Ποια είναι η ταυτότητα της νεότερης ελληνικής ποίησης και πώς μπορούμε να περιγράψουμε τους βασικούς σταθμούς της; Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου, είναι μια ευκαιρία για περιηγηθούμε στην περιοχή μιας τέχνης με μακρά προϊστορία στη χώρα μας. Σημαδεμένοι από τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να ενεργήσει ως μια ριζικά ανανεωτική και ζωογόνος δύναμη, καθώς και πρόθυμοι να μιλήσουν με μια σαφώς χαμηλόφωνη γλώσσα, πολλοί από τους μεταπολεμικούς ποιητές (από το 1950 και ύστερα: Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Δημήτρης Δούκαρης, Πάνος Θασίτης, Μιχάλης Κατσαρός, Κλείτος Κύρου, Θανάσης Κωσταβάρας, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, Γιώργης Παυλόπουλος, Τάκης Σινόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου, Βασίλης Καραβίτης, Βύρων Λεοντάρης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μάριος Μαρκίδης, Πρόδρομος Μάρκογλου, Τόλης Νικηφόρου) δεν θα διστάσουν να εξισώσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών της.
Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά θα σχηματιστούν κι άλλες, εντελώς διαφορετικές τάσεις: από τις φωνές του υπαρξιακής, της μεταφυσικής και της ερωτικής αγωνίας (Σταύρος Βαβούρης, Όλγα Βότση, Γιώργος Γεραλής, Μηνάς Δημάκης, Άρης Δικταίος, Νίκος Καρούζος, Ανδρέας Αγγελάκης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ορέστης Αλεξάκης, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Θωμάς Γκόρπας, Ζέφη Δαράκη, Κική Δημουλά, Μάνος Ελευθερίου, Χρίστος Λάσκαρης, Μάρκος Μέσκος, Τάσος Πορφύρης, Αμαλία Τσακνιά, Σπύρος Τσακνιάς, Ντίνος Χριστιανόπουλος) και τον καθαρό λυρισμό (Τάκης Βαρβιτσιώτης) ώς την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής (Ελένη Βακαλό, Ε. Χ. Γονατάς, Νίκος Φωκάς) ή τις διάφορες υπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες (Μαντώ Αραβαντινού, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Γιώργος Λίκος, Δ. Π. Παπαδίτσας, Μίλτος Σαχτούρης, Τάσος Δενέγρης).
ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄70
Οι ποιητές που θα κάνουν το ντεμπούτο τους στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή κατά τη δεκαετία του 1970 θα επιδείξουν στα πρώτα βήματα της πορείας τους μιαν απορριπτική διάθεση έναντι των πάντων – μια διάθεση ενταγμένη σ΄ ένα κλίμα συνεχούς οργής και ανυποχώρητης επιθετικότητας. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας με τις απανωτές του στρεβλώσεις, αλλά και οι απόηχοι των διεθνών κινημάτων κατά της ιδεολογίας της ευμάρειας (από τα συνθήματα του γαλλικού Μάη του 1968 ως τις κινητοποιήσεις της Νέας Αριστεράς στα αμερικανικά πανεπιστήμια) θα υπαγορεύσουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση τους. Με αδιαμεσολάβητο, σχεδόν προφορικό λόγο, οι ποιητές αυτής της γενιάς θα συναντηθούν με τις πολλαπλές ανησυχίες των συνοδοιπόρων τους στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Εν συνεχεία, όμως, και όσο θα βαδίζουν προς την ωριμότητα, οι ποιητές της γενιάς του 1970 θα εγκαταλείψουν την οποιαδήποτε συλλογική ανησυχία, αποκαλύπτοντας ένα τοπίο εντελώς διαφορετικό από εκείνο που θα επικρατήσει στις νεανικές τους αναζητήσεις. Κινούμενοι σε μια μακρά γραμμή επιδράσεων (από Ρεμπώ, Ουίτμαν, Πάουντ, Κέρουακ, Κόρσο και Γκίνσμπεργκ μέχρι Πρεβέρ, Έλιοτ και Πλαθ), οι ποιητές της γενιάς του 1970 θα εξακολουθήσουν καταρχάς να στρέφονται (αν και ήδη με έναν πολύ εξατομικευμένο τρόπο) στον κοινωνικό τους περίγυρο. Ένας περίγυρος που άλλοτε θα αποτυπωθεί στην ποιητική συνείδηση μέσω μιας σειράς παραμορφωμένων προσώπων και σκηνικών (Γιάννης Κοντός), άλλοτε θα προσλάβει τη μορφή μιας μελαγχολικής περιπλάνησης στη μεγαλούπολη (Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιώργος Χρονάς) και άλλοτε θα βρει την έκφρασή του σε μιαν εσκεμμένα κοφτερή και ταυτοχρόνως αναιδή γλώσσα (Γιάννης Καρατζόγλου, Γιάννης Πατίλης, Λευτέρης Πούλιος).
Κάποια μνήμη του συλλογικού θα συντηρηθεί και διαμέσου της προσφυγής στην ανάταση της γενέθλιας υπαίθρου (Μιχάλης Γκανάς). Από αυτό το σημείο και πέρα, ωστόσο, θα κυριαρχήσει η πλήρης εσωστρέφεια: με την περιπλάνηση στο εσωτερικό του ποιητικού εργαστηρίου (Δημοσθένης Αγραφιώτης, Νάσος Βαγενάς, Γιώργος Βέλτσος, Διονύσης Καψάλης, Δημήτρης Καλοκύρης, Χριστόφορος Λιοντάκης), με την εξύμνηση της σιωπής, της απουσίας και του κενού (Αλέξανδρος Ίσαρης, Αναστάσης Βιστωνίτης, Αλέξης Τραϊανός), με την αποθέωση του αισθησιακού ερωτισμού (Γιώργος Κ. Καραβασίλης), με την ταύτιση γυναικείου φύλου και φύσης (Τζένη Μαστοράκη, Αθηνά Παπαδάκη. Άντεια Φραντζή, Δήμητρα Χριστοδούλου), με τα παιχνίδια της γλώσσας, με τα μικρά, καθημερινά δράματα (Μαρία Λαϊνά), με την εικονογραφία της αστικής παρακμής (Γιάννης Βαρβέρης) ή με τις εκλεπτυσμένες παρατηρήσεις στις οποίες μας υποβάλλει το βλέμμα του αισθητισμού (Κώστας Μαυρουδής). Κι ας μην παραλείψουμε σε μια τέτοια τροχιά τις τερατώδεις μορφές του ανθρώπινου σώματος (Κώστας Γ. Παπαγεωργίου) ή την κατάδυση στον κόσμο των αρχετύπων και της φιλοσοφικής ενατένισης (Μανώλης Πρατικάκης, Αντώνης Φωστιέρης, Γιάννης Υφαντής).
ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄80
Με πολύ πιο έντονη την αίσθηση του κλειστού χώρου, οι ποιητές που θα ανέβουν στο προσκήνιο κατά τη δεκαετία του 1980, δεν θα διστάσουν να διακηρύξουν σε όλους τους τόνους τη μοναξιά και το προσωπικό τους αδιέξοδο, για να καταλήξουν σταδιακά σ΄ ένα σχεδόν ανεξέλεγκτο άγχος της καθημερινής ύπαρξης. Ο καθείς και τα όπλα του σε μια γενιά που όταν θέλει κατ’ εξαίρεσιν να κρατήσει κάτι από την εικόνα του συλλογικού δεν μπορεί παρά να το πράξει πολύ διακριτικά και έμμεσα: χρησιμοποιώντας το επίγραμμα και τα βιβλικά σύμβολα (Τάσος Καπερνάρος), αναζητώντας τη μυθολογία της στην αθωότητα του φυσικού περιβάλλοντος και στη μοίρα των κοινωνικά παραμερισμένων (Βαγγέλης Κάσσος) ή κατανοώντας τον περίγυρο μέσα από τις συγκεχυμένες αντανακλάσεις του σ΄έναν μονίμως ραγισμένο καθρέφτη (Παντελής Μπουκάλας). Στους αντίποδες αυτής της λογικής θα αναπτυχθεί μια ποίηση της μινιατούρας: η συρρίκνωση του κόσμου σε μια χαρακτηριστική του λεπτομέρεια ή σε μια παντελώς τυχαία στιγμή του (Γιώργος Κοζίας, Γιάννης Τζανετάκης, Θάνος Σταθόπουλος).
Η συνέχεια της διαδρομής, παρόλα αυτά, θα είναι, όπως και στους προηγούμενους, ο πολυμερισμός και η πολυδιάσπαση. Όλα είναι και πάλι πιθανά τώρα: η επιδίωξη της συγκίνησης με όχημα τον ποιητικό στοχασμό, η κατάτμηση της συνείδησης (Γιώργος Μπλάνας, Παναγιώτης Κερασίδης), το σώμα ως μεταφορά της αδυναμίας της ψυχής να φτάσει στην πληρότητα (Κωστής Γκιμοσούλης, Σάκης Σερέφας), η πικρή επίγνωση της φθοράς και της ματαιότητας (Νίκος Γ. Δαββέτας, Σωτήρης Τριβιζάς, Θανάσης Χατζόπουλος, Δημήτρης Χουλιαράκης), ο ανανεωμένος αισθησιασμός (Γιώργος Κακουλίδης) και λυρισμός (Γιώργος Κοροπούλης), η παρωδία της παράδοσης (Ηλίας Λάγιος) ή το υψηλό καλλιτεχνικό όραμα (Στρατής Πασχάλης).
ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄90 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι και τις ημέρες μας θα αναλάβουν δράση δύο καινούργιες γενιές: δύο γενιές που θα ασκηθούν στην πολυσυλλεκτικότητα, περιορίζοντας την παρουσία του εγώ και της άκρατης υποκειμενικότητας (Δημήτρης Αγγελής, Βασίλης Αμανατίδης, Γιάννης Αντιόχου, Νίκος Βιολάρης, Φοίβη Γιαννίση, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Δουκίδου, Δημήτρης Ελευθεράκης, Δούκας Καπάνταης, Έλσα Κορνέτη, Κώστας Κουτσουρέλης, Θεώνη Κωτίνη, Δήμητρα Κωτούλα, Γιώργος Λίλλης, Σταμάτης Πολενάκης, Σωτήρης Σελαβής, Γιάννης Στίγκας, Μαρία Τοπάλη, Γιώργος Χαντζής, Χάρης Ψαρράς). Σε τι άραγε οφείλεται αυτή η κίνηση; Πιθανόν στο ότι πλησιάζοντας προς το τέλος του 20ου αιώνα η καθημερινότητα στις δυτικές κοινωνίες έπαψε να είναι τόσο ατομική όσο της επέτρεψαν να είναι η οικονομική ανάπτυξη και το κράτος δικαίου των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Ενδεχομένως και στο ότι κάποιοι στην Ελλάδα άρχισαν να ψυχανεμίζονται πριν από την ώρα τους τα φαινόμενα που οδήγησαν στην κρίση (και όχι μόνο οικονομική) του 2010.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ