«Δύο καναπέδες είχαν τοποθετηθεί, κατ’ εξαίρεση για μας, απέναντι από τον πασά στο βάθος της αίθουσας στα αριστερά, όπου είναι η τιμητική θέση. Ήταν καθισμένος με σταυρωμένα τα πόδια πάνω στο ντιβάνι, ανάμεσα σε τρεις Τούρκους. Αυτοί στάθηκαν όρθιοι μέχρι να τους δοθεί η διαταγή να καθίσουν, αφού πρώτα προσκάλεσε εμάς τους ίδιους με ένα νεύμα. Παρατηρήσαμε το όμορφο κεφάλι του, τη μακριά μαύρη γενειάδα του και το πλούσιο μαχαίρι που συγκρατούνταν στη ζώνη του. Το σώμα του και τα γόνατά του ήταν τόσο διπλωμένα και βυθισμένα μέσα στα μαξιλάρια, ώστε δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε το ύψος του, ούτε να δούμε πως έβγαιναν τα χέρια του από τα ρούχα του ή από τη γούνα του. Μας έκανε μια βαθιά υπόκλιση και ξεκίνησε πρώτος τον λόγο, απευθυνόμενος σχεδόν πάντοτε στα ελληνικά και ενίοτε στα ιταλικά. Φρόντισε να υπενθυμίσει το γεγονός της Πάργας και είπε φιλοφρονητικά στον άγγλο συνομιλητή του ότι το αγγλικό έθνος είχε μεγαλώσει τη δύναμη του Αλή Τεπελενλή. Μίλησε έπειτα για τον λέοντα της Χαιρώνειας τον οποίο μόλις είχαν ανακαλύψει, για τα ανάγλυφα των Θεσπιών και για μερικά άλλα μνημεία. Έπειτα ξαφνικά διέκοψε τη συζήτηση για να μας προσφέρει, σύμφωνα με την συνήθεια, πίπες και καφέ. Κάποια στιγμή αργότερα πήρε περισσότερες προσωπικές πληροφορίες για μας και φάνηκε να ξαφνιάζεται όταν έμαθε ότι είμαι Γάλλος. Ένας από τους συντρόφους μου με υποχρέωσε χαμηλόφωνα να του το κρύψω, γιατί ο Βελής μας είχε κηρύξει τον πόλεμο και δεν μας αγαπούσε, όμως θα κοκκίνιζα από ντροπή αν αρνιόμουν την πατρίδα μου. Ο πασάς με ρώτησε για τον Ναπολέοντα, τη σύζυγό του, τον γιο του και ρώτησε αν ο διασκορπισμός αυτής της οικογένειας είχε γίνει σωστά, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου. Έπειτα πρόσθεσε χαμογελώντας ότι, κάποτε όταν ένας γάλλος κουρέας ερχόταν στην Ελλάδα, έκανε μεγαλύτερη αίσθηση, απ’ ότι κάνει ένας πρεσβευτής σήμερα. Κατάλαβα ότι οι τελευταίες συμφορές της Γαλλίας την είχαν υποβιβάσει στα μάτια αυτού του βάρβαρου. Του έδωσα να καταλάβει ότι ποτέ το μεγαλείο της χώρας μου δεν στηριζόταν σε έναν μόνο άνδρα, ότι οι ατυχίες μας δεν ήταν άδοξες και ότι όσο για μένα, ήμουν ευτυχής και υπερήφανος που είχα γεννηθεί Γάλλος. Ο πασάς με άκουσε με προσοχή. Όμως δεν ξέρω αν ο διερμηνέας μετέφρασε πιστά την απάντησή μου. Ακολούθησε μια στιγμή ηρεμίας. Σε λίγο μας έφεραν άλλες πίπες. Ο Βελής πρότεινε να ακούσουμε μια ιταλίδα αοιδό. Η σινιόρα ήλθε και του φίλησε το χέρι, όμως επειδή είχε προσκληθεί να τραγουδήσει, ζήτησε συγγνώμη και παραπονέθηκε πως το πιάνο της ήταν ξεκούρδιστο. Ο πασάς καθώς δεν είχε πλέον τίποτα άλλο να μας πει, μας πρόσφερε την άμαξά του για να μας οδηγήσουν στην Κοιλάδα των Τεμπών. Οι σύντροφοί μου δέχτηκαν και ζητήσαμε από την Υψηλότητά του την άδεια να αποσυρθούμε.
Αυτή ήταν η πρώτη μας επικοινωνία με τον γιο του Αλή πασά, ο οποίος έμοιαζε με τον πατέρα του μόνο στη στυγερότητά του και τα βίτσια του. «Γνωρίζουμε», λέει ο Pouqueville «ότι έχουν μεταφραστεί για χάρη του Βελή τα πιο αισχρά βιβλία της Ευρώπης. Απολάμβανε όταν αναμίγνυε τον πόνο με την ηδονή, όταν μάτωνε με δαγκωματιές τα χείλη της όμορφης γυναίκας που ατίμαζε, όταν ξέσκιζε με τα νύχια του τις καμπύλες που μόλις είχε χαϊδέψει. Στις μέρες μου βλέπαμε ακόμα στα Γιάννενα ένα θύμα της ακολασίας του, του οποίου είχε κόψει τα αυτιά, καθώς έβγαινε από την αγκαλιά του». Ο σπιτονοικοκύρης μας, ο γιατρός του, μας πληροφόρησε ότι αυτός ο πρίγκιπας κατατρώγεται ύπουλα από τα πλέον άσχημα αφροδίσια νοσήματα, κάτι που ωστόσο δεν τον εμποδίζει να διατηρεί ολόκληρο σαράι.Η γοητευτική κοιλάδα των Τεμπών
Στις 3 Απριλίου 1819 ο πασάς, πιστός στην υπόσχεσή του, έθεσε υπό τις εντολές μας μια καλή άμαξα με έξη άλογα και φύγαμε. Ένας από τους αγάδες του μας συντρόφευε έφιππος, μαζί με τον τάρταρο και τον διερμηνέα μας. Ύστερα από μιάμιση ώρα πορεία φθάσαμε στις όχθες του Πηνειού, οι οποίες σ’ αυτό το σημείο είναι θλιβερές και άδενδρες. Ενώ προσπαθούσαν να τοποθετήσουν την άμαξα στην υποδοχή της περαταριάς, σχεδίασα τον Όλυμπο, ο οποίος υψώνει μεγαλοπρεπώς τις κορυφές του που λάμπουν από πρασινάδα το καλοκαίρι, όπως εκείνες της Πίνδου, την εποχή που είναι πλέον μισοσκεπασμένες από χιόνι. Ο Όλυμπος δεν προσφέρει καθόλου εκείνες τις άγριες και τρομερές ομορφιές που σε συναρπάζουν στη θέα των Άλπεων, παρότι κάποιοι ταξιδιώτες τις σύγκριναν μ’ αυτόν ή και αν ακόμα θυμίζει κάποιες από αυτές, αυτό γίνεται πάντοτε μέσα σε αποχρώσεις ατέλειωτα ηπιότερες.
Αφού περάσαμε το ποτάμι, προχωρήσαμε για δύο περίπου ώρες πριν να φθάσουμε στον Μπαμπά. Διασχίσαμε αρκετά χωράφια φρεσκοφυτρωμένου σταριού, βαρυγκωμούσαμε που ποδοπατούσαμε τις σοδειές που μόλις είχαν φυτρώσει και που καταστρέφαμε τις ελπίδες κάποιων δυστυχισμένων Ελλήνων, όμως ήταν η άμαξα του άρχοντα και το μονοπάτι είχε μικρύνει κατά μερικά μίλια. Εκεί ο τάρταρος και ο αγάς μας εγκατέλειψαν για να κατευθυνθούν προς τα Αμπελάκια, χωριό το οποίο βρίσκεται πάνω σε ένα ύψωμα που δεσπόζει στον Μπαμπά, αφού μας υποσχέθηκαν ότι θα πήγαιναν να μας ετοιμάσουν ένα γεύμα που αρμόζει σε βεζύρη.
Χρειάστηκε να κατεβούμε από την άμαξα και να ανεβούμε στα άλογα καθώς μπαίναμε στην Κοιλάδα των Τεμπών. Η φαντασία μου την είχε εκ των προτέρων στολίσει με τα πιο όμορφα πράγματα. Περάσαμε πρώτα μέσα από ένα δάσος πλατάνων, σύντομα όμως υποχρεωθήκαμε να περπατήσουμε ανάμεσα από τεράστια άγρια βράχια, με επιβλητική αλλά και τρομακτική εμφάνιση, που υψώνονταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Επρόκειτο πράγματι για την περιοχή την τόσο αγαπημένη στους ποιητές! Είχαμε ήδη διατρέξει την κοιλάδα σε όλο της το μήκος και εγώ αναζητούσα ακόμα τη γοητεία της. Μήπως επειδή η φαντασία των αρχαίων πήγαινε πιο μακριά και από τη φύση; Ή μήπως αυτά τα μέρη είχαν χάσει τη γοητεία τους, καθώς είχαν υποστεί την ίδια τυραννία με τους ανθρώπους; Ό,τι και αν συνέβαινε, δεν αναγνώρισα εκεί καθόλου εκείνη την κοιλάδα, της οποίας τις απολαύσεις ήθελε να γευτεί ο Fenelon.
Kατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής είχα κάνει αρκετά σκίτσα, εκ των οποίων το ένα αποτελεί το θέμα του σχεδίου μου για τα Τέμπη. Όχι μακριά από ένα ερειπωμένο φρούριο, διάβασα σε μία στήλη σκαλισμένη στην επιφάνεια ενός βράχου την ακόλουθη επιγραφή : Cassius Longin. Pro. Cos. Tempe Munivit. Η επιγραφή αυτή υποδηλώνει ότι το οχυρό αυτό ήταν έργο ενός υπολοχαγού, ο οποίος υπηρετούσε στον στρατό του Καίσαρα κατά τη διάρκεια της μάχης των Φαρσάλων.
Τα Αμπελάκια
Αφού ικανοποιήσαμε την επιθυμία μας μάλλον παρά την περιέργειά μας, ξαναγυρίσαμε πίσω και βιαστήκαμε να πάμε να βρούμε στα Αμπελάκια το μεγαλοπρεπές γεύμα που μας είχαν υποσχεθεί. Θα μπορούσε να είχε σερβιριστεί με περισσότερη μεγαλοπρέπεια, αλλά όχι με περισσότερη φροντίδα και προθυμία. Η συμπεριφορά των κακόμοιρων Ελλήνων, των οποίων το σπίτι είχε καταληφθεί έτσι στο όνομα του πασά, η σιωπή τους και η σοβαρότητά τους, όλα μαρτυρούσαν τη συνήθεια της σκλαβιάς και της καταπίεσης. Στη συνέχεια επωφεληθήκαμε να επισκεφθούμε τα τεχνουργεία[1] των Αμπελακίων. Αυτό το χωριό, κατοικημένο εξ’ ολοκλήρου από Έλληνες, κάποτε ανθούσε. Αυτά τα εργοστάσια παρήγαγαν μεγάλη ποσότητα αλατζάδων, είδος βαμβακερού υφάσματος και υφαντά με φλόκους που λέγονται φλοκάτες. Αυτή η βιοτεχνία είχε ήδη παρακμάσει αρκετά το 1813, όταν μια φοβερή επιδημία πανούκλας ερήμωσε τη Θεσσαλία και έπληξε το μεγαλύτερο μέρος των τεχνιτών. Το 1819 τα Αμπελάκια άρχισαν να ανακάμπτουν από αυτή την καταστροφή, όμως μια άλλη μάστιγα, ο πόλεμος, εξερράγη. Ανάμεσα στους εργάτες βρήκα έναν Γάλλο που υπήρξε κανονιοβολητής στην Κέρκυρα. Είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί του τη γλώσσα μου και του έκανα αρκετές ερωτήσεις, στις οποίες μου απάντησε με προθυμία.
Κατεβαίνοντας από τα Αμπελάκια έκανα ένα σχέδιο του Μπαμπά, όπου φθάσαμε έπειτα από μια ώρα δρόμο. Περάσαμε το ποτάμι μέσα σε μια σχεδία για να διασχίσουμε τα Τέμπη μέχρι την απέναντι όχθη του Πηνειού και εκεί να αναζητήσουμε άλλες τοποθεσίες, που θα μπορούσαν να μην διαψεύσουν τις αυταπάτες μας. Ανακαλύψαμε πράγματι κάποια τοπία πιο ευχάριστα, όμως τίποτα που να μπορούσε να ανταποκριθεί σε ότι είχαμε ελπίσει. Πάνω στις όχθες του που άλλοτε ήταν καλυμμένες με δάφνες, είδαμε μόνο μία. Οι Έλληνες την ονομάζουν ακόμα Δάφνη. Μας θυμίζει τη μεταμόρφωση της αγαπημένης νύμφης του Απόλλωνα. Πήρα μερικά φύλλα μαζί μου. Η θέα του μοναχικού αυτού δένδρου, καθώς επίσης εκείνη ενός γοητευτικού μικρού Έλληνα που συναντήσαμε μέσα στο χάνι, υπήρξαν τα μόνα πράγματα που μας θύμισαν την αρχαία κοιλάδα των ποιητών.»
(Συνέχεια)