Με την ευκαιρία αυτή θα παρουσιάσουμε σε δύο συνέχειες το έργο και την προσωπικότητα του λησμονημένου αυτού ζωγράφου [1].
«Μεγαλώσαμε στο σπίτι που έχτισε ο ίδιος, με τη συντροφιά των έργων του και με την επιτακτική αίσθηση ότι αυτά τα έργα θα έπρεπε κάποια στιγμή να παρουσιαστούν στο φιλότεχνο κοινό της Λάρισας, ώστε να μην ξεχαστεί και ο ίδιος ο παππούς μας» είπε τη βραδιά των εγκαινίων ο εγγονός του Κωνσταντίνος Παπαλαζάρου.
Ο Ελευθέριος-Ζήσης Τσαπράζης γεννήθηκε το 1911 στη Λάρισα. Γονείς του ήταν ο Χαδούλης Τσαπράζης από τη Ραψάνη και η Αντιγόνη Κομίτσα από την Ανατολή Αγιάς. Σε ηλικία 12 ετών είχε ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια παιδικού παιχνιδιού. Χτύπησε σοβαρά στο δεξιό πόδι του και ο τραυματισμός αυτός του άφησε σε όλη του τη ζωή μια αναπηρία (χωλότητα), μια δυσκολία στη βάδιση. Τις βασικές του σπουδές τις τελείωσε στη Λάρισα, όμως από νεαρή ηλικία είχε μια έμφυτη κλίση στη ζωγραφική. Ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας, που έτυχε να είναι και οικογενειακός τους ιατρός, εντόπισε την ικανότητα του μαθητή Ζήση στον τομέα αυτόν και φρόντισε, δήμαρχος ων, να του δοθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο η οικονομική δυνατότητα να σπουδάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Μαθήτευσε από το 1929 μέχρι το 1933 κοντά σε σπουδαίους δασκάλους της Σχολής του, όπως ο ακαδημαϊκός ζωγράφος Δημήτριος Γερανιώτης, ο γνωστός μας Ουμβέρτος Αργυρός, από τον οποίο μπορούμε να υποθέσουμε ότι μυήθηκε στον υπαιθρισμό [2], αλλά και ο συμβολιστής [3] Δημήτριος Μπισκίνης.
Επέστρεψε στη Λάρισα το 1933 και σε ηλικία μόλις 22 ετών έκανε στη γενέθλια πόλη του δύο ατομικές εκθέσεις. Η πρώτη ήταν στο κτίριο της Λαρισαϊκής Λέσχης και η άλλη στην ισόγεια αίθουσα του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον». Τις εκθέσεις αυτές είχε διοργανώσει ο νεοσυσταθείς τότε «Όμιλος Διανοουμένων και Φιλοτέχνων Λαρίσης». Ακολούθησαν άλλες δύο εκθέσεις του στη Θεσσαλονίκη, ενώ συμμετείχε και σε μερικές ομαδικές εκθέσεις. Παράλληλα με την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, δίδαξε ως καθηγητής Εικαστικών στο Αρσάκειο της Λάρισας, στη Νυχτερινή Εμπορική Σχολή και αργότερα στο Ιδιωτικό Λύκειο του Μπόκαρη. Επίσης, θεωρείται ότι ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκε με τη γραφιστική της έντυπης διαφήμισης στον έντυπο Τύπο και σε επιγραφές της εποχής.
Κατά την περίοδο της Κατοχής, εκτός από τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, συνελήφθη από τους Γερμανούς ως όμηρος, ενώ ζωγράφιζε τοπία κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος Κραννώνος (παλαιά ονομασία Μπουχλάρ), όπου βρέθηκε συνοδεύοντας τη σύζυγό του Ευαγγελία, η οποία υπηρετούσε εκεί ως δασκάλα. Μεταφέρθηκε μαζί με άλλους κατοίκους στο Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως της Λάρισας, το οποίο ως γνωστόν τέθηκε υπό τη διοίκηση των Γερμανών το φθινόπωρο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών. Ένας φιλότεχνος Γερμανός αξιωματικός είχε εντοπίσει το ζωγραφικό του ταλέντο και τον Οκτώβριο του 1944, κατά την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, απέσπασε όλα τα έργα του και εκείνα που είχε ζωγραφίσει στο Στρατόπεδο και όσων φυλάσσονταν στο σπίτι του για μελλοντική έκθεση.
Το 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου που ήλθε αμέσως μετά τα δεινά της κατοχής, εξορίστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο νησί Τρίκερι και ακολούθως στη Μακρόνησο, απ’ όπου απελευθερώθηκε το 1948. Ζώντας τώρα σε μια καθημαγμένη μεταπολεμική επαρχία και σε μια εποχή τόσο δύσκολη, όπου η ζωγραφική οικονομικά δεν απέδιδε, αναγκάσθηκε να δουλέψει για βιοπορισμό τη γύψινη διακόσμηση. Για τον λόγο αυτόν δημιούργησε, πρώτος αυτός στη Λάρισα, εργαστήριο γύψινων διακοσμήσεων.
Προ του πολέμου, αλλά και μεταπολεμικά υπήρξε καλλιτεχνικός σύμβουλος της Νομαρχίας Λαρίσης. Το 1951 φιλοτέχνησε τη μακέτα του περιπτέρου του νομού μας στη 16η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια ενός καλαίσθητου και πολυσέλιδου φυλλαδίου, το οποίο είχε εκτυπωθεί στο βιβλιοχαρτοπωλείο των Κ. και Σ. Τουφεξή. Το φυλλάδιο αυτό περιείχε τις δραστηριότητες του Νομού Λαρίσης, ήταν εμπλουτισμένο με δικά του σχέδια και διανέμονταν στους επισκέπτες της έκθεσης.
Το 1960, έπειτα από εντολή του δημάρχου Δημητρίου Χατζηγιάννη, ανέλαβε τον σχεδιασμό της 6ης Πανθεσσαλικής Γεωργοκτηνοτροφικής Έκθεσης Λαρίσης, κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης (25 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου). Κατασκεύασε τα περίπτερα και διαρρύθμισε κατάλληλα τον χώρο του Αλκαζάρ, ενώ συγχρόνως σχεδίασε και ένα ωραιότατο αυτοκόλλητο σήμα (κάτι σαν ένσημο άνευ αξίας), αναμνηστικό της έκθεσης.
Φιλάσθενος καθώς ήταν, το 1968 παρουσίασε επιδείνωση της υγείας του (βρογχικό και αλλεργικό άσθμα, καρδιακές επιπλοκές και άλλα). Εγκατέλειψε τη δουλειά του στο εργαστήριο γύψινων διακοσμήσεων, το οποίο παρέδωσε στα δύο ανίψια του, τον Δημήτριο Μπράχο και τον Μιχάλη Τσαπράζη, που μαθήτευσαν κοντά του και αργότερα συνέχισαν την τέχνη του γυψαδόρου σε δικά τους εργαστήρια. Αποσύρθηκε στο σπίτι που είχε χτίσει στη συνοικία Χαραυγή, κοντά στις εγκαταλελειμμένες παλιές εγκαταστάσεις του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου, έναν τόπο τον οποίο επέλεξε επειδή είχε μια ανεμπόδιστη θέα προς τον Κίσσαβο, βουνό που λάτρευε. Και εκεί όμως, όταν του επέτρεπε η βεβαρημένη υγεία του, συνέχιζε να ζωγραφίζει αξιόλογα έργα, τώρα όμως πίνακες νεκρής φύσεως, καθώς και πορτραίτα των εγγονών και άλλων συγγενών του ή απόψεις του Κισσάβου από την περιοχή του σπιτιού του. Εκεί έζησε με την επιμελημένη φροντίδα της συζύγου και της κόρης του μέχρι τον θάνατό του το έτος 1975.
Ο Ζήσης Τσαπράζης υπήρξε άνθρωπος με έντονη κοινωνική δραστηριότητα. Είχε πολλούς και εκλεκτούς φίλους από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στην αρχή τον προστάτευσαν, μετά τον στήριξαν στο έργο του και εν συνεχεία τον τίμησαν με τη φιλία τους, και λόγω της επισφαλούς υγείας του, ονομαστοί ιατροί της πόλης μας, όπως ο Μιχαήλ Σάπκας, ο χειρουργός Γεώργιος Κατσίγρας και ο Αθανάσιος Παναγιωτακόπουλος, χειρουργός και αυτός. Είναι γνωστό ότι στη Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης μας υπάρχουν 14 έργα του, προερχόμενα από τη συλλογή του μεγάλου ευεργέτη και δωρητή Γ. Κατσίγρα. Το γεγονός αυτό αποτελεί απόδειξη της μεγάλης εκτίμησης που έτρεφε για τη ζωγραφική του ο σπουδαίος συλλέκτης και μαικήνας της νεοελληνικής τέχνης. Πολύ καλοί φίλοι του, που επισκέπτονταν τακτικά το σπίτι του και τον έκαναν παρέα, ήταν οι ζωγράφοι Δημήτριος Γιολδάσης και Δημήτριος Κατσικογιάννης. Μάλιστα, ο τελευταίος ανέθεσε στον Τσαπράζη τη φύλαξη των έργων του, μετά την καταδίκη σε ισόβια φυλάκιση που του επέβαλαν το 1952. Φίλοι του ακόμα ήταν ο φωτογράφος Τάκης Τλούπας, που του είχε φιλοτεχνήσει ωραία φωτογραφικά του πορτραίτα, ο Αρμένιος διανοούμενος και συγγραφέας Χριστόφορος Τσέρτικ, του οποίου και επιμελήθηκε εικαστικά ορισμένα βιβλία, και ο βουλευτής της ΕΔΑ και δήμαρχος της Λάρισας Αλέκος Χονδρονάσιος. Όμως, δεν ήταν μόνο επιφανείς Λαρισαίοι ή άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που συναναστρεφόταν και αγαπούσε, αλλά και πολλοί άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, όπως άλλωστε ήταν και ο ίδιος.
Το 1945 έγινε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Παράλληλα, συμμετείχε ενεργά σε κάθε προσπάθεια ανάδειξης του πολιτισμού στη Λάρισα, μετέχοντας συνήθως ως καλλιτεχνικός σύμβουλος και ως ενεργό μέλος σε διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους και φορείς της πόλης. Υπήρξε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας για πολλά χρόνια, ενώ συνέχισε να παίρνει μέρος μέχρι το τέλος της ζωής του σε Πανελλήνιες Ζωγραφικής Εκθέσεις στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των άλλων, έλαβε μέρος και στην Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής που έγινε στο Ζάππειο το 1973. Ήταν όμως και φίλος του ποδοσφαίρου. Συμμετείχε ενεργά στο Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας της Λάρισας «Ηρακλή», τους αγώνες του οποίου παρακολουθούσε ανελλιπώς με οπαδικό ζήλο. Τον Μάιο του 1971 διορίσθηκε ως πραγματογνώμων από τη Διοίκηση Ασφάλειας της Λάρισας, για την εκτίμηση ζωγραφικών πινάκων προερχομένων από λαθρεμπορία.
(Συνέχεια)
[1]. Θέλω να ευχαριστήσω τον εγγονό του ζωγράφου Κωνσταντίνο Παπαλαζάρου για τις πληροφορίες και τα αντίγραφα των έργων του τα οποία δημοσιεύονται. Χωρίς τη βοήθειά του δεν θα ήταν δυνατή η λεπτομερής και άρτια καταγραφή της ζωής και του έργου του Ζήση Τσαπράζη.
[2]. «Υπαιθρισμός» είναι η ζωγραφική της υπαίθρου, η οποία αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη της ρομαντικής τοπιογραφίας.
[3]. Συμβολιστής είναι ο καλλιτέχνης που ακολουθεί τον «Συμβολισμό», ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αι., κυρίως στην ποίηση, ωστόσο συναντάται και στις εικαστικές τέχνες. Ο Μπισκίνης ήταν και σπουδαίος προσωπογράφος.