Οι άλλοι συνιδιοκτήτες (εξ αδιαιρέτου) του λιβαδιού ήταν οι αδελφοί Γεώργιος, Χρήστος και Αντώνιος Αστεριάδης (κατά 5/12) και οι κτηματίες Γιαννακός Ανίτσης και Δημήτριος Θέου (κατά 2/12). Το 1883 ως ενοικιαστής του λιβαδιού (για τις ανάγκες βοσκής των 3.000 γιδοπροβάτων που διέθετε) αναφέρεται ο Γάκος Τσάπανος που την ίδια χρονιά είχε εγκατασταθεί οριστικά στο Τατάρ (Φαλάνη) [2].
Ο Αριστείδης Αλέκου γεννήθηκε στη Λάρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1850 (πιθανόν το 1851). Πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου, αφού εργάστηκε για έναν χρόνο στα νοσοκομεία της πρωτεύουσας, επέστρεψε το 1876 στη γενέτειρά του. Την ίδια χρονιά νυμφεύθηκε την Αμαλία, θυγατέρα του Κωνσταντίνου Πετρίδη και της συζύγου του Μπαλασής (ή Βαλασής) Πετρίδου. Ο Κωνσταντίνος Πετρίδης ήταν αδελφός του μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτου Γ’ Πετρίδη (εκλέχθηκε στις 7 Αυγούστου 1875). Η συγγένεια αυτή με τον Μητροπολίτη θεωρούμε ότι επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τόσο την επαγγελματική όσο και την προσωπική του ζωή. Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), ο Μητροπολίτης Νεόφυτος διορίσθηκε (17 Αυγούστου 1882) ως μέλος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (ΦΕΚ 88/Α/29-8-1882). Για τις προσωπικές του υποθέσεις στη Λάρισα διόρισε ως πληρεξούσιό του τον Αριστείδη Αλέκου [3]. Λίγους μήνες αργότερα (8 Δεκεμβρίου 1882), ο τελευταίος διορίσθηκε με υπουργική απόφαση, ιατρός στις φυλακές υποδίκων της Λάρισας, αντικαθιστώντας τον μέχρι τότε ιατρό Γεώργιο Γρυπάρη (ΦΕΚ 205/Α/28-12-1882). Στις 11 Νοεμβρίου 1883, ο Αριστείδης Αλέκου (μαζί με τους ιατρούς Παναγιώτη Ασλάνη, Αχιλλέα Αστεριάδη και Γεώργιο Γρυπάρη) δέχθηκε την πρόταση του Δήμου Λαρίσης «όπως υπηρετήσωσι την πόλιν δωρεάν, αναλαβόντες του τε νοσοκομείου και των πενήτων της θεραπείας την φροντίδα» [4].
Η σύζυγός του Αμαλία Α. Αλέκου είχε στην πλήρη κυριότητά της ένα μεγάλο οικόπεδο (750 τετραγωνικούς τεκτονικούς πήχεις) [5] στη συνοικία του Τρανού Μαχαλά (Αγίου Αχιλλίου), το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το οικόπεδο του Γρηγορίου Χατζηλαζάρου. Πάνω σε αυτό το οικόπεδο, ο Μητροπολίτης Νεόφυτος ανήγειρε με δικές του δαπάνες δύο διώροφες κατοικίες. Τον Αύγουστο του 1882 η Αμαλία μεταβίβασε στην πλήρη κυριότητα του Νεοφύτου το οικόπεδο αντί του ποσού των 30 χρυσών τουρκικών λιρών [6].
Η πρώτη από τις προαναφερθείσες κατοικίες αποπερατώθηκε τον Δεκέμβριο του 1881 και διέθετε δύο καταστήματα στο ισόγειό της. Τον Ιανουάριο του 1882 η οικία (πλην των καταστημάτων) ενοικιάστηκε στο Ελληνικό Δημόσιο για να χρησιμεύσει ως κτίριο γραφείων της Εισαγγελίας Εφετών [7]. Τις διαπραγματεύσεις πραγματοποίησαν αφενός μεν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Αχιλλεύς Διογενείδης (ως εκπρόσωπος του Δημοσίου) και αφετέρου ο ιατρός Αριστείδης Αλέκου (ως πληρεξούσιος του Νεόφυτου). Με εντολή του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Αλέξανδρου Κοντόσταυλου (1835-1909) η μίσθωση ανανεώθηκε τον Φεβρουάριο του 1885 για ακόμα τρία χρόνια αντί μηνιαίου μισθώματος 200 δρχ. Τις διαπραγματεύσεις αυτήν τη φορά πραγματοποίησε ο εισαγγελέας Εφετών Ιωάννης Σταματιάδης απευθείας με τον μητροπολίτη Νεόφυτο [8]. Τα δύο καταστήματα εκμισθώθηκαν για δύο χρόνια (Απρίλιος 1884) στον έμπορο Κωνσταντίνο Α. Οικονομίδη, ο οποίος στέγασε τα γραφεία της Εμπορικής Μετοχικής Εταιρείας «Κ. Α. Οικονομίδης και Συντροφία» [9].
Η δεύτερη κατοικία ήταν μικρότερη και βρισκόταν δίπλα από την πρώτη. Αποπερατώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1882 από τον εργολάβο Σταμάτιο Λαγκό, ο οποίος ανέλαβε και τον ελαιοχρωματισμό της αντί 40 λιρών Τουρκίας (1016,87 δρχ.) [10]. Στον όροφο διέμενε ο ιεράρχης, ενώ στο ισόγειο στεγάστηκαν τα γραφεία της Μητροπόλεως Λαρίσης.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1885 ο Μητροπολίτης Νεόφυτος μετέβη στο συμβολαιογραφικό γραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου όπου συνέταξε τη δημόσια διαθήκη του [11]. Κληροδότησε τη μεγάλη διώροφη οικία (η οποία ήταν ενοικιασμένη στην Εισαγγελία των Εφετών) κατά 1/3 στη νύφη του Μπαλασή (ή Βαλασή) Πετρίδου (σύζυγο του αδελφού του Κωνσταντίνου Πετρίδη) και κατά 2/3 στην ανεψιά του Αμαλία (θυγατέρα του αδελφού του και σύζυγο του ιατρού Αριστείδη Αλέκου). Μετά από τον θάνατο της πρώτης το μερίδιό της θα περιερχόταν στη δεύτερη, και μετά από τον θάνατο της τελευταίας στα παιδιά της. Εάν δεν υπήρχαν απόγονοι, τότε η οικία και τα καταστήματα θα περιέρχονταν στο υπό σύσταση Ορφανοτροφείο της Λάρισας.
Τη μικρή διώροφη κατοικία που βρισκόταν δίπλα από την προαναφερθείσα στη συνοικία του Αγίου Αχιλλίου, καθώς και τις άλλες κατοικίες και τα καταστήματα που βρισκόταν στις συνοικίες Βολιόπορτα και Αραμπατζίδικα τα κληροδότησε στο υπό σύσταση Ορφανοτροφείο της πόλης. Ο ιεράρχης έθεσε όμως και επί πλέον όρους στη διαθήκη του. Εάν το Ορφανοτροφείο της Λάρισας, δεν θα είχε συσταθεί μέχρι την ημέρα της κοίμησής του, τότε όλα τα ακίνητα θα περιέρχονταν στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Εάν όμως και αυτό δεν θα είχε συσταθεί, ο εκτελεστής της διαθήκης (είχε ορισθεί ο εκάστοτε δήμαρχος της Λάρισας), θα προέβαινε στην εκμετάλλευση και διαχείριση των παραπάνω ακινήτων και από τα έσοδα που θα προέκυπταν θα χορηγούσε διάφορα ποσά ως προίκα σε «υπανδρευόμενα άπορα κοράσια». Στις επιλογές του δημάρχου δεν θα συμπεριλαμβάνονταν νεαρές κοπέλες τόσο από το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον του, όσο και από το αντίστοιχο των δημοτικών συμβούλων.
(συνεχίζεται)
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, φκ. 001, 27 Αυγούστου 1882.
[2]. Το ετήσιο μίσθωμα ανερχόταν στις 270 χρυσές λίρες Τουρκίας (6.069,60 δρχ.). Βλ. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 006, αρ. 1741 (10 Σεπτεμβρίου 1883) και φκ. 011, αρ. 2912 (29 Αυγούστου 1884).
[3]. Αρχείο συμβολαιογράφου Αντωνίου Γαϊτάνου (Αθήνα), αρ. 18713/1881.
[4]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 212 (13 Νοεμβρίου 1883).
[5]. Ο τετραγωνικός τεκτονικός πήχυς αντιστοιχούσε με 0,5625 τετραγωνικά μέτρα.
[6]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 002, αρ. 589 (28 Αυγούστου 1882) και αρ. 610 (1 Σεπτεμβρίου 1882).
[7]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 004, αρ. 1145 (8 Ιανουαρίου 1882).
[8]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 012, αρ. 3401 (1 Φεβρουαρίου 1885).
[9]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 009, αρ. 2506 (21 Απριλίου 1884).
[10]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αναστασίου Φίλιου, φκ. 004, αρ. 1317 (5 Σεπτεμβρίου 1882).
[11]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 015, αρ. 4183 (20 Δεκεμβρίου 1885).