Η μετάθεσή του στη Λάρισα το 1891 ήταν δυσμενής. Είχε προηγηθεί η 20ήμερη φυλάκισή του από τον τότε Υπουργό των Στρατιωτικών, επειδή όταν υπηρετούσε ως ανθυπίατρος στο Μεσολόγγι (1890), δημοσίευσε ένα ταξιδιωτικό χρονικό που θεωρήθηκε προσβλητικό για τους κατοίκους της τότε επαρχίας Ναυπακτίας [2]. Κατά τη διαμονή του στη Λάρισα επισκέφθηκε τα χωριά της περιφέρειας και κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε κείμενα που δημοσιεύθηκαν το 1892 στο περιοδικό «Εστία». Ένα μάλιστα από αυτά [3] προκάλεσε νέες αντιδράσεις και ποικίλα σχόλια [4]. Στο σημερινό σημείωμα θα παρουσιάσουμε τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι που πραγματοποίησε τον Ιούλιο του 1891 από το Μεγάλο Κεσερλή (Συκούριο) στη Λάρισα και το οποίο φέρει τον τίτλο «Ο κερατζής» [= Ο αγωγιάτης] [5]. Διατηρήσαμε τη γλώσσα του κειμένου με μικρές επεξηγηματικές σημειώσεις.
«Επέστρεφα από το Κισερλή ’ς την Λάρισα. Ήτο Ιούλιος μήνας και οι χωριάτες όλοι ήσαν σκλαβωμένοι εις τη δουλειά. Ποιος αλώνιζε, ποιος ελύχνιζε, ποιος έμπαζε τ’ άχερα εις το ντάμι [= καλύβα, στάβλος] του. Οι γυναίκες και τα παιδιά, ετσάκιζαν καπνό. Ζητώ ζώον διά να φύγω• πού ζώον. Κ’ εκείνα όλα ήσαν αγγαρεμένα. Άλλα έσερναν τη δοκόνα [= δοκάνη ή αδοκάνη, αλωνιστικό εργαλείο], άλλα εγύριζαν εις το στυγερό [= ξύλινος στύλος στη μέση του αλωνιού], άλλα ζευγμένα εις τούς αραμπάδες [= τετράτροχες άμαξες] εκουβάλουν δεμάτια. Ούτε βωδάκι δεν έμενεν αργό! Ο πτωχός Μεχμέτ αγάς, ο δήμαρχος [6] επήγαινε να σκάση από το κακό του. — Α τζάνουμ! έλεγε κτυπών τα χέρια εις τα μεριά του με απελπισία• να μη βρίσκεται ούτ’ ένα άλοο!... [= άλογο].
Η απελπισία του όμως αυτή ήτον αφύσικη. Και αυτός ο ίδιος και άλλοι αγάδες είχαν άλογα και άλογα της καβάλας, άτια περήφανα και αξετίμωτα= ανεκτίμητα], τα οποία βέβαια ποτέ δεν έβγαζαν από τ’ αχούρι [= στάβλο] να τα φορτώσουν είτε να τα βάλουν εις τ’ αλώνι. Δεν τα έδιδαν όμως και να τα καβαλίκη ένας γκιαούρης [= άπιστος] μολιαζίμης. Επί τέλους μου έστειλεν ο Μεχμέτ ένα καλοσελωμένο και καλοχαλινωμένο γαϊδουράκι. Και μου παράγγειλε με το δούλον του, να δεχθώ αυτό, διότι δεν είχεν ελπίδα να ευρεθή άλογο ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο έως την Κυριακή. Και την Κυριακή πάλι δύσκολον ήτο, διότι οι χωριάτες θ’ άφιναν τα ζώα των ν’ αναπαυθούν από τους κόπους όλης της εβδομάδας.
Εγώ εθύμωσα. Τους ήξερα από πολλά άλλα τους Τούρκους της Θεσσαλίας. Αν και πατρίδα και νόμους και υπεράσπισιν έχουν περισσοτέραν τόρα παρά πριν κατ’ από τον Σουλτάνον των όμως δεν το χωνεύουν παν ό,τι είνε ελληνικόν. Κατά τα 82 εις τα Ζωρμπαϊκά [= πολεμικά γεγονότα του 1882], είχαν έτοιμα πολλά σφάγια να προϋπαντήσουν εις τα Τέμπη τον Πασάν των. Και κατά τα 86 ακόμη [7], τα δημαρχικά καταστήματα των δήμων Νέσσωνος και Γόννων ήσαν γεμάτα από όπλα Γκρά, τα οποία θ’ άρπαζαν οι φανατικοί αγάδες, ευθύς άμα άνοιγε το ντουφέκι εις τα σύνορα. Αφού όμως δεν ημπορούν να κάμουν τίποτε σπουδαίον περιορίζονται να εξευτελίζουν, όταν τους είνε εύκολον, κάθε εθνικόν μας γόητρον. Και τόρα βέβαια, με το πονηρό μυαλό τους, ηθέλησαν να εξευτελίσουν και εμέ και το αξίωμά μου, προ παντός το αξίωμά μου. Εύμορφο πράγμα δεν είνε νά βλέπης ένα καπετάνον πού αστράφτουν τα γαλόνια του εις το κεφάλι και βροντοκοπά το σπαθί του εις το πλευρό, να περνά ημέρα μεσημέρι από τον κόσμο μέσα, επάνω εις ένα γαϊδουράκι. Ο Σάντσος Πάνσας [= ο ιπποκόμος του Δον Κιχώτη] θα ήτο πολύ σεβαστότερος.
— Που είνε ο Μεχμέτ αγάς; ερώτησα τον δούλον. — Έφυγε… πάει ’ς το κουτσούκ Κισερλί [= Ελάτεια]. Και αμέσως άρχισε να μου παινεύη το γομάρι ότι τρέχει γρήγορα, ότι είνε ήσυχο κ’ έχει καλή περπατησά και ότι θα πάγω χωρίς να ταραχθώ έως την Λάρισα. Εγώ τον άκουγα και καθώς μ’ έβλεπε με τα μικρά πονηρά μάτια του και άνοιγε τα πλατειά χείλη του μου εφαίνετο ότι έχαιρε και αυτός διά το ρεζιλίκι μου και δύο τρεις φορές μου ήλθε να ξεσπάσω εις το πρόσωπόν του τον θυμόν μου. Αλλά και τι δεν κάμνει η ανάγκη; Εχρεώστουν [= έπρεπε] να ήμαι εις Λάρισα χωρίς άλλο την νύκτα εκείνη και με τα ξημερώματα να ευρεθώ εις την υπηρεσίαν μου. Απεφάσισα να ρίξω το κεφάλι και να δεχθώ το άδωρο δώρον του Μεχμέτ […]».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικόλαος Α. Δεσιμόνας, Η άσκηση της Ιατρικής και οι γιατροί στον θεσσαλικό χώρο (1881-1940). Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Επιστημών Υγείας, Τμήμα Ιατρικής (διδακτορική διατριβή), Λάρισα 2017, σ. 619.
[2]. Το υλικό που συγκέντρωσε το χρησιμοποίησε αργότερα για τη συγγραφή του διηγήματος «Ο ζητιάνος» (Εστία 1897), που διαδραματίζεται στο χωριό Νυχτερέμι (σημ. Παλαιόπυργος της Λάρισας).
[3]. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Η πατρίς του Ρήγα», Εστία (Αθήνα), έτος 17, Α’ εξάμηνο (Ιανουάριος-Ιούνιος 1892), τεύχος 9 (1892), σ. 138-142.
[4]. Χρίστος Ριζόπουλος, «Το σκάνδαλο του Ανδρέα Καρκαβίτσα που προτίμησε τον Ρήγα από τον Ιησού Χριστό», Θεσσαλικά Χρονικά (Αθήνα 1965), σ. 471-475.
[5]. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Ο κερατζής», Εστία (Αθήνα), έτος 17, Α’ εξάμηνο (Ιανουάριος-Ιούνιος 1892), τεύχος 19 (1892), σ. 298-302.
[6]. Πρόκειται για τον Μαχμούτ Μεχμέτ αγά, τον δήμαρχο του τότε Δήμου Νέσσωνος που παρέμεινε στη θέση του μέχρι τις 3 Ιουλίου 1883.
[7]. Θωμάς Ζαρκάδας, «Τα πολεμικά γεγονότα στη Θεσσαλία τον Μάιο του 1886», Θεσσαλικό Ημερολόγιο (Λάρισα), τ. 42 (2002), σ. 281-292.