Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
Καθηγητής βοτανικής στο Διδασκαλείο της Λάρισας, αλλά και άτυπος και άμισθος συνεργάτης και σύμβουλος του τότε δημάρχου της πόλης, Αναστασίου Ζαρμάνη. Κατά τη σύντομη διαμονή του στη Θεσσαλική πρωτεύουσα (από τον Φεβρουάριο του 1899 έως τον Ιούνιο του 1900), κατόρθωσε να εμφυσήσει στους νεαρούς μαθητές την αγάπη για τις φυσικές επιστήμες, ενώ παράλληλα μεταμόρφωσε τη Λάρισα σε μία από τις πιο όμορφες και «πράσινες» πόλεις του τότε Ελληνικού Βασιλείου.
Ο λόγος για τον εκπαιδευτικό Ευστάθιο Πονηρόπουλο, ο οποίος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως αναφέρει ο ίδιος σε εισαγωγικό σημείωμα ενός πονήματός του, οι γονείς του ήταν ο Ιωάννης και η Πηγή, ενώ ήταν ανεψιός του οπλαρχηγού, φιλικού και πρωτεργάτη της εθνικής παλιγγενεσίας Νικολάου Πονηρόπουλου από την Κυπαρισσία της Πελοποννήσου (1783-1852). Ο τελευταίος διετέλεσε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, βουλευτής Κυπαρισσίας και υπουργός. Μετά από τον πρόωρο θάνατο των γονέων του, τη φροντίδα του ανέλαβε η Βαλσάμω, η αγαπημένη του μάμμη από την πλευρά του πατέρα του. Μετά από το τέλος των εγκυκλίων μαθημάτων στη γενέτειρά του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή (Τμήμα Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών) του Εθνικού Πανεπιστημίου.
Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές σε φημισμένες γεωπονικές σχολές της Ιταλίας, της Γαλλίας και του Βελγίου, και επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε το πόνημά του «Οδηγίαι περί βομβυκοτροφίας» (Αθήνησιν 1877). Το 1879 διορίσθηκε καθηγητής βοτανικής στο Διδασκαλείο Αθηνών, ενώ παράλληλα δίδαξε με επιμίσθιο και στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο. Στις 18 Ιανουαρίου 1883 διορίσθηκε καθηγητής της Χημείας στο Γυμνάσιο Πειραιώς (ΦΕΚ 24/Α/21-1-1883), ενώ στις 3 Οκτωβρίου 1885 διορίστηκε εκ νέου καθηγητής Φυσικής Ιστορίας και Γεωργίας στο Διδασκαλείο των Αθηνών (ΦΕΚ 40/Α/5-10-1885).
Τον Φεβρουάριο του 1899, λίγους μήνες δηλαδή μετά από το τέλος της προσωρινής τουρκικής κατοχής στη Θεσσαλία (1897-1898), επαναλειτούργησε το Διδασκαλείο Θεσσαλίας (Λαρίσης) και ο Ευστάθιος Πονηρόπουλος διορίστηκε σε αυτό ως καθηγητής Φυτολογίας. Όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε βρεθεί στη Θεσσαλία. Αρκετά χρόνια νωρίτερα (περί το 1888), είχε αποδεχθεί την πρόσκληση του κεφαλαιούχου Χρηστάκη Ζωγράφου να επισκεφθεί το αγρόκτημά του στη Λαζαρίνα και να πειραματιστεί με τις νέες καλλιέργειες των τεύτλων. «Τα πρώτα πειράματα καλλιέργειας τεύτλων εξετέλεσε εν Λαζαρίνη ο κ. Πονηρόπουλος όστις όμως αρδεύσας συχνώς τα σακχαρότευτλα έσχεν ογκώδεις μεν ρίζας (4-6 οκάδες), αλλά πτωχότατα εις ζάκχαρον» [1].
Η παρουσία του Ευστάθιου Πονηρόπουλου στη Λάρισα επί δεκαεπτά συναπτούς μήνες, έμελλε να αλλάξει οριστικά την όψη της πόλεως. Τον Δεκέμβριο του 1899 πρότεινε στον τότε δήμαρχο Αναστάσιο Ζαρμάνη (είχε εκλεγεί στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους), να «κοσμηθή η Κεντρική πλατεία δι’ ωραίων κηπαρίων». Ο δήμαρχος αποδέχθηκε την πρόταση και ο μηχανικός του Δήμου Σ. Πρωτοσύγκελος «ανεχώρησεν δι’ Αθήνας προς προμήθειαν δενδρυλλίων διά ταύτην και διά τας λοιπάς πλατείας» [2]. Στα τέλη Ιανουαρίου 1900 «τα δενδρύλλια άτινα εκόμισεν εξ Αθηνών ο μηχανικός του Δήμου κ. Πρωτοσύγκελος, φυτεύονται μετά προσοχής από προχθές εν τη πλατεία έμπροσθεν των Δικαστηρίων, υπό την επίβλεψιν του ακαμάτου καθηγητού των φυσικών επιστημών κ. Πονηροπούλου, όστις ευγενώς και αφιλοκερδώς προσεφέρθη διά την ταξινόμησιν των δενδρυλλίων κατά τους κανόνας της επιστήμης» [3]. Παράλληλα με πρόταση του καθηγητή μετονομάσθηκε σε «πλατεία Ρήγα Φεραίου» η μέχρι τότε ονομαζόμενη πλατεία Λώρη (πλατεία Ταχυδρομείου) [4].
Μετά από το τέλος του σχολικού έτους (Ιούνιος 1900), ο Ευστάθιος Πονηρόπουλος απολύθηκε από το Διδασκαλείο. «Η απόλυσις τοιούτου διακεκριμένου καθηγητού, εις τον οποίον οφείλεται η δενδροφύτευσις της πόλεώς μας και όστις νυχθημερόν ενησχολείτο με την περιποίησιν των δενδρυλλίων και φυτωρίων, δεν είναι μόνον μέγα αδίκημα διά το Διδασκαλείον μας, αλλά και μέγα κακόν διά την πόλιν μας. Καθήκον όθεν απαραίτητον θεωρούμεν να εκφράσωμεν και δημοσία εις τον αναχωρήσαντα καθηγητήν τας εγκαρδίας των συμπολιτών μας ευχαριστίας ανθ’ όσων υπέρ της πόλεώς μας εμερίμνησε και εκοπίασεν» [5]. Η απόλυσή του όμως δεν στέρησε το Διδασκαλείο και τους μαθητές του από έναν άξιο καθηγητή. Στέρησε και τους πιστούς της πόλης από έναν πεπαιδευμένο ιεροκήρυκα, αφού από τον Φεβρουάριο του 1899 είχε λάβει τις σχετικές άδειες από τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ναών του Αγίου Αχιλλείου και Αγίου Νικολάου για να προβαίνει «εκάστη Κυριακή εις την εξήγησιν του Ευαγγελίου της ημέρας» [6].
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Μαρούλα Kλιάφα, Tρίκαλα. Aπό τον Σεϊφουλλάχ ως τον Tσιτσάνη. Aθήνα 1996, σελ. 126.
[2]. Μικρά (Λάρισα), φ. 2 (16 Ιανουαρίου 1900).
[3]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 94 (5 Φεβρουαρίου 1900).
[4]. Μικρά (Λάρισα), φ. 5 (6 Φεβρουαρίου 1900).
[5]. Μικρά (Λάρισα), φ. 19 (4 Ιουνίου 1900).
[6]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 49 (19 Μαρτίου 1899) και φ. 89 (24 Δεκεμβρίου 1899).