Του Δημήτρη Βάλλα
Βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στον Νομό Λάρισας να θυμίζουν άλλους καιρούς και άλλες εποχές.
Τσιμεντένιες κατασκευές άλλες από τα οχυρωματικά έργα της εποχής Μεταξά, άλλα από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, και άλλα από τον Εμφύλιο. Είναι στα βουνά, στις πεδιάδες, στις πλαγιές και στις παραλίες.
Πρόκειται για τα παλιά πολυβολεία και οχυρωματικές εγκαταστάσεις που ρημάζουν, έρμαια του χρόνου, των φθορών και της καταστροφής.
Είτε το θέλουμε, είτε όχι, αποτελούν κομμάτι της ιστορίας μας που έχει παραδοθεί στη λήθη την ίδια στιγμή που σε άλλες χώρες, άλλοι λαοί, αυτές τις πολεμικές εγκαταστάσεις τις έχουν συντηρήσει, τις έχουν εκμεταλλευτεί και τις έχουν ακόμα μετατρέψει σε ξενοδοχεία και εστιατόρια.
Το θέμα το οποίο έγινε εξ αρχής αντικείμενο ειδικών μελετών ήταν η μορφή την οποία θα είχαν τα έργα οχύρωσης στη ζώνη των συνόρων και ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη δαπάνη και τον τελικό χρόνο αποπεράτωσης. Το ΓΕΣ είχε καθορίσει ότι τα έργα θα ήταν ημιμόνιμα και θα αποτελούνταν κύρια από σκυρόδετα πολυβολεία και καταφύγια τόσο στις ορεινές διαβάσεις όσο και στη ζώνη των συνόρων μέχρι τη γραμμή των Οχυρών. Η αντοχή των έργων θα ανταποκρινόταν γενικά σε βλήματα των 105 ή των 155 χιλιοστών, ανάλογα με τις δυνατότητες του εχθρού.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
Το 1938 σημειώθηκε μια σημαντική εξέλιξη στην ιδέα για τη μορφή των οχυρών, η οποία οφειλόταν στην πυρετώδη πρόοδο
των εργασιών των τελευταίων δύο χρόνων καθώς και στην επίσκεψη την οποία πραγματοποίησε στην οχυρωμένη γραμμή Μαζινό ο διοικητής της ΔΦΘ υποστράτηγος Στρίμπερ Ιωάννης μαζί με τον διευθυντή του ΙΙΙ Γραφείου, αντισυνταγματάρχης Γεωργαντάς Δημήτρης. Οι εντυπώσεις από την επίσκεψη αυτή είχαν σημαντική επίδραση πάνω στη μορφή της οχύρωσης και συνετέλεσαν σημαντικά στη βελτίωση τους.
Έτσι διαμορφώθηκαν νέες καθοριστικές αλλαγές στη μορφή των οχυρών, όπως:
* Κατάργηση του χαρακώματος, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις
* Αντικατάσταση των οπλοπολυβόλων με πολυβόλα
*Κατασκευή σύνθετων επιφανειακών έργων, τα οποία θα στέγαζαν μέσα, στο ίδιο σκέπαστρο περισσότερα από ένα όργανα πυρός ή παρατήρησης
* Ενίσχυση της κάλυψης των θυρίδων των φατνωμάτων με θώρακα
* Κάλυψη όλου του προσωπικού και των εφοδίων σε ασφαλή υπόγεια καταφύγια
Αλλά πάμε στο σήμερα…
Ο λόγος για τα δεκάδες - αν όχι εκατοντάδες - πολυβολεία και άλλα οχυρωματικά έργα της περιόδου ‘40-‘49 που βρίσκονται διάσπαρτα κατά μήκος πολλών επαρχιακών, και παλιών εθνικών οδών σε όλη την χώρα. Πρόκειται για κατασκευές των ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων κατοχής, αλλά και του Ελληνικού Στρατού, της περιόδου ‘46-‘49. Φύλασσαν κυρίως γέφυρες, γαλαρίες και οδικούς κόμβους. Σε πολλά από αυτά διεξήχθησαν μάχες την ταραγμένη δεκαετία ‘40-‘50, και τα ίχνη των μαχών είναι εμφανή πάνω τους. Σε κάποιες δε, παλιές σιδηροδρομικές γέφυρες υπάρχουν πολυβολεία, με «πακτωμένους» πάνω τους, πύργους γερμανικών αρμάτων. Στην ουσία λοιπόν, τα πολυβολεία αυτά, αποτελούν μοναδικά ντοκουμέντα της σύγχρονης ιστορίας μας.
Σήμερα, τα περισσότερα από αυτά, έχουν δεχθεί τη φθορά του χρόνου και την εγκατάλειψη, και είτε έχουν μετατραπεί σε μαντριά, είτε σε αποχωρητήρια, είτε απλά γκρεμίζονται, αλλά το συνηθέστερο είναι να έχουν γίνει στόχος γκράφιτι. Αξιοσημείωτο εδώ, πως κάποια από αυτά έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα κτίρια από την αρχαιολογική υπηρεσία (π.χ. το φυλάκιο της Γερμανικής Φρουράς στον Παλαιό Παντελεήμονα στην Πιερία), όμως κανείς δεν ενδιαφέρεται.
Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα. Με την οικονομική κρίση, με τους περισσότερους δήμους χρεωμένους, με την έλλειψη ενδιαφέροντος από τον οποιονδήποτε. Ο χρόνος θα καταστρέψει αυτά τα μνημεία και η νεότερη ιστορία μας θα δεχθεί ακόμα ένα πλήγμα. Μόνη ίσως ελπίδα οι δωρεές και το ενδιαφέρον από κάποια ιδιωτική πρωτοβουλία.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Αυτοί που ήξεραν, κράτησαν επτασφράγιστο το μυστικό τους και η ιστορία αναφέρει το χαρακτηριστικό επεισόδιο μέσα στη γερμανική εισβολή: Μετά το τέλος της πολιορκίας των οχυρών της γραμμής Μεταξά τον Απρίλιο του΄41, οι Γερμανοί θέλησαν να μάθουν τα μυστικά της κατασκευής τους από τους ίδιους τους Έλληνες που απέκρουσαν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις τους, όσο σφοδρές κι αν ήταν.
Η σπάνια λήψη μιας φωτογραφίας που βρίσκεται στο μουσείο Καλαμαριάς έγινε μέσα σε μία ταβέρνα στο χωριό Κάτω Νευροκόπι και μια φωτογραφία δείχνει τον Γερμανό στρατηγό Μάτενκλοτ, διοικητή της 72ης Μεραρχίας να συζητά με τον ταγματάρχη Γεώργιο Δετοράκη, διοικητή του οχυρού Λίσσε.
Παρά την αφόρητη ψυχολογική πίεση που του άσκησαν οι Γερμανοί, δεν κατάφεραν να του αποσπάσουν καμία χρήσιμη πληροφορία για τις λεπτομέρειες της κατασκευής του οχυρού και τον τρόπο οργάνωσης της άμυνας.
Ο ταγματάρχης Δετοράκης παρέμεινε μέχρι τέλους αγέρωχος και με σφιγμένες τις γροθιές του πάνω στο τραπέζι.
Ο ιστορικοί που ερεύνησαν το γεγονός, προσθέτουν ότι οι Γερμανοί σε αυτήν τη συνάντηση προσέφεραν επίμονα φαγητό στον Δετοράκη, αλλά και εκείνος παρά τη μεγάλη του πείνα δεν ακούμπησε το πιάτο.
Ήπιε μόνο μία γουλιά από τη μαυροδάφνη που του προσέφεραν και υπήρξε απόλυτα αρνητικός να συζητήσει στρατιωτικά μυστικά με τους Γερμανούς.
Ο συνταγματάρχης Μίλερ, διοικητής του 105ου Συντάγματος και άλλοι Γερμανοί αξιωματικοί ζήτησαν από τον Έλληνα ταγματάρχη να τους παραδώσει έγγραφα και χάρτες που απεικόνιζαν τον τρόπο οχύρωσης της ελληνικής άμυνας.
Ο ταγματάρχης Δετοράκης όμως αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία…