Παρά τη λαμπρότητα και το μέγεθος του σχολικού συγκροτήματος, οι φωτογραφικές απεικονίσεις που έχουμε είναι ελάχιστες. Η συνεχιζόμενη έρευνα όμως σε παλαιότερα έντυπα ή αρχεία μας προσφέρουν νέες απόψεις και νέα ιστορικά στοιχεία. Στο σημερινό μας κείμενο θα προσθέσουμε δύο νέα ιστορικά τεκμήρια του κτιρίου της Μανιαρείου Σχολής, μια φωτογραφία του 1910 και μια σύντομη περιγραφή από καθηγητή της του 1918.
Η σημερινή εικόνα που συνοδεύει το κείμενο έχει εντοπισθεί στην εβδομαδιαία εφημερίδα των Αθηνών «Ελλάς» στο φύλλο της 15ης Ιουλίου 1910. Η εφημερίδα αυτή δεχόταν και δημοσίευε φωτογραφίες αναγνωστών της απ’ όλη την Ελλάδα. Η συγκεκριμένη είχε σταλεί από τη δεσποινίδα Ευγ. Παπαποστόλου από τη Λάρισα. Παριστάνει ορισμένους καθηγητές και μαθητές στο πλατύσκαλο μπροστά από την κύρια είσοδο του κτιρίου της Σχολής. Η φωτογραφία έχει αντιγραφεί από την εφημερίδα και η ποιότητά της δεν είναι άρτια. Όμως μας δίνει μια άποψη της μεγάλης τοξοστοιχίας στην πρόσοψή του.
Το δεύτερο ιστορικό τεκμήριο είναι η επιστολή ενός καθηγητού της Σχολής του οποίου γνωρίζουμε μόνον το μικρό του όνομα, Λάμπρος, προς τη μνηστή του Μαρία, όπου περιγράφει με λίγα λόγια το κτίριο της Μανιαρείου και τη ζωή του στα Αμπελάκια. Παρατίθεται ολόκληρη ως έχει, με τη σύνταξη και την ορθογραφία της εποχής και νομίζω ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γράφει λοιπόν ο καθηγητής:
«Αμπελάκια 22 Νοεμβρίου 1918
(Παρασκευή)
Φιλτάτη μου Μαρία
Χθες, όπως σου έγραφα, με όλη την κακοκαιρία κατόρθωσα να μετακομίσω, διότι το είχα πάρει πλέον απόφαση και ήτο αδύνατον να μείνω σε εκείνο το ερείπιο, χωρίς κίνδυνο να ξαναρρωστήσω. Και τώρα που νομίζεις ότι μετακόμισα; Εις το Σχολείον. Αυτό το εζήτησα από πέρυσι, αλλά δεν το κατόρθωσα. Τώρα με την ασθένειά μου το επέτυχα, διότι δεν μου παρεχώρει κανείς κατοικίαν, δια τον λόγον ότι είμαι ...άγαμος.
Θα σου περιγράψω τώρα την νέαν μου κατοικίαν. Το Σχολείο μας είναι ένα μεγάλο κτίριο, σαν ένα μεγάλο μοναστήρι. Στη μέση είναι μια μεγάλη αυλή με το περιβόλι και γύρω-γύρω είναι διαφόρων ειδών δωμάτια εις δύο πατώματα, τα οποία χρησιμεύουν δια το Ελληνικόν Σχολείον, το Δημοτικόν των Αρρένων και το Δημοτικόν των Θηλέων. Άλλα είναι αποθήκαι του Επισιτισμού και άλλα είναι Ταχυδρομείον. Υπάρχουν και αρκετά άδεια. Αυτή είναι η λεγόμενη Μανιάρειος Σχολή, συντηρημένη εκ του κληροδοτήματος Μάνιαρη. Κτίριον ογκώδες, αλλά παλαιού ρυθμού. Εις ένα λοιπόν από τα πολλά δωμάτια, το οποίον πέρυσι που είμεθα τρεις καθηγηταί το εχρησιμοποίουν δια την Γ’ Τάξιν, εγκαταστάθηκα εγώ. Ένα δωμάτιο όχι μεγάλο, συμμαζεμένο, φωτεινό, ευήλιο, στο επάνω πάτωμα. Με άλλους λόγους το καλύτερο του Σχολείου δια κατοικίαν. Αυτού μέσα ετοποθέτησα μία καλή θερμάστρα και ένα μαγκάλι. Επρομηθεύτηκα ξύλα, κάρβουνα. Μόλις χθες ήλθα και εκάθησα, αμέσως εκατάλαβα τη διαφορά. Αμέσως εζωογονήθηκα. Έχω το Σχολείον δίπλα μου, το Γραφείον επίσης, καθώς και το Ταχυδρομείον και Τηλέφωνον. Η γυναίκα που μου μαγειρεύει κάθεται κοντά. Έχω διαρκή υπηρεσίαν από τους μαθητάς. Δεν έχω να βγω διόλου έξω. Μόνον τας εορτάς που είμαι κατάμονος, καθώς και την νύκτα, που περιφέρομαι σαν ηγούμενος, με το λυχνάρι στα χέρια. Είναι λιγάκι άγριο τη νύκτα, γιατί σου είπα πως το Σχολείον είναι ολόκληρο χάνι, μοναστήρι και ευρίσκεται σχεδόν εις την άκρη και είναι λίγο απόκεντρο.
Σήμερα ύστερα από έναν μήνα έκανα την εμφάνισή μου στο Γραφείον του Σχολείου. Δυστυχώς παρεσύρθην και χωρίς προφύλαξιν άρχισα αμέσως εργασία, όχι εννοείται στις τάξεις, έτρεξα στο τηλέφωνο και σαν να κρύωσα λιγάκι. Καλό όμως κι’ αυτό για να διδάσκωμαι να προφυλάσσωμαι. Από σήμερα ελπίζω να αρχίσω να γίνωμαι πλέον εντελώς καλά, προ πάντων διότι έχω μεγάλη ζέστη. Μέρα νύχτα ανάβει η θερμάστρα και το μαγκάλι μέσα στο δωμάτιο. Διατηρώ άσβεστον πύρ (sic).Εκείνο που μου λείπει είναι τα χειμερινά ρούχα και ένα ελαφρό κλινοσκέπασμα ακόμη.
Η κυρά μαμμή, η Χαλκιού, που με περιποιήθη στην ασθένειά μου, εξακολουθεί να με επισκέπτεται καθημερινά, να μου φέρνη βραστά κάστανα και να με ρωτά αν χρειάζομαι κρέας ή τίποτε άλλο. Εννοείται ότι την εφιλοδώρησα γενναιότατα και παρά πάσαν προσδοκίαν της. Με συμβουλεύει τακτικά να έλθω αυτού, να κάμω τους γάμους και να σε φέρω εδώ για να σε γνωρίση, να ανοίξω σπίτι και να μην αρρωσταίνω πλέον».
Ασπασμούς εις όλους. Σε φιλώ γλυκά
Λάμπρος