Το 1953 ένας δημοσιογράφος με τα αρχικά Μ.Μ.Π. αναδημοσίευσε τις εντυπώσεις του Αναστασόπουλου στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας [2]. Πλην, όμως, οι «εντυπώσεις» του Μ.Μ.Π. περιλαμβάνουν ελάχιστες μόνον προτάσεις του πρωτότυπου κειμένου (του δεύτερου μόνον μέρους), που τις εναλλάσσει με δικές του αποκλειστικά σκέψεις και σημειώσεις. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε αποσπάσματα από την πρωτότυπη δημοσίευση, παραθέτοντας σε αγκύλες επεξηγηματικές σημειώσεις:
«Και ηκολούθησα την κατά μέσον τέμνουσαν την Λάρισσαν οδόν [3]. Οδόν φωσφορίζουσαν Ανατολήν. Εκ του ενός άκρου συνέχεται μετά των απεράντων ευαγών της οίκων. Εκ του ετέρου, μετά των υψιδόμων [=ψηλά ευρισκομένων] οχθών του Πηνειού. Όλη η πόλις παλιρροείται εδώ. Με τας πλημμυρίδας αυτής [=άνοδος στάθμης νερού]. Με τας αμπώτιδας αυτής [=κάθοδος στάθμης νερού]. Εδώ καταλήγουν εκ περάτων όλαι αι συνοικίαι. Δρόμοι γκαλντιριμοειδείς, δρόμοι ευθείς, δρόμοι βορβορώδεις, δρόμοι ανωφερείς, κατωφερείς, δολιχόμηκοι [=δρόμοι με εμπόδια], αμβλείς, συνεστραμμένοι, δρόμοι, θαλασσωμένοι με παντός είδους λίθους και πλίνθους και κεράμους, ξεριζωμένοι εδώ, χάσκοντες εκεί, με κοιλώματα, με υψώματα, με κυματώσεις, λεωφόροι ευρείαι, δρομίσκοι, στενοσόκακα, δρόμοι ευγενείς και αριστοκρατικοί, δρόμοι κακόφημοι και εναγείς [=μολυσμένοι], άλλοι επιμήκεστατοι και άλλοι γιδοστρατικοί [=κατσικόδρομοι], μικυλώτατοι [=μικροί], και άλλοι αδιέξοδοι και άλλοι αναγκάζοντές σε να χορεύης όλους τους χορούς του κόσμου διά να προχωρήσης, με ρήγματα, με εσοχάς με εξοχάς, με βαθουλώματα λιμναία, με ανατολικωτάτην την θέαν και το είδος και τον τρόπον, οι μεν γυναικοβριθείς, οι δε από βοήν και κέλαδον [=δυνατές φωνές] χαμινίων [=παιδιών που γυρνούν στις γειτονιές] απηχούντες, οι μεν χαμαλοκάτοικοι, οι δε υπαλληλοκάτοικοι, δρόμοι στρατοκρατούμενοι και δρόμοι από βέηδες και πασσάδες δοξαζόμενοι και δρόμοι τουρκομαχαλοειδείς, αυτοί, οι εγγύθεν [=από κοντά], από κοσμάκη θορυβούντες βιοπαλαίοντα και αγωνιώντα, εκείνοι οι άπωθεν [=από μακριά], γλεντοκοπούντες από τσιφλικούχους πασσαδικής χλιδής και απολαύσεων, – όλαι αυταί αι αρτηρίαι και όλαι αυταί αι φλέβες, αι παλλόμεναι από το αίμα το λαρισσαϊκόν, από το αίμα το θεσσαλικόν, εδώ, εις την διχοτομούσαν την Λάρισσαν οδόν αυτήν, καταλήγουν, αθρόαι, στένουσαι, αγχόμεναι. Εδώ το αίμα των, ως εις καρδίαν διαβιβάζουν και ως καρδίαν την κάμνουν να πάλλη όλη εκ ζωής και κινήσεως και σφρίγους (...). Εις ανθρωποταμόν ποικιλοδίνην μεταβάλλεται κατά τας ημέρας της Πανηγύρεως ο δρόμος ούτος. Και είναι αι δίναι του και τα νερά του οι χιλιάδες των πανηγυριστών.
Στένοντες έρχονται οι συρμοί εκ Βόλου, καλπάζοντες oι ίπποι, δρομαίαι αι άμαξαι, ασθμαίνοντα τα υποζύγια, αγκομαχούντα τα φορτηγά, πυραμιδοειδή το ύψος, από ανθρώπους και πράγματα, τα κάρα. Και όλα, όλα κατευθύνονται προς την οδόν αυτήν, ως εξ ενστίκτου. Εκ του Σταθμού, ημίωρον απέχοντος, κατά χιλιάδας προχέονται [=ξεχύνονται] οι επιβάται. Εκ Βόλου, Άνω Βόλου, Πορταριάς, Μακρυνίτσας, Ζαγοράς, Βελεστίνου, Τοποσλάρ [=Πλατύκαμπος], Τσουλάρ [=Μελία], Γκερλή [=Αρμένιο] και άλλων τουρκωνύμων χωρίων. Εις ομάδας οι μεν, εις ομίλους οι δε. Εφ’ αμαξών και αποστολικώς. Όσοι το βροντούνε και όσοι μόλις εξοικονόμησαν τα έξοδα. Εκ τούτων, άλλοι εις όλον το πλάτος της οδού, και άλλοι μέσα εις τους παροδίους χάνδακας, και άλλοι υπέρ αυτούς θεαματικώτατοι, επί τους τοίχους, επί τα υψώματα, βάδην ή τροχάδην ή βουστροφηδόν [=με συνεχείς εναλλαγές] ή πηδηχτά. Ο ένας κατόπισθεν του άλλου. Μπροστά οι άνδρες, πίσω τα παιδιά και παρά πίσω οι γυναίκες. Όλοι επί της αυτής γραμμής ωσάν καμήλαι διά της ερήμου βαίνοντος καραβανίου».
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Δημήτριος Αναστασόπουλος, «Η Πανήγυρις της Λαρίσσης», Παναθήναια (Αθήνα), έτος Δ’, τόμος 7, τεύχος 74 (31 Οκτωβρίου 1903), σελ. 33-37 και τεύχος 76 (30 Νοεμβρίου 1903), σελ. 104-109.
[2]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Εικόνες από το παζάρι της Λάρισας το 1903. Πώς το περιγράφει στο περιοδικό «Παναθήναια» ο Αθηναίος δημοσιογράφος-επισκέπτης Δημ. Αναστασόπουλος και αναδημοσιεύει η «Ε» το 1953», Ελευθερία (Λάρισα), 19 Σεπτεμβρίου 2022.
[3]. Πρόκειται για την τότε οδό Αχιλλέως (μετέπειτα Βασιλέως Κωνσταντίνου και σήμερα Παναγούλη), η οποία άρχιζε από τον Σταθμό των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων και έφθανε μέχρι την πλατεία Ανακτόρων (σημ. πλατεία Λαού).