Κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας στη Λάρισα, πέρα από μια μεγάλη μερίδα Τούρκων μπέηδων, που με βαρβαρότητες, μίση και στυγνή δουλεία καθήλωναν τον χριστιανικό πληθυσμό σε αφόρητη εξαθλίωση και πενία, υπήρξαν και ορισμένοι Οθωμανοί οι οποίοι αγάπησαν τον χριστιανικό πληθυσμό, συνεργάστηκαν μαζί του επαγγελματικά και έζησαν αρμονικά, χωρίς αντιπαλότητες. Επιπλέον όσοι παρέμειναν στην πόλη μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881, υπήρχαν περιπτώσεις που με τον πλούτο που διέθεταν τους ευεργέτησαν, μέχρι του σημείου να συμβάλουν και στην ανέγερση χριστιανικών ναών. Θα αναφερθούμε σε μερικά γνωστά παραδείγματα:
Ο Οθωμανός διοικητής της Γενί Σεχήρ είχε δώσει αυστηρή εντολή να νοσηλεύονται δωρεάν στο τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο (Χαστανιέ) και χριστιανοί κάτοικοι της Λάρισας, τους οποίους παρακολουθούσαν επιστήμονες ιατροί της πόλης (Αναστάσιος Ζαρμάνης, Αναστάσιος Αστεριάδης και άλλοι)[1].
Ο Οθωμανός Χασάν Εφέντης Ετέμ Αγάς, τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση, λόγω των φιλελληνικών αισθημάτων του, είχε προτείνει ως πρώτο δήμαρχο της Λάρισας μετά την απελευθέρωση, το 1887, όταν πλέον είχε ήδη παραιτηθεί, δώρισε οικόπεδο 4 περίπου στρεμμάτων το οποίο βρισκόταν στη συνοικία Καραγάτς, με σκοπό να ανεγερθεί στο σημείο αυτό χριστιανικός ναός[2], ο σημερινός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου. Αργότερα στο ίδιο οικόπεδο κτίσθηκε και το Ε’ Δημοτικό Σχολείο.
Θα σταθούμε όμως σε έναν άλλο Οθωμανό που αγάπησε και ευεργέτησε τη Λάρισα, τον Χαφούζ Εφέντη Μεχμέτ Σερίφ. Γεννήθηκε στον Άνω Βόλο το 1848 και έφθασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού του Μηχανικού του τουρκικού στρατού. Διέκοψε όμως νωρίς τη στρατιωτική του καριέρα και παραιτήθηκε, για να επιδοθεί στη γεωργία, καθώς κληρονόμησε μια τεράστια κτηματική περιουσία από τον παππού από την πλευρά της μητέρας του, Εμίν Αγά. Είχε όμως την ατυχία να προσβληθεί από φυματίωση. Λόγω της μεταδοτικής πάθησής του, οι οικείοι δυστυχώς τον απομάκρυναν από κοντά τους. Με τη φροντίδα του Μιχαήλ Σάπκα, που ήταν απ’ αρχής ο θεράπων ιατρός του εισήχθη στο Πολιτικό (Κουτλιμπάνειο) Νοσοκομείο, όπου έτυχε πολύ καλής περιποίησης και επιμελημένης ιατρικής περίθαλψης. Σε ανταπόδοση όλης αυτής της βοήθειας που είχε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, όταν συνέταξε τη διαθήκη άφησε στο Νοσοκομείο Λαρίσης ένα τεράστιο αγρόκτημα 5.800 στρεμμάτων που είχε στο Κιλελέρ. Γράφει στη διαθήκη του: «Την ακίνητον περιουσίαν μου την κειμένην εν τω χωρίω Κιολελέρ του Δήμου Αρμενίου, συνισταμένην εκ γαιών εκτάσεως περίπου πέντε χιλιάδων οκτακοσίων (5.800) στρεμμάτων, γεωργικών οικιών και λοιπών, ήτοι ολόκληρον το κτηματομερίδιον το γνωστόν υπό το όνομα «Αλιακάς» του Εμίν Αγά, καταλίπω ολόκληρον εις το Πολιτικόν Νοσοκομείον Λαρίσσης, το Κουτλιμπάνειον λεγόμενον, ορίζω δε και διατάσσω ίνα τούτο εσαεί μένει αναπαλλοτρίωτον, τα δε εισοδήματα αυτού χρησιμεύωσιν εις την θεραπείαν των αναγκών του Νοσοκομείου» [3]. Μετά τη σύνταξη της διαθήκης του ο Χαφούζ Εφέντης έζησε μόνον τρεις ημέρες. Το απόγευμα της 19ης Μαρτίου του 1911 απεβίωσε και στις 20 έγινε η κηδεία του, στην οποία παρευρέθηκαν ο Δήμαρχος Αχιλλέας Αστεριάδης, σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο, το Αδελφάτο του Πολιτικού Νοσοκομείου και πάρα πολλοί δημότες της Λάρισας που τόσο επρόκειτο να τους ευεργετήσει με τη δωρεά του. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι την περίοδο εκείνη (1911) ο Σάπκας ήταν δημοτικός σύμβουλος και κατείχε τη θέση του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου.
Στη συνέχεια θα αφήσουμε τη Λαρισαία Αμαλία Παπασταύρου-Χρυσοχόου[4], σύζυγο του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Παπασταύρου, να μας περιγράψει με λυρικό τρόπο τον Χαφούζ εφέντη και τις αγαθοεργές πράξεις του με ένα δημοσίευμα σε τοπική εφημερίδα, με τίτλο: «Αξιομίμητον παράδειγμα». Μέσα σ’ αυτό ξεδιπλώνει τις φιλάνθρωπες αρετές του Χαφούζ Εφέντη και περνάει ορισμένα καίρια μηνύματα, πρωτόγνωρα για την εποχή εκείνη. Γράφει η Αμαλία Παπασταύρου:
«Σύμπαντες οι δημότες Λαρίσσης, τη προσκλήσει του κ. Δημάρχου και του αδελφάτου του Πολιτικού Νοσοκομείου συνόδευσαν προχθές την εκφοράν του συμπολίτου μας Χαφούζ εφένδη Μεχμέτ Σερίφ, μεγάλου ευεργέτου του Πολιτικού Νοσοκομείου. Ο αποθανών συμπολίτης μας οθωμανός εγεννήθη[5] και έζησεν εν Λαρίσση, κληροδοτεί δε δια διαθήκης το κτήμα του το εν Κιλελέρ εις το Πολιτικόν Νοσοκομείον, το οποίον είχε κλείσει σχεδόν τας πύλας του εις τους πολίτας και είχεν ενοικιασθή ως στρατιωτικόν τοιούτον δι’ έλλειψιν πόρων[6].
Εις τους ομοθρήσκους του, οίτινες τω υπεδείκνυον να διαθέση καλλίτερον την περιουσίαν του, έλεγεν «Ασθενώ προ πολλού, είμαι εύπορος, έχω συγγενείς και εν τούτοις αισθάνομαι την έλλειψιν καταλλήλου περιθάλψεως. Φαντάζομαι την θέσιν των απόρων εν μακρά σθενεία». Τι ευεργετικότερον, τι θειότερον δυνατόν να αισθανθή τις παρά να φανή χρήσιμος εις την δυστυχίαν των ομοίων του!
Ό,τι δεν πράττει η επίσημος φιλανθρωπία, η οποία βάσιν έχει τα διδάγματα του Ευαγγελίου, ό,τι δεν πράττει το κράτος, το πραγματοποιεί είς αληθής Μουσουλμάνος, γνήσιον τέκνον του Κορανίου, με αγαθότητα ψυχής και ευγένειαν αισθημάτων, διαθέτων τον πλούτον του υπέρ της πασχούσης ανθρωπότητος.
Γόνυ κλίνατε οι φιλάνθρωποι προ της υπερόχου αντιλήψεως των καθηκόντων εκάστου προς τον όμοιόν του και δή εις την παρούσαν περίστασιν, οπότε έπρεπε να παρίδη θρησκευτικάς προλήψεις, ανατροφήν, περιβάλλον και να κατευθυνθή η βούλησίς του εις το απολύτως αγαθόν, εις το απολύτως ευεργετικόν.
Τις ηδύνατο υπό τας σημερινάς συνθήκας να πιστεύση ότι είς Οθωμανός θα επροικοδότει το Νοσοκομείον μας ηγεμονικώς, να χαρίση εις τους κολλήγους του τα χρέη και τα ζώα, να μη λησμονήση δε και την περιθάλψασαν αυτόν κατά την ασθένειάν του οικογένειαν, εις την οποίαν αφήκε την οικίαν του, χωρίς να δυσαρεστήση και τους πλαγίους συγγενείς του, εις τους οποίους αφήνει την εν Τουρκία περιουσίαν του.
Γόνυ κλίνατε πολυτάλαντοι Τσιφλικιούχοι, οι οποίοι θορυβείτε και τρέμετε μη χάσητε ολίγην γην, δίδοντες αυτήν εις τους αγρότας με τιμήν μάλιστα μεγαλειτέραν αφ’ ό,τι την αγοράσατε, γην των Πατέρων των, γην ποτισμένην με τον ιδρώτα των, προ του μεγάλου δωρητού, ο οποίος εγκαταλείπει τον κόσμον, αφήνων όπισθέν του την ευγνωμοσύνην των πασχόντων, τους οποίους ανακουφίζει.
Γόνυ κλίνατε οι κοινωνισταί προ ενός, όστις δεν ήξευρεν ούτε την λέξιν σοσιαλισμός και εν τούτοις δια μιας εξόχου πράξεώς του, υπό γενικωτέραν έποψιν κατέρριψεν όλα τα τεχνητά εμπόδια, τα χωρίζοντα φυλάς και θρησκείας εις την ανθρωπότητα.
Οι δημόται Λαρίσσης, εις τας καρδίας των οποίων η μνήμη του ευγενούς και φιλανθρώπου τέκνου της θα μείνη αοίδιος, προέπεμψε με ειλικρινή θλίψιν τον νεκρόν του μεγάλου ευεργέτου του Π. Νοσοκομείου εις την τελευταίαν του κατοικίαν.
Αιωνία σου η μνήμη, Χαφούζ Εφένδη, ευγενές τέκνον της Λαρίσης. 22 Μαρτίου 1911»[7].
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι με τη διαθήκη του, εκτός της κτηματικής περιουσίας 5.800 στρεμμάτων στο Κιλελέρ που άφησε στο Νοσοκομείο που τον περιέθαλψε, δώρισε στους 15 κολλήγους οι οποίοι δούλευαν στα κτήματά του τα σπίτια και τα ζώα και χάρισε όλες τις οφειλές τους προς τον ίδιο. Επίσης στον εργολάβο Ανδρέα Πέρλη και τη γυναίκα του, οι οποίοι τον συμπαραστάθηκαν μέχρι τη στιγμή του θανάτου του και διέμεναν μαζί του, τους χάρισε το σπίτι του, που βρισκόταν στη Βολιόπορτα, δηλαδή λίγο πιο κάτω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στον δρόμο που οδηγεί προς Βόλο, ενώ σε τέσσερες εξαδέλφους του στην Τουρκία άφησε από 3.000 δραχμές τον καθένα.
Σ’ αυτή την αγνή και φιλάνθρωπη μορφή, η πόλη δεν του απένειμε τις δέουσες τιμές. Ούτε την ονομασία ενός δρόμου, απ’ όσο γνωρίζω. Μόνον το παλιό Αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου ανάρτησε στα γραφεία του το πορτραίτο που δημοσιεύεται στο σημερινό σημείωμα.
-----------------------
[1]. εφ. «Νέα Ημέρα», Λάρισα, φύλλο της 29ης Σεπτεμβρίου 1935.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο πρώτος δήμαρχος της Λάρισας ήταν Τούρκος εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 21ης Ιανουαρίου 2015.
[3]. Διαθήκη αρ. 53182/16. 3. 1911 του συμβολαιογράφου Λάρισας Ευστρατίου Γεωργιάδη, η οποία βρίσκεται στα Γ. Α. Κ. Λάρισας. Βλέπε και Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956), Λάρισα (2013) σελ. 213-215. Ευχαριστίες οφείλω στην κ. Φανή Καραγιάννη, διευθύντρια σήμερα των Γ.Α.Κ. Λάρισας.
[4]. Η Αμαλία Παπασταύρου γεννήθηκε στη Ζίτσα της Ηπείρου και ήλθε στη Λάρισα με τον αδελφό της Μιχαήλ Χρυσοχόου, σπουδαίο χαρτογράφο, πριν την απελευθέρωση του 1881. Παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Κωνσταντίνο Παπασταύρου και αγωνίστηκε, μαζί με άλλες μορφωμένες γυναίκες της Λάρισας, να προωθήσει το φεμινιστικό κίνημα και τις σοσιαλιστικές ιδέες στην πόλη μας.
[5]. Το σωστό είναι ότι γεννήθηκε στον Άνω Βόλο το 1848.
[6]. Από το κείμενο της Αμαλίας Παπασταύρου πληροφορούμαστε για πρώτη φορά ότι το Κουτλιμπάνειο Νοσοκομείο το 1911 είχε σταματήσει να δέχεται ασθενείς λόγω έλλειψης πόρων και ενοικιάστηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι την περίοδο εκείνη η Ελλάδα βρισκόταν σε προετοιμασίες για τους Βαλκανικούς Πολέμους.
[7]. εφ. «Μικρά», φύλλο της 25ης Μαρτίου 1911. Τα δημοσιεύματα αυτά προέρχονται από το αρχείο του Θανάση. Μπετχαβέ.