Οι δείκτες του ρολογιού της πόλης πάνω στον λόφο της Ακρόπολης έδειχναν ότι η ώρα ήταν 5.53’ το πρωί, όταν ένας παρατεταμένος υπόκωφος κρότος ακούστηκε από τα έγκατα της γης. Από την επιστράτευση και κυρίως από τους συχνούς ιταλικούς βομβαρδισμούς ο πληθυσμός της Λάρισας είχε μειωθεί αισθητά. Τα γυναικόπαιδα είχαν μετακομίσει προσωρινά για ασφάλεια στις γύρω κωμοπόλεις και χωριά (Συκούριο, Ραψάνη, Αγιά και άλλους πλησιόχωρους τόπους) και στην πόλη είχαν μείνει ορισμένοι επαγγελματίες, οι οποίοι διατηρούσαν τα καταστήματά τους ανοιχτά και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Πολλά απ’ αυτά τα άτομα, συνηθισμένα από τους αιφνίδιους ιταλικούς βομβαρδισμούς του ελληνοϊταλικού πολέμου, απέδωσαν τον θόρυβο σε αεροπορική επιδρομή. Σηκώθηκαν έντρομοι από το κρεβάτι και βιαστικά ετοιμάστηκαν να κρυφτούν στα γειτονικά καταφύγια. Όμως, πολύ σύντομα κατάλαβαν ότι άρχισε να σείεται η γη, να τρέμει το σύμπαν, οι τοίχοι να δονούνται ακατάπαυστα και τα κτίσματα να σωριάζονται σε ερείπια το ένα μετά το άλλο, ακόμη και τα φτωχικά χαμηλά σπιτάκια της Λάρισας. Νοικοκυριά που χρειάστηκαν χρόνια ολόκληρα για να δημιουργηθούν, θάφτηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κάτω από τους μεγάλους σωρούς των ερειπίων. Φιλήσυχοι και εργατικοί Λαρισαίοι, που κουρασμένοι από τη βιοπάλη της ημέρας έπεσαν το βράδυ στα κρεβάτια τους για να κοιμηθούν, έμελλε να μην ξυπνήσουν ποτέ. Και άλλοι, ένα σωρό άλλοι, βρέθηκαν ξαφνικά στους σειομένους από δονήσεις δρόμους έντρομοι, γυμνοί και άστεγοι [1].
Οι βλάβες στα κτίρια της Λάρισας ήταν πολύ μεγάλες, τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά. Οι μεγαλύτερες καταστροφές παρατηρήθηκαν στις βορειοανατολικές περιοχές της πόλης και συγκεκριμένα στον λόφο της Ακρόπολης (Φρούριο), στην κεντρική περιοχή της πόλης (αγορά, Κεντρική πλατεία, πλατεία Ταχυδρομείου και σε πολλούς κεντρικούς δρόμους), καθώς και στη συνοικία των Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα). Τις μικρότερες ζημιές είχαν οι οικοδομές στις νοτιοδυτικές περιοχές της πόλης.
Στον λόφο της Ακρόπολης σοβαρές βλάβες έπαθαν σχεδόν όλα τα κτίρια. Μεταξύ αυτών τα οποία κατέρρευσαν ή έπαθαν σοβαρές βλάβες συγκαταλέγονταν ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αχιλλίου, το τριώροφο αρχοντικό Βελλίδη (βλέπε και δημοσιευόμενη φωτογραφία), οι φυλακές, η παλιά επιβλητική κατοικία του Μητροπολίτη Νεόφυτου (1875-1896), το νεόκτιστο Β’ Δημοτικό Σχολείο, το ρολόι της πόλης, το Επισκοπείο επί της οδού Βασ. Σοφίας (στο ανηφορικό τμήμα της οδού Παπαναστασίου), τα κτίσματα της οδού Φιλελλήνων πάνω στο λόφο, καθώς και άλλοι δρόμοι της ίδιας περιοχής. Συσσωρευμένα ερείπια ήταν διασπαρμένα παντού και η περιοχή παρουσίαζε δραματική όψη. Φαίνεται ότι η τεχνητή σύσταση ολόκληρου του λόφου έπαιξε τον ρόλο της.
Την ίδια όψη παρουσίαζε και η κεντρική περιοχή της Λάρισας, καθώς σχεδόν όλα τα κτίρια έπαθαν βλάβες μικρές ή μεγάλες. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τα κτίρια ορισμένων Τραπεζών, όπως της Εθνικής, της Εμπορικής και της Λαϊκής, ευρισκόμενα στην περίμετρο της Κεντρικής πλατείας. Αντίθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος επί της Κύπρου και η Αγροτική επί της Ίωνος Δραγούμη, κτίσματα νεότευκτα, κατασκευασμένα με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ), άντεξαν. Τα μεγάλα ξενοδοχεία της περιοχής «Όλυμπος», «Το Στέμμα», «Μεγάλη Βρετανία [2] και «Πανελλήνιον» έχασαν τους επάνω ορόφους τους, εκτός από το «Ολύμπιον», στη γωνία Κύπρου και Μ. Αλεξάνδρου, κτισμένο το 1938 με οπλισμένο σκυρόδεμα που δεν έπαθε παρά ελάχιστες ζημιές. Το Δικαστικό Μέγαρο ισοπεδώθηκε ολοσχερώς, η Στρατιωτική Λέσχη, πρόσφατα μεταμορφωμένη μετά τον ιταλικό βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940, δέχθηκε νέο πλήγμα.
Σε άλλες περιοχές το Αρσάκειο, το κτίριο που στέγαζε το επιτελείο του Β’ Σώματος Στρατού (αρχοντικό Σκαλιώρα), τα ΤΤΤ (Ταχυδρομείον-Τηλεγραφείον-Τηλεφωνείον)[3], της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής, της Γενικής Ασφάλειας και των Αστυνομικών Τμημάτων έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Μικρότερες βλάβες έπαθαν όλα τα σχολικά κτίρια (πλην του Β’ Δημ. Σχολείου), τα δύο νοσοκομεία (Δημοτικό και Στρατιωτικό).
Από τους ναούς της Λάρισας μόνον ο Αγ. Νικόλαος και οι Άγιοι Σαράντα εκτιμήθηκε ότι είναι δυνατόν, μετά από υποστύλωση, να χρησιμοποιηθούν για τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων. Οι υπόλοιποι είχαν καταπτώσεις τοίχων, κωδωνοστασίων και οι τοίχοι τους είχαν επικίνδυνες ρηγματώσεις. Από το κωδωνοστάσιο του Αγίου Νικολάου και από τους δύο μιναρέδες [4], οι οποίοι διατηρούνταν για ιστορικούς λόγους, κατέπεσαν οι κορυφές τους. Σοβαρότερες ήταν οι καταστροφές που υπέστη το νεκροταφείο της πόλης, όπου η εκκλησία κατέρρευσε εντελώς, η περίφραξή του κατέπεσε και πολλές προτομές ταφικών μνημείων αποκεφαλίσθηκαν.
Στη συνοικία των Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα), πολύ σοβαρές βλάβες υπέστησαν όλα τα εργοστάσια της περιοχής, οι κατοικίες και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Βλάβη υπέστη, επίσης, το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος (ΟΥΗΛ) επί της Κουμουνδούρου, η οποία, όμως, επιδιορθώθηκε σύντομα, το υδραγωγείο και το δίκτυο ύδρευσης, με συνέπεια για ορισμένο διάστημα η παροχή ύδατος να λειτουργεί για λίγες μόνον ώρες το 24ωρο. Οι στύλοι και τα καλώδια των ηλεκτρικών και τηλεφωνικών γραμμών σε πολλά σημεία είχαν πέσει, με αποτέλεσμα τη διακοπή του ηλεκτροφωτισμού και των τηλεπικοινωνιών σε διάφορες περιοχές της πόλης.
Κατά τις επίσημες εκτιμήσεις, το 60%-70% των κτιρίων της πόλης ήταν μη επισκευάσιμα. Τα κτίρια με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ), όπως η πολυκατοικία του Παππά στην Τρίγωνη πλατεία και άλλα που ήδη αναφέρθηκαν, παρουσίασαν ελάχιστες βλάβες. Μέτρια αντοχή επέδειξαν οι οικοδομές που ήταν κτισμένες με παραδοσιακό τρόπο (πλιθιά με ξυλοδεσιές), ενώ όσες ήταν κτισμένες με ξυλότοιχους (τσατμάδες) της οθωμανικής περιόδου παρέμειναν σχεδόν ανέπαφες. Κατά τις επίσημες πληροφορίες, τις οποίες ανακοίνωσε η Διεύθυνση Νομαρχίας της Λάρισας, από τις κατοικίες της πόλης καταστράφηκαν ολοσχερώς περίπου το 10%, έπαθαν σοβαρότατες ζημιές περίπου το 60% και παρουσίασαν μικρότερες βλάβες περίπου το 30% [5].
Το Υφυπουργείο Ασφαλείας ανέφερε τις πρώτες ημέρες τα ονόματα 36 ατόμων, Λαρισαίων, αλλά και επισκεπτών που έτυχε να βρίσκονται εδώ, τα οποία ανασύρθηκαν νεκρά από τα χαλάσματα [6]. Τα θύματα θα ήταν περισσότερα, αλλά οι συνεχείς ιταλικοί βομβαρδισμοί οδήγησαν τους νουνεχείς οικογενειάρχες να στείλουν, όπως αναφέρθηκε, τις οικογένειές τους σε κοντινές κωμοπόλεις και χωριά για ασφάλεια, χωρίς να γνωρίζουν ότι τελικά θα αισθάνονταν δικαιωμένοι. Ενώ τις είχαν απομακρύνει από τη Λάρισα από τον φόβο των βομβαρδισμών, τελικά προφυλάχθηκαν και απέφυγαν τις φονικές συνέπειες του σεισμού.
Την επόμενη ημέρα του σεισμού, 2 Μαρτίου 1941, η εμπόλεμη με την Ελλάδα Ιταλία έκανε μια βάρβαρη κίνηση. Βομβάρδισε την ερειπωμένη από τον σεισμό πόλη, ενώ οικείοι και συνεργεία διάσωσης [7] αναζητούσαν επιζώντες μέσα στα χαλάσματα και γιατροί και νοσοκόμοι ασχολούνταν με την περίθαλψη των τραυματιών. Οι εφημερίδες των Αθηνών αναφέρουν για την πράξη αυτή ότι: «…ο λαός της Λαρίσης περισσότερον ωργίσθη παρά εκλονίσθη. Κατά την ώραν του βομβαρδισμού εθεάθησαν, όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, να σηκώνονται όρθιοι μέσα από τα ερείπια, εις τα οποία εσυνέχιζον την αγωνιώδη έρευνάν των και να στρέφουν τους γρόνθους των ή την ανοικήν παλάμην των προς την κατεύθυνσιν των έκφυλων την ψυχήν βαρβάρων αεροπόρων».
Ο σεισμός αυτός και ό,τι επακολούθησε ήταν μία από τις τόσες καταστροφές, φυσικές ή εμπόλεμες, που έπληξαν όλες αυτές τις χιλιετίες ζωής την πόλη μας!
[2]. Την περίοδο εκείνη το ξενοδοχείο αυτό των αδελφών Μίχου στεγαζόταν στον επάνω όροφο του Μεγάρου Κατσαούνη, στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας.
[3]. Τόσο το παλιό κτίριο επί της πλατείας Ταχυδρομείου, όπου σήμερα το Grand Hotel, όσο και το νεότερο στο οποίο στεγαζόταν από το 1930 περίπου στην αρχοντική κατοικία του παλιού δημάρχου Αχιλλέα Αστεριάδη (γωνία Ασκληπιού-Κούμα).
[4]. Οι μιναρέδες του Γενί Τζαμί στην πλατεία Ανακτόρων και του Μπουρμαλή τζαμί, όπου σήμερα το κινηματοθέατρο «Βικτώρια».
[5]. Το σημερινό κείμενο βασίστηκε κυρίως στις μελέτες του πολιτικού μηχανικού και ερευνητή ιστορικής σεισμολογίας Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος χάθηκε άδοξα πριν από λίγα χρόνια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με την ιστορική σεισμολογία της Λάρισας και κατ’ επέκταση της Θεσσαλίας και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά. Μια επιστημονική περιγραφή του μεγέθους, της μορφής και των υλικών ζημιών του σεισμού αυτού υπάρχει σε εμπεριστατωμένη μελέτη του με τον τίτλο: Ο σεισμός της Λάρισας της 1ης Μαρτίου 1941 (Λάρισα), 2018, σελ. 110.
[6]. Τα ονόματα των νεκρών εκ των σεισμών της Λαρίσης, εφ. «Ασύρματος», Αθήναι, φύλλο της 3ης Μαρτίου 1941.
[7]. Το περίεργο στις προσπάθειες διάσωσης από τον σεισμό ήταν ότι ανάμεσα στα άτομα των συνεργείων που είχαν αναλάβει το έργο της διάσωσης περιλαμβάνονταν και Ιταλοί αιχμάλωτοι του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι οποίοι ήταν κρατούμενοι στους Στρατώνες της Λάρισας.