώντας την ύπαρξη κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών κατά τη Νεολιθική Εποχή που να ευνοούν την ανάπτυξη εχθροπραξιών μεταξύ των γεωργοκτηνοτροφικών νεολιθικών κοινωνιών.
Δεν μπορεί κανείς, ωστόσο, να αμφισβητήσει ότι οι περίβολοι πρόσφεραν προστασία στους ενοίκους, ενώ συγχρόνως οριοθετούσαν και την περιοχή εντός της οποίας αναπτυσσόταν ο οικισμός.
Στον οικισμό του Σέσκλου, άλλωστε, έχει προταθεί από τον Χρ. Τσούντα η ύπαρξη οχυρωματικών περιβόλων ήδη από τη Μέση Νεολιθική περίοδο. Οι τοίχοι στους οποίους αναφερόταν, όμως, θεωρούνται σήμερα «αναλημματικοί», εξυπηρετούσαν δηλαδή την αντιστήριξη της πλαγιάς του γηλόφου πάνω στον οποίο χτίστηκαν τα σπίτια του οικισμού.
Το χώμα κρύβει ακόμα μυστικά και εκπλήξεις στο Σέσκλο. Η μελλοντική έρευνα στο χώρο είναι βέβαιο ότι έχει να προσφέρει πολλά στη συναρπαστική προσπάθεια ανασύνθεσης της ζωής των νεολιθικών ανθρώπων, να λύσει απορίες και να δημιουργήσει καινούριες…