ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΘΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΤΕΠΕΛΕΝΙ
Ο ταγματάρχης που αυτοκτόνησε
αγκαλιά με τα πυροβόλα του...
Γράφει ο Δημήτρης Βάλλας
Την ιδέα για τις σημερινές «Ιχνηλασίες» μας την έδωσε ο νομικός και διεθνολόγος Γιάννης Παπαφλωράτος που βρέθηκε προχθές στη Λάρισα στο πλαίσιο παρουσίασης του δίτομου έργου του που διαπραγματεύεται την ιστορία του Ελληνικού Στρατού από την εποχή του Όθωνα μέχρι τους σύγχρονους καιρούς.
Έργο καθαρά ιστορικό με λιτή γλώσσα χωρίς επίθετα και χαρακτηρισμούς. Όταν τον ρωτήσαμε λοιπόν «το συναίσθημα πού πάει...» μας παρέπεμψε και σε ένα άγνωστο στο ευρύ κοινό περιστατικό του πόλεμου του ’40 που περιγράφεται με πέντε αράδες στον 2ο τόμο του βιβλίου του: «Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τις ημέρες της παραδόσεως αρκετοί ήταν οι αξιωματικοί οι οποίοι προτίμησαν την αυτοκτονία από την ατίμωση, όπως ο Ταγματάρχης Κων. Βερσής, διοικητής της 8ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού της VIII Μεραρχίας».
Ήταν και το ερέθισμα για αναζήτηση ενός ακόμα παράξενου ήρωα που όταν ήρθε γι’ αυτόν η δύσκολη στιγμή της παράδοσης και της κρίσης επέλεξε τον δρόμο της καρδιάς του και εκεί στο Τεπελένι τίναξε τα μυαλά του στον αέρα με το περίστροφο και άφησε την τελευταία του πνοή αγκαλιά με τα κανόνια του αρνούμενος να τα δώσει στον εχθρό.
Πάμε λοιπόν στα αρχεία της ιστορίας του Πυροβολικού όπου μεταξύ άλλων καταγράφονται και οι αναμνήσεις του ηθοποιού Μάνου Κατράκη και του συγγραφέα Άγγελου Τερζάκη για το περιστατικό:
Στις 23 Απριλίου 1941 υπογραφόταν στη Θεσσαλονίκη, από τον αντιστράτηγο Τσολάκογλου, τον Γερμανό στρατάρχη Γιοντλ και τον Ιταλό στρατηγό Φερέρο το 3ο πρωτόκολλο ανακωχής, υπό τον τίτλο Σύμβασις Συνθηκολογήσεως.
Το άρθρο 4 προέβλεπε τα ακόλουθα: «Τα όπλα, άπαν το πολεμικόν υλικόν και τα αποθέματα της στρατιάς ταύτης, συμπεριλαμβανομένου και του αεροπορικού υλικού, ως και αι επίγειοι εγκαταστάσεις της αεροπορίας είναι λεία πολέμου». Στο δε άρθρο 5 διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Η Ανωτάτη Διοίκησις των ελληνικών στρατευμάτων θα φροντίση, με παν μέσον, όπως παύση πάσα καταστροφή ή εκμηδένισις πολεμικού υλικού και προμηθειών...».
Την ίδια μοιραία ημέρα ο ταγματάρχης του πυροβολικού Κωνσταντίνος Βέρσης τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, για να μην παραδώσει τα πυροβόλα του στον Γερμανό εισβολέα. Η φήμη για το συνταρακτικό αυτό γεγονός κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής ανάμεσα στον διαλυόμενο ελληνικό στρατό και γέννησε ιερό δέος στις ψυχές των χθεσινών νικητών.
Μάνος Κατράκης: «Υπηρέτησα κατά τον πόλεμο του 1940-41 στο Α’ Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού ως στρατιώτης, με λοχαγό τον Τζακ Κατσόγιαννο και διοικητή μοίρας τον ταγματάρχη Βέρση... Προς το τέλος του πολέμου, η πυροβολαρχία μας ήταν ταγμένη έξω από το Αργυρόκαστρο προς Τεπελένι, στ' αριστερά του Αώου ποταμού. Επέστρεφα έφιππος στη μονάδα μου από τα Γιάννενα, όπου είχα πάει με ειδική αποστολή του λοχαγού, όταν, περνώντας από το αλβανικό χωριό Καλοκαρατζή, σκέφτηκα να χαιρετήσω τον φίλο μου και συγγραφέα Άγγελο Τερζάκη, που υπηρετούσε ως γραφέας στη διοίκηση του Αρχηγείου Πυροβολικού.
«Είπαμε για λίγο τα δικά μας, αποχαιρετηθήκαμε κι ενώ έφευγα καβάλα στο άλογό μου, ο Άγγελος με φώναξε να γυρίσω πίσω. Ζύγωσα πάλι κοντά, μ' ανάγκασε να σκύψω και ψιθυριστά μου εμπιστεύθηκε το μεγάλο μυστικό:
Έχουμε λάβει διαταγή για γενική υποχώρηση, θα κοινοποιηθεί εντός της ημέρας.
«Έμεινα άναυδος να τον κοιτάζω... Χωρίσαμε δακρυσμένοι και σιωπηλοί... Στα Γιάννενα πήραμε διαταγή να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί πετούσαν κατά γης τα όπλα κι έφευγαν δρομέως. Σωροί από κάρα, πυροβόλα, κάθε λογής εφόδια και ό,τι δυσκόλευε την πορεία της επιστροφής, εγκαταλείπονταν από ΄δω και από κει...
Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, κάποια στιγμή, μια δυνατή φωνή ξεχώρισε να καλεί όσους ήμασταν του πρώτου Πεδινού. Ήταν ο ταγματάρχης μας Βερσής. Όσοι είχαμε μείνει, μαζευτήκαμε γύρω του. Τότε, εκείνος, ρίχνοντας μια ματιά σε όλους, σαν να ήθελε να μας αγκαλιάσει, είπε, ενώ τον έπνιγε η συγκίνηση:
Παιδιά μου, προδοθήκαμε. Κάναμε το χρέος μας. Φεύγω από κοντά σας, υπερήφανος για σας. Καλή πατρίδα, καλή λευτεριά!
Έφυγε αργά πάνω στο άλογό του, αφήνοντάς μας βουβούς και σκυθρωπούς. Δεν πέρασε λίγη ώρα και από τη μεριά του ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο ταγματάρχης δεν άντεξε την ντροπή».
Άγγελος Τερζάκης: «Η διαταγή ήρθε πρωί-πρωί να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Ήμασταν αιχμάλωτοι. Κατά το μεσημέρι, την ώρα που παραδίδονταν στους Γερμανούς τα πυροβόλα, αυτοκτόνησε ο ταγματάρχης Βέρσης και δύο λοχίες. Είχανε κρατήσει τον όρκο πως ο πυροβολητής πεθαίνει πάνω στο πυροβόλο του, αλλά δεν το εγκαταλείπει».
Υποστράτηγος Ι. Α. Βερνάρδος: «Το V Σύνταγμα Πυροβολικού παρέδωσε τα πυροβόλα και τον οπλισμό του εις το χωρίον Σταυράκι. Η ταχύπτερος φήμη έφερε μέχρις ημών την νύκτα της επομένης, ότι ο ταγματάρχης πυροβολικού Βερσής Κωνσταντίνος, διοικητής μοίρας πυροβολικού, ετίμησε, κατά τρόπον μεγαλειώδη, το υπερήφανον όπλον του. Όταν, δηλαδή, έλαβε την διαταγή να παραδώση τα πυροβόλα του, συνεκέντρωσεν τους άνδρας της μοίρας του με μέτωπον προς νότον, προς την αιώνιαν Ελλάδα. Διέταξε και πάντες έψαλαν τον Εθνικό μας Ύμνον, και κατόπιν, αφού ησπάσθη τα πυροβόλα του, έδωσε διαταγήν και τα συνέτριψαν με δυναμίτιδα. Κι ενώ ακόμη το έδαφος εσείετο από τας εκρήξεις, ο Βερσής, στηρίξας το περίστροφόν του εις τον δεξιόν του κρόταφον, ηυτοκτόνησε».
Η ΖΥΓΑΡΙΑ
Τον επίλογο για τον Ταγματάρχη, ίσως δεν αρμόζει να τον γράψουμε εμείς. Ο λόγος του καθηγητή Μανώλη Ανδρόνικου μέσα από ένα παλιό του άρθρο επισκιάαζει τα πάντα και στεκόμαστε βουβοί μπροστά του:
«Δεν νομίζω, πως ο ταγματάρχης Βερσής ήταν ήρωας...
Κάποτε, στη ζυγαριά δεν βαραίνουν μήτε η ζωή μήτε ο θάνατος, όσο βαραίνει κάτι άλλο, αυτό που λέμε ανθρωπιά, αξιοπρέπεια, χρέος, τιμή, λευτεριά».