Σ’ αυτό το σημείο θέλουμε να αναφέρουμε ότι το χαρακτικό που δημοσιεύεται, απεικονίζει ένα μέρος από το εσωτερικό του σπιτιού του χριστιανού ιατρού στον Τύρναβο, όπου φιλοξενήθηκαν οι ξένοι επισκέπτες με εντολή του Βελή πασά, και του οποίου το όνομα δυστυχώς δεν αναφέρεται στο οδοιπορικό. Νομίζω ότι η περιγραφή της ομορφιάς του περιττεύει. Συνεχίζει, λοιπόν, ο Dupre:
Απο τον Τυρναβο
στην παραμελημενη Λαρισα
«Η άμαξα του πασά μάς ξαναγύρισε από τα Τέμπη στον Τύρναβο. Στις 5 του μηνός (Απρίλιος 1819), νωρίς το πρωί, μία αντιπροσωπεία του Βελή ήρθε να μας πάρει. Ο Αρναούτης και ο Έλληνας βρίσκονταν ανάμεσά τους. Μας περίμεναν στο παλάτι. Οι ίδιες προετοιμασίες, το ίδιο σκηνικό όπως και στην πρώτη παρουσίαση. Ακόμη και η συζήτηση πήρε τον ίδιο δρόμο, με υποχρεωτικές φιλοφρονήσεις ανάμεσα στον Τούρκο και τον κ. Hay. Ήταν ο καταλληλότερος συνομιλητής σε όλες τις συναντήσεις αυτού του είδους. Ωστόσο, είπαμε κάποια πράγματα για τους αρχαίους και ο Βελής έδειξε ιδιαίτερη άνεση, καθώς μας έδειχνε την ευρυμάθειά του. Τουλάχιστον πειστήκαμε ότι είχε ακούσει για τον Αχιλλέα τον προκάτοχό του. Από τους αρχαίους περάσαμε στους σύγχρονους και ο πασάς φρόντισε να υπογραμμίσει, καθώς με κοιτούσε με ένα πονηρό χαμόγελο, αυτό που αποκαλούσε παρακμή των Γάλλων. Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω και εγώ ο ίδιος με την ηλίθια ικανοποίηση αυτού του βάρβαρου, ο οποίος φανταζόταν καλόπιστα ότι η Γαλλία είχε πέσει πιο χαμηλά ακόμη και από το πασαλίκι του και ότι είχε το δικαίωμα να τη μεταχειρίζεται με περιφρόνηση, από τότε που δεν έτρεμε πια τον θόρυβο των όπλων της. Όμως, σαν να ήθελε μάλλον να μετριάσει την προσβλητική εντύπωση που πίστευε ότι είχε κάνει στη συνείδησή μου και για να με αποζημιώσει για τους σαρκασμούς του, μου εξέφρασε την επιθυμία να δει κάποια από τα σχέδιά μου. Έπειτα απευθύνθηκε συλλογικά σε όλους τους φιλοξενούμενούς του, τους συνεχάρη για την αγάπη τους για τα ταξίδια και την αγάπη τους για τη μελέτη, και τους πρότεινε έναν περίπατο για το απόγευμα. Εμείς, όμως, αποχαιρετήσαμε τον γιο του Αλή και δεν τον ξανάδαμε πια.
Παρότι δεν αποκόμισα από εκείνον μια ανάμνηση ιδιαίτερα θετική, δεν μπόρεσα να μη νιώσω ένα αίσθημα οίκτου, όταν έμαθα στη συνέχεια [1] ότι αυτός ο δυστυχής τύραννος, υποχρεωμένος καθώς ήταν να υποκύψει στην Πύλη και να προδώσει τον πατέρα του, είχε τελειώσει την ανίερη καριέρα του με έναν θάνατο ακόμα πιο άνανδρο απ’ ό,τι η ζωή του. Αφού παρέδωσε τα κάστρα της Πρέβεζας στους απεσταλμένους του σουλτάνου, τον εξόρισαν στη Μέση Ανατολή. Στην αρχή τον μεταχειρίστηκαν με ήπιο τρόπο, όμως όταν ολοκληρώθηκε και η καταστροφή του Αλή πασά, δέχτηκε και ο ίδιος την ποινή του θανάτου. Άκουσε γονατιστός τη δικαστική απόφαση, φιλώντας σχεδόν τα πόδια αυτών που του την έφεραν. Οι χαμηλόφωνες ικεσίες του δεν του απομάκρυναν καμιά από τις φρικαλεότητες, που συνοδεύουν συνήθως τις εκτελέσεις στην Τουρκία. Έπνιξαν μπροστά στα μάτια του έναν από τους γιους του, και τον αδελφό του τον Σαλίκ, τον πολυαγαπημένο του Αλή. Οι κόρες του σύρθηκαν στο παζάρι και πουλήθηκαν σε τουρκομάνους βοσκούς [2].
Πριν να αφήσουμε τον Τύρναβο, θα ήθελα να πω κάποιες λέξεις γι’ αυτήν την πόλη, όμως δεν βρήκα τίποτα το αξιοσημείωτο. Αν είναι αλήθεια, όπως το ισχυρίστηκαν κάποιοι, ότι μετρούσε προς το τέλος του 17ου αιώνα, τρία τζαμιά και δέκα οκτώ εκκλησίες, πρέπει να είναι σημαντικά ξεπεσμένη. Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον στον Τύρναβο παρά μόνον λίγες τούρκικες οικογένειες και δύο έως τρεις χιλιάδες Έλληνες, που μάλλον βρίσκονται σε μεγάλη αθλιότητα, αν βέβαια επέζησαν από τις τελευταίες κακουχίες [3].
Στις 6 του μηνός είχα την ευκαιρία να ζωγραφίσω, πριν την αναχώρησή μου, τον αγά που μας είχε συνοδεύσει στην εκδρομή μας στα Τέμπη. Έπειτα ανεβήκαμε στα άλογά μας στις 8 η ώρα και πριν τις 10 ήμασταν στη Λάρισα. Πλησιάζοντας στα περίχωρα ξαναβρήκαμε τον Πηνειό, του οποίου οι όχθες περιστοιχίζονται σ’ αυτό το σημείο από λεύκες και πλατάνια. Η δροσιά της εξωτερικής εικόνας, έρχεται σε αντίθεση με τους στενούς και βρόμικους δρόμους στο εσωτερικό. Αυτή η πόλη, γνωστή από την αρχαιότητα και φημισμένη ήδη για την καταγωγή της ανάμεσα στις πόλεις της Ελλάδας, πέρασε διαδοχικά από τον ζυγό των Ρωμαίων, των Γότθων, των Βουλγάρων και των Τούρκων. Από την πρώτη της λαμπρότητα διατήρησε μόνο ελάχιστα ενθύμια και ακρωτηριασμένα μνημεία. Στον στάβλο όπου δροσίστηκαν τα άλογά μας υπήρχαν έξη όμορφες κολόνες, εκ των οποίων οι δύο σε χρώμα πορφύρας. Η πόρτα της εισόδου του γειτονικού τζαμιού υποστηριζόταν από μαρμάρινες κολόνες, ανάμεσα στις οποίες παρατήρησα μία σε χρώμα βαθύ πράσινο, υλικό που είναι εξ άλλου γνωστό στη Λάρισα [4]. Πήγαμε να επισκεφθούμε ένα αρχαίο θέατρο ή καλύτερα τη θέση όπου είχε κατασκευαστεί, όμως δεν είδαμε τον τάφο του Ασκληπιού [5] και δεν θελήσαμε να αγοράσουμε κανένα από τα νομίσματα που μας πρόσφεραν σε πολλές συνοικίες, σε τιμή πολύ κατώτερη από την αξία τους.
Ακόμη δεν είχαμε σχηματίσει μια ολοκληρωμένη άποψη για τη βρομιά της Λάρισας. Σε κάθε μας βήμα συναντούσαμε σωρούς σκουπιδιών και λακκούβες από στάσιμα νερά. Τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτή τη βρομιά, αν δεν υπήρχε η θλιβερή όψη των κατοίκων της. Αλλά όμως όπως γράφει ο Pouqueville στο «Ταξίδι στην Ελλάδα»: «… καμιά πόλη δεν θα ήταν πιο κατάλληλα τοποθετημένη, για να γίνει η διαμονή ενός ευτυχισμένου λαού και το κέντρο ενός εκτεταμένου εμπορίου. Τοποθετημένη η Λάρισα κάτω από τον πιο όμορφο ουρανό της Ευρώπης, δροσισμένη με την αύρα του Ολύμπου, σκιασμένη από το όρος Όσσα, περιβαλλόμενη από λοφίσκους οι οποίοι καλύπτονται από ποικίλες φυτείες, ποτισμένη από τον ποταμό, στον οποίο μερικές εργασίες θα μπορούσαν να τον καταστήσουν πλωτό σε βάρκες, η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας θα μπορούσε να πάρει περίοπτη θέση στην Ελλάδα εξ αιτίας της θέσης της και των σχέσεων που θα δημιουργούνταν σ’ αυτήν τη μεγάλη αγορά». Όμως, είναι δυνατόν να αισθανόμαστε έκπληξη από αυτήν την αθλιότητα και από αυτήν την κατάσταση, όταν μαθαίνουμε ότι αρκούσε να σταλεί από κάποιον γενίτσαρο ένα κεντημένο μαντήλι σε κάθε χριστιανό μελλοντικό πατέρα, για να του δηλώσει ότι το νεογέννητο παιδί του γινόταν αυτομάτως ο ραγιάς του;
Στην ιστορικη πεδιαδα
των Φαρσαλων
Φύγαμε από τη Λάρισα προς το μεσημέρι, διασχίζοντας μια εξοχή που διακόπτονταν από ρυάκια. Μετά από τρεις ώρες κάναμε στάση στο χορτάρι, δίπλα σε μια βρύση. Βρισκόμασταν στην πεδιάδα των Φαρσάλων και η λαμπρότητα των τοποθεσιών ανύψωνε το πνεύμα μας στους πιο υψηλούς στοχασμούς, όταν τουρκάλες γυναίκες ήρθαν και στάθηκαν σε κάποια απόσταση από εμάς. Πήραν τις προφυλάξεις τους και μας γύρισαν την πλάτη για να γευματίσουν και αφού τελείωσαν, άρχισαν να καπνίζουν. Ίσως να κάθισαν στο ίδιο μέρος όπου ο Καίσαρας είχε στήσει τη σκηνή του. Ύστερα από την ήττα του Πομπήιου [6] πόσες και πόσες δυσκολίες δεν υπέστη αυτή η δυστυχισμένη περιοχή! Πόσοι λαοί δεν την πότισαν με το αίμα τους! Εκεί αναπαύονταν οι σύντροφοι του Βλαχάβα [7] και τα οστά τους κάλυπταν τα ανακατεμένα οστά των Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Βουλγάρων.
Σταματήσαμε τον δρόμο μας. Ύστερα από τρεις ώρες πορείας μπήκαμε στη μικρή πόλη των Φαρσάλων, η οποία κατοικείται από τέσσερις έως πέντε χιλιάδες ψυχές και που, όπως και η Λάρισα, δεν προσφέρει τίποτα το αξιοσημείωτο, εκτός από το όνομά της».
----------------------
[1]. Το ταξίδι του Dupre στην Ελλάδα έγινε το 1819, όμως το βιβλίο του άρχισε να κυκλοφορεί σε τεύχη από το 1825 και ολοκληρώθηκε το 1835, όταν ο Βελή πασάς είχε ήδη εκτελεσθεί (1822).
[2]. Τουρκομάνοι. Αγροτική φυλή της Ασίας, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, οι οποίοι κατοικούσαν στο Τουρκμενιστάν.
[3]. Εννοεί την επιδημία πανώλης, η οποία έπληξε της Θεσσαλίας από το 1812-1816 και η πόλη του Τυρνάβου έμοιαζε σαν ένα απέραντο νεκροταφείο.
[4]. Προφανώς εννοεί το τζαμί του Χασάν μπέη που είχε κίονες από το περίφημα πράσινα μάρμαρα της Χασάμπαλης, γι’ αυτό και οι Οθωμανοί το ονόμαζαν και πράσινο τζαμί.
[5]. Ο συγγραφέας συγχέει τον Ασκληπιό με τον Ιπποκράτη, του οποίου ο τάφος βρισκόταν στη Λάρισα, γεγονός που το αναφέρουν και άλλοι περιηγητές.
[6]. Αναφέρεται στη γνωστή μάχη του 48 π.Χ. ανάμεσα στα στρατεύματα του Πομπήιου και του Καίσαρα και η οποία έληξε με νίκη του τελευταίου.
[7]. Η συντριβή των συντρόφων του παπα-Θύμιου Βλαχάβα έγινε τον Μάιο του 1808 κοντά στα Μετέωρα.