Πιστεύεται ότι στην κατάσταση που τη βλέπουμε την είχε κτίσει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη, στις αρχές του 16ου αιώνα και θεωρείται ότι ήταν η πρώτη πέτρινη αμαξιτή γέφυρα [2] που είναι γνωστή στον θεσσαλικό χώρο. Ο συσχετισμός του τεμένους, που ανεγέρθηκε προς τιμήν του δίπλα στη γέφυρα που θεωρείται ότι έκτισε, είναι προφανής. Είχε μήκος 120 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, τα οποία με δυσκολία επέτρεπαν τη διασταύρωση δύο αμαξών επάνω της. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια ο δρόμος προστατευόταν σε χαμηλό ύψος (περίπου μέχρι το γόνατο ενός ενήλικα) με βαριά λίθινα στηθαία, κατασκευασμένα από μεγάλες, ογκώδεις και μονοκόμματες πλάκες, τοποθετημένες κάθετα. Με την απελευθέρωση της Λάρισας, η γέφυρα παρουσίαζε σημαντικές φθορές. Ειδικά τα ογκώδη στηθαία, από την πρόσκρουση των αμαξών επάνω τους, είχαν χάσει τη σταθερότητα, επειδή οι αρμοί τους είχαν χαλαρώσει. Η πρώτη επέμβαση, λοιπόν, που καταγράφεται στη γέφυρα μετά την απελευθέρωση του 1881 είναι η ενίσχυση των αρμών μεταξύ των στηθαίων.
Στη φωτογραφία που δημοσιεύεται φαίνεται καθαρά η ενίσχυση των στηθαίων με αρμούς σε λευκό χρώμα και μάλιστα σε περίοδο πλημμύρας. Εκείνο, όμως, που κάνει εντύπωση είναι ότι στο οδόστρωμά της συνωστίζονται κάθε λογής άτομα εν στάσει ή πάνω σε ζώα, με μέτωπο προς τον φωτογραφικό φακό. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο στη φωτογραφία είναι η ποικιλία στην ενδυμασία τους. Στρατιωτικές στολές, φουστανελοφόροι με φέσια, αγρότες, φραγκοφορεμένοι, μικρά αγόρια, αποτελούν το ζωντανό στοιχείο της πόλης, πέρα από τα άψυχα κτίσματα και την πλημμυρίδα του νερού.
Το 1886 τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού [3] ανέλαβε να διαπλατύνει και να διορθώσει υψομετρικά τη γέφυρα, να δημιουργήσει πεζοδρόμια και να απομακρύνει τα ογκώδη, αντιαισθητικά και χαμηλά πέτρινα στηθαία. Στη θέση τους τοποθετήθηκαν ψηλότερα ξύλινα κιγκλιδώματα σε σχήμα Χ. Με τις βελτιώσεις αυτές κατορθώθηκε να είναι δυνατή η σύγχρονη κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων σε ολόκληρο το μήκος της και η διαδρομή της να γίνει πιο άνετη και ασφαλής.
Πίσω από τη γέφυρα λόγω της πλημμύρας διακρίνονται μόνον τα υψηλότερα σημεία από το νησάκι. Το νησάκι αυτό ήταν μικρό σε μέγεθος, βρισκόταν στο μέσον της κοίτης του ποταμού, την οποία χώριζε στα δύο και ήταν προσβάσιμο μόνο με βάρκες. Στη δεξιά όχθη παρατηρούμε ότι υπάρχει ανάμεσα σε δένδρα μικρή στεγασμένη κατασκευή, ένα μέρος της οποίας στηρίζεται με ξύλα στον πυθμένα του ποταμού. Πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα καφενεία που υπήρχαν στην περιοχή αυτή του Πηνειού, όπως μας τα περιγράφει ο Βάσος Κυλικάς στη μελέτη του «Η μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1935». Γράφει σχετικά σε κάποιο σημείο: «Από το 1881-1885 στη δεξιά όχθη του Πηνειού και κάτω ακριβώς από τη Μητρόπολη [4] υπήρχε σειρά ολόκληρη καφωδείων, που στηριζόταν σε ξύλινους πασσάλους, όπως τα σπίτια στην Κίτρινη θάλασσα [5] και συγκέντρωναν πλείστους Λαρισαίους».
Η ζωή της γέφυρας αυτής, η οποία κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμπλήρωνε σχεδόν 4,5 αιώνες από την κατασκευή της από τον Χασάν μπέη, έμελλε να διακοπεί αιφνιδιαστικά. Τη Μ. Εβδομάδα του 1941 ένα μέρος ανατινάχθηκε από τα νεοζηλανδικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους, για να επιβραδυνθεί η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και τον Οκτώβριο του 1944 επακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της από τα γερμανικά στρατεύματα κατά την οπισθοχώρησή τους. Η ισχυρή έκρηξη έφερε το τέλος στη ζωή της γέφυρας που για αιώνες ήταν το σύμβολο της Λάρισας.
———————————————
[1]. Είναι ο πρώτος φωτογράφος που έκανε συστηματική δουλειά στην αποτύπωση τοπίων της Θεσσαλίας. Αρχικά είχε φωτογραφείο στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην ψαραγορά (Baluk Pazar), ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και από την επίσκεψή του αυτή γνωστό είναι σήμερα το λεύκωμά του «Souvenir de Thessalie» με 28 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων και πολύ καλής τεχνικής από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, μία εκ των οποίων είναι και η δημοσιευόμενη.
[2]. Δηλαδή γέφυρα από την οποία μπορεί να διέρχεται άμαξα. Όλες οι μέχρι τότε γνωστές πέτρινες γέφυρες ήταν στενές. Το ξακουστό γεφύρι της Άρτας ήταν στην Ήπειρο.
[3]. Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897), σελ. 3: «... Κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού επί στρατηγίας Σαπουντσάκη».
[4]. Εννοεί τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου.
[5]. Ο συγγραφέας τα συγκρίνει με τα ξυλόπηκτα σπίτια που αφθονούν και σήμερα σε πολλές φτωχικές συνοικίες στις παράλιες πόλεις της Κίνας.