«Είν’ ένας δρόμος... όπου στο τέρμα του ορθώνεται ένα σπίτι που το χάιδευαν τα μάτια μας, το εξέταζαν, από πάντα. Ένα σπίτι σαν αποτραβηγμένο στην ομορφιά του, στην αυταρέσκεια και στους στοχασμούς του. Και ειν’ ετούτο μονάχα το σπίτι που σε σταματά να το κοιτάξεις, να ρωτήσεις για τους ενοίκους του τους αλλοτινούς... Ετούτο άστραφτε σαν άγαλμα! Πεντελικά τα μάρμαρά του και ολόκληρη η μεγάλη σκάλα που φέρνει από την αυλή στο σπίτι, από μάρμαρο... Τέλειες οι αναλογίες του. Βεράντες και παράθυρα, οι όγκοι, οι γραμμές του, με μια συμμετρία... είπαν πως είναι στυλ Μπάουχάους». Έτσι περιγράφει το σπίτι της οικογένειας Ματούση η Βασιλική Παπαγιάννη [2].
Από τον γάμο τους Νικόλαος Ματούσης και Σοφία Μπαλοδήμου το 1926 απέκτησαν τον επόμενο χρόνο (1927) το μοναδικό τέκνο, την Ξένη. Κατά την περίοδο της κατοχής φοιτούσε στο Γυμνάσιο Θηλέων της Λάρισας και καθώς η προδοτική δράση του πατέρα της υπόβοσκε στην κοινωνία της πόλης, έφθαναν στ’ αυτιά της άσχημες ειδήσεις για τον πατέρα της, την εποχή που βρισκόταν στην ευαίσθητη αυτή ηλικία. Ήταν ήδη αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνει τον λόγο της περιθωριοποίησης που είχε από πολλές φίλες της. Με την αποχώρηση των Γερμανών η οικογένεια χώρισε. Ο πατέρας, φοβούμενος ότι οι συνέπειες της δράσης του κατά την κατοχή θα τον οδηγούσαν στη φυλακή ή στο απόσπασμα, κατέφυγε στη Ρουμανία, ενώ η ίδια και η μητέρα της μετακόμισαν στην Αθήνα. Με μεγάλες στερήσεις η Ξένη σπούδασε γαλλικά και πήρε μαθήματα ζωγραφικής. Κάποια στιγμή ήλθε η ώρα να ανοίξει τα φτερά της και ακολουθώντας το καλλιτεχνικό της πεπρωμένο πήγε γύρω στα 1952 στην Ιταλία, όπου σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης. Δεν έμεινε για πολύ. Μια υποτροφία την έστειλε στην Ανωτάτη Εθνική Σχολή Cambre των Βρυξελλών, κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Paul Delvaux [3]. Αυτός τη δίδαξε συστηματικά, την προώθησε καλλιτεχνικά και πρέπει τελικά η Ξένη να είχε γίνει μία από τις μούσες του. Τη γνώρισε σε σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών του Βελγίου και έπειτα από προτροπή του, δούλεψε για αρκετό διάστημα σε πύργο Βέλγου ευγενούς, όπου φιλοτέχνησε τις προσωπογραφίες της οικογένειας των ιδιοκτητών του πύργου. Στα επτά χρόνια σπουδών της κοντά στον Delvaux, η Ξένη έζησε μεγάλη ζωή χωρίς περιορισμούς, παρά τις συντηρητικές ιδέες της εποχής.
Γύρω στα 1960, ολοκληρωμένη ζωγράφος πλέον, επέστρεψε στην Ελλάδα. Βρήκε τη μητέρα της και έζησαν για μικρό διάστημα στην Κόρινθο, στην αδελφή της μητέρας της. Από πληροφορίες φίλων της μαθαίνουμε ότι αυτό το διάστημα δίδαξε για έναν χρόνο στη Σχολή Βακαλό στην Αθήνα και έκανε ατομική έκθεση στο Σκυλίτσειο Μέγαρο στον Πειραιά.
Το 1965 με τη μεσολάβηση του τότε υπουργού Εξωτερικών Σταύρου Κωστόπουλου κατάφερε να χορηγηθεί στον πατέρα της άδεια επιστροφής στην Ελλάδα. Ήλθε στη Λάρισα και περί το 1980 ανάγκασε μητέρα και κόρη να επιστρέψουν και αυτές στη Λάρισα και να ζήσουν μαζί του. Όμως, οι Λαρισαίοι δεν ξέχασαν ποτέ τη διαγωγή του Ματούση και μέχρι τον θάνατό του έζησε στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας. Η Σοφία έπασχε από σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα, είχε κλειστεί στο σπίτι, δεν έβγαινε καθόλου έξω και το 1984 πέθανε. Από την άλλη, η Ξένη, μια όμορφη και χαρισματική φυσιογνωμία, δίδαξε για ένα μικρό διάστημα στο Γαλλικό Ινστιτούτο και προσπάθησε να εργασθεί και σε άλλες θέσεις, χωρίς επιτυχία. Η αντεθνική δράση του πατέρα της κατά την κατοχή σιγά-σιγά μετάλλασε το θυμικό της και αυτό τη συγκλόνιζε βαθύτατα.
Η Φανή Καράτζου, μία από τις πιο στενές φίλες της, την περιγράφει ως εξής: «Τη γνώρισα το 1980. Ήταν ένα φωτεινό άτομο, το οποίο, όμως, με τον καιρό μαράζωνε. Αντιπαθούσε τους γκαλλερίστες και πίστευε ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να συνδιαλέγεται με τους αγοραστές. Ζωγράφιζε ακατάπαυστα μέρα-νύχτα και δεν υποβάθμιζε την τέχνη της».
Πολλοί φιλότεχνοι Λαρισαίοι ενδιαφέρθηκαν να αγοράσουν έργα της, οι τιμές, όμως, που ζητούσε ήταν απαγορευτικές, με αποτέλεσμα οι πίνακές της να παραμένουν απούλητοι. Η Μαρία Τσάτσου γράφει για την Ξένη Ματούση: «Η Ξένη ονειρεύεται μέσα σ’ έναν δικό της χρωματικό κόσμο. Δε μεταχειρίζεται λάδι για τα έργα της, αλλά, όπως οι βυζαντινοί, χρησιμοποιεί τον κρόκο του αυγού και μ’ αυτόν αναμιγνύει τα χρώματά της. Με τον τρόπο αυτόν πετυχαίνει νέα χρωματικά αποτελέσματα. Μας δείχνει έναν κόσμο απελευθερωμένο από την ύλη και περισσότερο πνευματικό. Δεν κάνει αφηρημένη τέχνη. Η ζωγραφική της είναι αφαιρετική» [4].
Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό της εμφανίστηκαν και στην ίδια βαρύτατα ψυχολογικά προβλήματα. Γυρνούσε μόνη στους δρόμους σε ακατάλληλες ώρες, αναζητούσε μάταια ανθρώπους να μιλήσει και κυκλοφορούσε σαν «αερικό». Η πενία της οικογένειας την οδήγησε σε υποσιτισμό. Πάνω σ’ όλα αυτά, η Ξένη διαπίστωσε ότι έπασχε από καρκίνο του μαστού. Αδιαφόρησε για την υγεία της και όταν έφθασε στα τελευταία της τη μετέφεραν στο Θεαγένειο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης σε άθλια κατάσταση. Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1985, σε ηλικία 58 ετών.
———————————————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η οικογένεια Νικ. Ματούση, στο Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Β’, Λάρισα (2018), σελ. 47-50.
[2]. Παπαγιάννη Βασιλική, Ξένη, Αθήνα (1999) σελ. 11-12. Το σπίτι αυτό κτίστηκε το 1938 από τον αρχιτέκτονα Ελευθέριο Κολονέλο και βρίσκεται στην αρχή της οδού Μάρκου Μπότσαρη.
[3]. O Paul Delvaux (!897-1994) ήταν σπουδαίος Βέλγος καλλιτέχνης. Έγινε γνωστός για τις ελαιογραφίες του οι οποίες συνδυάζουν σουρεαλιστικά στοιχεία με κλασικές μορφές.
[4]. Τσάτσου Μαρία, Ο εμπρεσιονισμός της Ξένης Ματούση, εφ. «Σημερινά», Αθήναι, φύλλο της 3ης Ιουνίου 1970.