Στην περιοχή αυτή, εξοχικό κέντρο υπήρχε συνεχώς από τα χρόνια της απελευθέρωσης της Λάρισας. Μόνο κατά τη διάρκεια της κατοχής, η οποία ήταν μια περίοδος στερήσεων και υποταγής στον κατακτητή, ολόκληρη η περιοχή του Αλκαζάρ ερήμωσε στην κυριολεξία. Μια ιταλική μονάδα στρατού στρατωνίστηκε στο προπολεμικό κέντρο και το 1941-42. Επειδή τη χρονιά εκείνη ο χειμώνας ήταν αρκετά βαρύς, πριόνιζαν τα γύρω δένδρα, για να τροφοδοτούν τις θερμάστρες του κέντρου με ξύλα. Και καθώς η φτώχεια ήταν ασήκωτη, τους ακολούθησαν από κοντά και πολλοί Λαρισαίοι, οι οποίοι ξερίζωναν ότι είχε απομείνει από τα κομμένα δένδρα που είχαν αποψιλώσει οι Ιταλοί. Έτσι όταν κάποτε ο πόλεμος τελείωσε, ολόκληρος σχεδόν ο χώρος του Αλκαζάρ είχε απογυμνωθεί από πράσινο και ο τόπος ξαναέγινε έρημος όπως ήταν παλιά επί τουρκοκρατίας [1].
Το 1946, κατά τη δημαρχιακή θητεία του Στυλιανού Αστεριάδη (1934-1950), τέθηκαν οι βάσεις για την αναδημιουργία του χαμένου κήπου στον χώρο του Άλσους των Νυμφών (Αλκαζάρ). Την άνοιξη του 1947 ο Δήμος Λαρίσης, στην προσπάθειά του να τονώσει το χαμένο από τον πόλεμο ηθικό των κατοίκων της πόλης, αποφάσισε να αναβιώσει το παλιό εξοχικό κέντρο. Έπειτα από σχετική δημοπρασία, ο Δήμος παραχώρησε στον επιχειρηματία Μήτσο Βρεττόπουλο την εκμετάλλευση επί 15ετία του χώρου του προπολεμικού κέντρου «Αλκαζάρ» με συμβολική τιμή, με την προϋπόθεση ότι ο ανάδοχος θα αναλάμβανε την υποχρέωση να κατασκευάσει νέο κτίριο στη θέση του παλαιού για τη λειτουργία εξοχικού κέντρου και να εξωραΐσει τον περιβάλλοντα χώρο. Η προηγούμενη εμπειρία του επιχειρηματία Μήτσου Βρεττόπουλου σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις [2] προοιώνιζε την επιτυχία και της νέας. Έτσι τον Μάρτιο του 1947 άρχισε με εντατικούς ρυθμούς τις εργασίες κατασκευής, και χωρίς να υπολογίσει έξοδα και κόπο μεταμόρφωσε τον χέρσο αυτό τόπο σε μια πραγματική όαση ομορφιάς [3]. Μέσα σε έξι μήνες δημιούργησε παρτέρια, φύτευσε με τη βοήθεια του κηπουρού του Δήμου και φίλου του Γρηγόρη Μελίδη καλλωπιστικά φυτά και δένδρα, κατασκεύασε μικρό σιντριβάνι και μια ευρύχωρη υπαίθρια χορευτική πίστα και άρχισε την κατασκευή του κτιρίου.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, το νέο κέντρο «Αλκαζάρ» υποδέχθηκε τους πρώτους θαμώνες. Αρχικά λειτούργησε σαν χώρος αναψυχής για τους περιπατητές και σταδιακά συμπληρώνονταν οι απαραίτητες κατασκευές και ολοκληρωνόταν το κτίριο.
Αρχιτεκτονικά το νέο κτίσμα ήταν μια ευρύχωρη και υπερυψωμένη τετράγωνη κατασκευή από ενισχυμένο ξύλο, με μεγάλα ανοίγματα στις τρεις από τις τέσσερες πλευρές του, τα οποία από τη μια διέχεαν το φως της ημέρας στο εσωτερικό του κτιρίου και από την άλλη έδινε τη δυνατότητα στον επισκέπτη να θαυμάσει την εξωτερική φυσική ομορφιά του κήπου και των δένδρων. Στον τεράστιο εξωτερικό χώρο βόρεια του κτιρίου αναπτύχθηκαν τραπέζια με καθίσματα, χωρητικότητας μέχρι 3.000 ατόμων και στο βάθος είχε κατασκευασθεί υπερυψωμένη σκεπαστή εξέδρα για την ορχήστρα. Ολόκληρος αυτός ο χώρος φωτίζονταν με επιμέλεια και γούστο.
Το επόμενο καλοκαίρι (1948) οι κατασκευές που έκανε ο Βρεττόπουλος του έδωσαν τη μορφή κοσμικού κέντρου με ορχήστρα, τραγουδιστές και διάφορα θεάματα. Από το κέντρο αυτό παρέλασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού εκείνης της περιόδου και οι Λαρισαίοι είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν από κοντά σπουδαία ονόματα καλλιτεχνών που γνώριζαν μόνο από τους δίσκους και το ραδιόφωνο. Αξέχαστες έμειναν στους παλαιότερους οι βραδιές με τον Νίκο Γούναρη και το Τρίο Κιτάρα. Όχι μόνον είχαν γεμίσει όλα τα τραπεζοκαθίσματα, αλλά και πλήθος κόσμου είχε κατακλύσει όρθιο την περιοχή για να παρακολουθήσει τους πασίγνωστους καλλιτέχνες. Εκτός αυτών οι θαμώνες του εξοχικού κέντρου εκστασιάζονταν και με τα διάφορα νούμερα που προσκαλούσαν οι διαχειριστές του κέντρου. Ζογκλέρ, αρτίστες και χορευτικά ζεύγη ενθουσίαζαν το κοινό.
Κοσμοπλημμύρα επικρατούσε στο κέντρο και τις ηλιόλουστες Κυριακές και γιορτές. Μετά την εκκλησία οικογένειες και φιλικές συντροφιές έκαναν τη βόλτα τους στο Αλκαζάρ. Περνούσαν τη γέφυρα και κατηφόριζαν στον ευθύ δρόμο μέχρι το στάδιο, για να καταλήξουν για καφέ ή τσίπουρο στο κέντρο [4].
Το 1952 ο Μήτσος Βρεττόπουλος αρρώστησε και εκχώρησε την επιχείρηση σε άλλους επιχειρηματίες, ένας εκ των οποίων ήταν και ο κομφερασιέ Κώστας Μπάμπαλης. Το κέντρο Αλκαζάρ σταμάτησε τη λειτουργία του το 1972 και στη συνέχεια το κτίριο κατεδαφίστηκε. Μετά τη μεταπολίτευση δημιουργήθηκε στη θέση του το Κηποθέατρο.
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα Α’ (2014). Το Κέντρο «Αλκαζάρ». Λάρισα (2018) σελ. 33-40.
[2]. Είχε λειτουργήσει με μεγάλη επιτυχία το ζαχαροπλαστείο «Κυβέλεια» στην οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) απέναντι από το σημερινό ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς», το Καφενείο «Πανελλήνιον» στη νότια πλευρά της πλατείας Θέμιδος (Κεντρική) και το ζαχαροπλαστείο «Αίγλη» στη δυτική πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου.
[3]. Περραιβός Κώστας, Το Αλκαζάρ τον παλιό καιρό, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 6ης Αυγούστου 1979.
[4]. Βλαχάκη Χαρίκλεια, Κοσμικόν Κέντρον Αλκαζάρ. Αναμνήσεις από τη Λάρισα της μεταπολεμικής περιόδου, περ. «In and Out» της εφημερίδας «Ελευθερία» φύλλο της 31ης Ιανουαρίου 2008.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com