Η λήψη της έγινε αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της το 1933. Προέρχεται από το αρχείο του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα και συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλες σε προεκλογικό φυλλάδιο, το οποίο κυκλοφόρησε τις παραμονές των δημοτικών εκλογών (Φεβρουάριος 1934). Ο φωτογράφος δεν μας είναι γνωστός. Πιθανολογείται όμως ότι μπορεί να είναι ο ζωγράφος-αγιογράφος Παντελής Γκίνης (1888-1988), καθώς τα παλιά χρόνια πολλοί ζωγράφοι διέπρεψαν και στην τέχνη της φωτογραφίας. Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή του κτιρίου της Δημοτικής Αγοράς, θα παρακολουθήσουμε εν συντομία τη διαδοχική χρήση του χώρου αυτού από το 1881 μέχρι σήμερα.
Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους, ο χώρος αυτός της Νέας Αγοράς ήταν ενιαίος με το διπλανό κονάκι του Τούρκου Χουσνή μπέη, το οποίο είχε αγοράσει το 1881 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’. Το 1897 χαρακτικό της εποχής[1] απεικονίζει τον χώρο γυμνό, αδιαμόρφωτο και εγκαταλειμμένο. Με την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως του 1884 και τη δημιουργία της οδού Μακεδονίας (σήμερα Βενιζέλου) ο χώρος τετραγωνίστηκε, ισοπεδώθηκε, πεζοδρομήθηκε και διαμορφώθηκε σε πλατεία. Δένδρα φυτεύτηκαν περιφερειακά σε διπλή σειρά, ενώ ο υπόλοιπος χώρος ήταν ακάλυπτος. Το κατάστρωμα της πλατείας, όπως άλλωστε και όλοι οι δρόμοι της Λάρισας, δεν είχαν γνωρίσει ακόμη την πολυτέλεια της ασφάλτου. Σκέτο πατημένο χώμα, που με την ελαφρότερη πνοή του ανέμου η σκόνη διαχεόταν ενοχλητική στην ατμόσφαιρα. Οι καταστηματάρχες μάταια προσπαθούσαν να μετριάσουν το κακό, καταβρέχοντας το έδαφος με ποτιστήρια, κάνοντας οικονομία στο νερό, γιατί το αγόραζαν από τους σακατζήδες νερουλάδες που το μετέφεραν από τον Πηνειό. Σε φωτογραφίες της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα του Στέφανου Στουρνάρα, παρατηρούμε ότι ο χώρος αυτός διαμορφώθηκε σε μια ευρύχωρη πλατεία η οποία λόγω της γειτνίασης με τα ανάκτορα ονομάσθηκε Πλατεία Ανακτόρων. Η πλατεία αυτή δεν ήταν σαν την Κεντρική πλατεία Θέμιδος (Μιχαήλ Σάπκα σήμερα), η οποία είχε κίνηση όλη την ημέρα και συγκέντρωνε τους κοσμικούς της παλιάς Λάρισας. Εδώ ήταν η πλατεία όπου συναντιόνταν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έπειτα από τον ολοήμερο κάματο πήγαιναν εκεί για να ξεκουραστούν, πίνοντας το αναψυκτικό ή το τσιπουράκι τους και συζητώντας επαγγελματικά ζητήματα ή επίκαιρα θέματα. Αν περνούσε κανείς τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες, θα έβλεπε την πλατεία να σφύζει από ζωή.
Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόταν η πλατεία, όταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή εν συνεχεία των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα οι πρόσφυγες, οι οποίοι στεγάστηκαν πρόχειρα σε τουρκόσπιτα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ενοίκους τους ή και σε άλλα κτίσματα, δημόσια ή ιδιωτικά, που ήταν διαθέσιμα. Στη Λάρισα σχεδόν αμέσως προέκυψε και θέμα επαγγελματικής στέγης για τους πρόσφυγες. Ο Δήμος για να διευκολύνει την κατάσταση, παραχώρησε την πλατεία Ανακτόρων και με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, δημιουργήθηκαν πρόχειρα παραπήγματα κατασκευασμένα από ξύλα και λαμαρίνες, όπου λειτούργησαν κάθε είδους μικρομάγαζα, άναρχα χωροθετημένα. Μπακάλικα, μανάβικα, ψαράδικα, καφενεία και άλλες μικροεπιχειρήσεις κάθε είδους ξεπρόβαλλαν ξαφνικά από ανθρώπους που προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Όμως κάποια στιγμή η συσσώρευση των παραγκών είχε δημιουργήσει το αδιαχώρητο, ενώ συγχρόνως η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη καθώς απουσίαζαν οι χώροι υγιεινής. Τον χειμώνα οι λάσπες και η υγρασία επιβάρυναν την υγεία των επαγγελματιών και δυσχέραιναν την επίσκεψη των αγοραστών.
Εν τω μεταξύ το 1925 εκλέχθηκε δήμαρχος ο Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος μεταξύ των άλλων έργων που είχε προγραμματίσει ήταν και η ανοικοδόμηση μεγάλης Δημοτικής Αγοράς. Σαν χώρο ανέγερσης προτάθηκαν διάφορα οικόπεδα. Τελικά, έπειτα από παλινωδίες και αντεγκλήσεις ετών επιλέχθηκε η Πλατεία Ανακτόρων και ύστερα από μεγάλες δυσκολίες τα παραπήγματα απομακρύνθηκαν.
Η Δημοτική Αγορά άρχισε να οικοδομείται κατά τη διάρκεια της δεύτερης δημαρχιακής θητείας του Σάπκα (1929-1934). Το κτίριο είχε εμβαδόν 49,50 Χ 42,50 μέτρα και προσαρμόστηκε στο σχήμα της πλατείας. Τα καταστήματα ήταν στη σειρά περιμετρικά, μέσα και έξω, ενώ στο κέντρο υπήρχε αίθριο. Η αρχιτεκτονική και στατική μελέτη του είχε εκπονηθεί από το υπουργείο Δημοσίων Έργων, ενώ την εργολαβία ανέλαβε ο μηχανικός Κωνσταντίνος Μιχαλέας. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το κτίριο να έχει υπόγειο και δύο ορόφους, ενώ στην περιοχή του αίθριου θα στεγαζόταν από υαλόφρακτη διαφανή στέγη. Η μεγάλη δαπάνη όμως που απαιτούσε η κατασκευή του, υποχρέωσε τον Δήμο να κατασκευάσει αρχικά μόνο το ισόγειο, ενώ η ολοκλήρωσή του προβλεπόταν να γίνει σε μια δεύτερη φάση. Το έργο κατασκευάστηκε με σιδηροπαγές σκυρόδεμα και τα εγκαίνια έγιναν με επισημότητα τον Δεκέμβριο του 1933, δύο περίπου μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1934, δηλαδή προεκλογικά. Όπως είναι γνωστό, στις εκλογές αυτές ο εμπνευστής του έργου Μιχ. Σάπκας απέτυχε να επανεκλεγεί και ο διάδοχός του Στυλιανός Αστεριάδης, ο επιλεγόμενος Πατόφλας, δεν το ολοκλήρωσε.
Όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία του 1934, η Δημοτική αγορά ήταν ένα κτίριο μεγάλων διαστάσεων. Είχε συνολικά στη σειρά 56 καταστήματα, κατανεμημένα στην εξωτερική και εσωτερική πλευρά του. Όλα διέθεταν ευρύχωρα υπόγεια. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του γινόταν από τέσσερις μεγαλοπρεπείς εισόδους, μία σε κάθε πλευρά. Υπόστεγα πλάτους τεσσάρων μέτρων κάλυπταν περιμετρικά όλα τα καταστήματα, ώστε να διευκολύνεται η διακίνηση του κόσμου και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες[2]. Στα καταστήματα στεγάστηκαν κατά προτεραιότητα οι πρόσφυγες, καθώς και τα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπωλεία και άλλα καταστήματα τροφίμων που βρίσκονταν κυρίως στη ρυπαρή τότε οδό Πανός.
Η ζωή της Δημοτικής Αγοράς υπήρξε σύντομη, μόλις 45 χρόνια. Το καλοκαίρι του 1978, επί δημαρχίας Αγαμέμνονα Μπλάνα, με την κατεδάφιση έκλεισε τον κύκλο της[3], με την προοπτική να γίνει χώρος πρασίνου.
[1]. Στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde Illustree» των Παρισίων της 17ης Απριλίου 1897.
[2]. Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά μελετήματα. Η μικρή ιστορία της Δημοτικής μας Αγοράς, έκδοση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Αθήνα (2000), σελ. 97-100.
[3]. Η ιδέα της κατεδάφισης είχε τεθεί από την περίοδο της επταετίας (1971), αλλά το προεδρικό διάταγμα δημοσιεύθηκε το 1977. Η απόφαση κατεδάφισης διαίρεσε το κοινό της πόλης, αλλά τελικά τον Αύγουστο του 1978 η καταστροφή της είχε ολοκληρωθεί.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com