Τον χειμώνα στα καφενεία που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω από τις πλατείες της Λάρισας, μεταξύ καφέ και «υποβρυχίου», παλιότερα και ναργιλέ, εξομολογούνταν τους καημούς και τα βάσανά τους. Στην Κεντρική πλατεία το καφενείο του Μαλάκη κάτω από το ξενοδοχείο «Το Στέμμα», στη συνέχεια του Μπόκοτα κάτω από τη Λέσχη Ασλάνη και δίπλα του το «Εμπορικόν», τα οποία βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της, ήταν ανοικτά και τις νύχτες ή άνοιγαν πολύ νωρίς το πρωί. Σ’ αυτά σύχναζαν οι αμαξάδες που είχαν παρατεταγμένα στη σημερινή Κύπρου τα μόνιππα (τα ταξί της εποχής), οι περαστικοί από τη Λάρισα που τα μέσα μεταφοράς και ιδίως το τρένο τους έφερνε στην πόλη νυκτερινές ώρες και οι επαγγελματίες που έπρεπε να πάνε πολύ νωρίς στη δουλειά τους (αρτοποιοί, μανάβηδες και άλλοι). Περνούσαν για να πιουν τον πρώτο καφέ της ημέρας. Στην ανατολική πλευρά ήταν το καφενείο «Νέος Κόσμος» του Καρανίκα αρχικά και μετά του Δ. Αντωνιάδη, όπου συναντούσες τις ελεύθερες ώρες συνταξιούχους και μικροαστούς. Εδώ οι τακτικοί θαμώνες πήγαιναν νωρίς, καθώς γινόταν πόλεμος μεταξύ τους ποιος πρώτος θα διαβάσει την εφημερίδα, που ήταν προσαρμοσμένη σε ένα μεγάλο και όμορφο ειδικό ξύλινο πλαίσιο για να μπορεί να διατηρείται εύκολα ανοικτή ολόκληρη η σελίδα της. Στη γωνία με την Κούμα ήταν αρχικά «Τα Τέμπη» του Λάζαρου Αντωνιάδη και μετά ο γνωστός «Παράδεισος», που στις δημοτικές εκλογές φιλοξενούσε το εκλογικό γραφείο κάποιου συνδυασμού και συγκέντρωνε μεγάλο πλήθος ιδίως απογευματινές και βραδινές ώρες. Στη νότια πλευρά στο ισόγειο του μεγάρου Κατσαούνη ήταν το «Ντορέ» του Δημητρίου Πάλτσου και πιο κάτω στο ισόγειο του τριώροφου μεγάρου του Μποσινιώτη το καφενείο «Πανελλήνιον» του Μήτσου Βρεττόπουλου [1], το οποίο συναγωνιζόταν τον «Παράδεισο». Αυτά τα καφενεία ήταν τόπος συνάντησης της καλής κοινωνίας της Λάρισας (πολλοί δικηγόροι, ιατροί, έμποροι και άλλοι συγκεντρώνονταν και ανέλυαν συνήθως την πολιτική κατάσταση). Στη δυτική πλευρά, στο ισόγειο του κτιρίου του Νικολάου Καρανίκα βρισκόταν το καφενείο «Βασιλικόν» των αδελφών Ρεμπάπη, στο οποίο περιέργως σύχναζαν αντιβασιλικοί. Όλα αυτά τα καφενεία τα έχουμε ήδη αναφέρει όταν περιγράψαμε τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν.
Εξίσου πολλά ήταν και τα θερινά κέντρα τα οποία βρίσκονταν στις παρυφές της Λάρισας, γι’ αυτό και ονομάζονταν «εξοχικά». Την ημέρα ήταν συνήθως καφενεία, ενώ τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια συγκέντρωναν αρκετό κόσμο που ήθελε να νοιώσει λίγη δροσιά. Ήταν το Αλκαζάρ, η Κιβωτός, ο Κήπος του Κατσαούνη στα Ταμπάκικα, το Λούνα Παρκ, το Φάληρο για τα οποία μιλήσαμε σε άλλα σημειώματά μας. Σήμερα θα αναφερθούμε στα θερινά εξοχικά κέντρα του μεσοπολέμου, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή των δύο Σιδηροδρομικών Σταθμών, του Θεσσαλικού και του Διεθνούς ή Λαρισαϊκού.
Ένα παλιό εξοχικό κέντρο το οποίο σήμερα έχει ξεχασθεί από τη λήθη του χρόνου και λίγοι το γνωρίζουν ήταν το «Κουκλάκι», ένα θερινό κέντρο με παράξενο όνομα. Ιδιοκτήτης ήταν ο Αλέκος Φρυτζαλάς και βρισκόταν κοντά στον σταθμό του Θεσσαλικού σιδηροδρόμου, δίπλα από τα ψυγεία των Χολέβα-Μαρκατά. Άρχισε να λειτουργεί το 1924, σε μια περίοδο κατά την οποία η πόλη αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις της μικρασιατικής καταστροφής, με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την παρουσία στη Λάρισα μεγάλου αριθμού προσφύγων. Ήταν κέντρο λαϊκό και γνώρισε μεγάλες δόξες. Το προτιμούσαν ως τόπο συνάντησης οι στρατιώτες, ίσως γιατί ήταν απομονωμένο από το κέντρο της πόλης, καθώς την εποχή εκείνη δεν επιτρέπονταν να κυκλοφορούν χωρίς την στρατιωτική στολή κατά τις εξόδους τους και ούτε να κάθονται σε καταστήματα αναψυχής όπου σύχναζαν οι αξιωματικοί. Γι’ αυτό και προτιμούσαν απόμερα στέκια. Το «Κουκλάκι» ήταν κατάστημα καθαρό, με καλή εξυπηρέτηση και μαζί με τον καφέ πρόσφερε «υποβρύχια», λουκούμια, γλυκά του κουταλιού, καθώς επίσης και τσίπουρο με εξαιρετικούς μεζέδες. Διέθετε μια περιποιημένη αυλή με πολλά λουλούδια και δένδρα και το κυριότερο είχε διαρρυθμίσει μέσα στην αυλή του τα περίφημα «σεπαραδάκια», τα οποία ήταν ιδιωτικά διαμερίσματα χωρισμένα με αναρριχόμενα φυτά, ώστε να μπορούν να καταφεύγουν παράνομα ζευγάρια χωρίς να γίνονται εύκολα αντιληπτά. Τα ήθη της εποχής εκείνης δεν επέτρεπαν τις φανερές συναντήσεις των ερωτευμένων. Επιπλέον το κέντρο διέθετε μουσική από γραμμόφωνο, μεγάλη τεχνική κατάκτηση της εποχής. Όμως παρά την καλή περιποίηση, τα εκλεκτά εδέσματα και το καλό όνομα που είχε αποκτήσει, το «Κουκλάκι» σταμάτησε τη λειτουργία του το 1931.
Ένα άλλο θερινό εξοχικό κέντρο στην ίδια περιοχή ήταν το «Θεσσαλικόν». Αυτό είχε αναπτυχθεί σε μια κατάφυτη κυκλική πλατεία την οποία αντίκριζε κανείς, καθώς έβγαινε από το κτίριο του θεσσαλικού σιδηροδρόμου. Η πλατεία αυτή ήταν κατάφυτη από δένδρα μικρά και μεγάλα και από λουλούδια, το έδαφός της βρισκόταν ελαφρώς υπερυψωμένο από τους γύρω προσπελάσιμους προς τον σταθμό δρόμους και καλυπτόταν από φυσικό πράσινο χλοοτάπητα. Πάνω του υπήρχαν διάσπαρτα τραπεζοκαθίσματα. Άρχισε τη λειτουργία την ίδια χρονιά με το «Κουκλάκι» (1924), διέθετε πίστα χορού και πολλές φορές ζωντανή ορχήστρα διασκέδαζε τους θαμώνες. Εκτός από τα συνήθη τοπικά αναψυκτικά (γκαζόζες του Χαμαϊδή ή του Δικόπουλου) διέθετε και κουζίνα. Συγκέντρωνε πολύ και εκλεκτό κόσμο και η λειτουργία του διήρκεσε επί μία δεκαετία. Το 1934 έκλεισε, και ένας ακόμη χώρος ψυχαγωγίας στην πόλη σταμάτησε.
Επί της σημερινής οδού Παλαιολόγου και ακριβώς απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό των ΣΕΚ (ΟΣΕ σήμερα) βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Παυσίλυπο». Είχε σχήμα πολυγωνικό, εν είδει ροτόντας, και αρχικά υπήρξε επιχείρηση του Αλέκου Ξυραδάκη [2]. Η έναρξή του τοποθετείται πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πελάτες του έφθαναν μετά τα μεσάνυχτα, διέθετε ορχήστρα με λαϊκά όργανα, καλλίπυγες αρτίστες και μπορούμε να πούμε ότι ήταν ο πρόδρομος των σημερινών «σκυλάδικων». Περί το 1928 κατεδαφίσθηκε η ροτόντα και κατασκευάσθηκε νέο οίκημα, αυτό περίπου που υπάρχει μέχρι σήμερα. Νέος υπήρξε και ο επιχειρηματίας, ένας ονόματι Αρμένος, ο οποίος το δούλεψε ως καφενείο και μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες μετακαλούσε και ορχήστρα [3].
Στην ίδια περιοχή λειτούργησαν πολλά καφενεία, λόγω της έντονης επιβατικής κίνησης που είχε ο Λαρισαϊκός σιδηρόδρομος. Το κέντρο διασκέδασης «Όασις» λειτούργησε στην περιοχή των ΣΕΚ μεταπολεμικά και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Αλλά γι’ αυτό το κέντρο που είχε την πρωτοτυπία να προσκαλεί ορχήστρες και τραγουδιστές κύρους, όπως και το «Αλκαζάρ» του Βρεττόπουλου, θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμά μας.
[1]. Ο Μήτσος Βρεττόπουλος θεωρείται ο μετρ των καταστηματαρχών ψυχαγωγίας και εστίασης της παλιάς Λάρισας. Ξεκίνησε από το «Κυβέλεια» απέναντι από το σημερινό ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς», συνέχισε στο «Πανελλήνιον» στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, μετά στην «Αίγλη» στη δυτική πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου και μεταπολεμικά στο ανακαινισμένο περίφημο «Αλκαζάρ».
[2]. Γιος του Αλέκου Ξυραδάκη ήταν ο Ιωάννης Ξυραδάκης, από τους καλύτερους κουρείς στη Λάρισα. Είναι ο πρώτος που άνοιξε κομμωτήριο. Αρχικά στεγάσθηκε στην οδό Ερμού. Μετά το 1920 μετακόμισε στην οδό Κούμα, δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη και μεταπολεμικά κάτω από το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» στην Κεντρική πλατεία.
[3]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Λησμονημένα κέντρα του παλιού καιρού, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 27ης Αυγούστου 1979