Το Τσούγκαρι ήταν μία από τις λίγες γωνιές της πόλης μας που ασκούσε γοητεία στους παλιούς Λαρισινούς. Ήταν μια περιοχή όλο ζωή, κίνηση, καταστήματα, επισκέπτες και διερχόμενους ταξιδιώτες. Μπορούμε σήμερα να το οριοθετήσουμε νότια από την οδό Μανωλάκη, ανατολικά από την οδό Ηφαίστου ή κατ' άλλους την Απόλλωνος, βόρεια φθάνει μέχρι τα υψώματα του Λόφου της Ακρόπολης και δυτικά από το ποτάμι και την είσοδο προς τη μεγάλη γέφυρα. Οι παλαιότεροι Λαρισαίοι εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ονομάζουν την περιοχή με το όνομα Τσούγκαρι.
Όσον αφορά την ονομασία του δεν υπάρχει καμία ικανοποιητική εξήγηση. Κατά καιρούς δόθηκαν διάφορες ερμηνείες, από τις οποίες η επικρατέστερη φαίνεται να είναι εκείνη η οποία έχει να κάνει με την παρασκευή του πατσά, το πρωινό φαγητό των εργαζομένων, των ξενύχτηδων, αλλά και των καλοφαγάδων. Συγκεκριμένα κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρχε στην περιοχή κάποιο φημισμένο πατσατζίδικο, του οποίου ο επιχειρηματίας ονομαζόταν Τσούγκαρης. Από τη συχνή προτροπή των παλαιών Λαρισαίων «Πάμε στον Τσούγκαρη για πατσά» παρέμεινε και η ονομασία της περιοχής το Τσούγκαρι.
Πέρα από χώρο διακίνησης ταξιδιωτών, εμπορίου, συγκοινωνιακών μέσων, εκείνο το οποίο «δόξασε» ιδιαίτερα το Τσούγκαρι και το έκανε ονομαστό ήταν τα πατσατζίδικα, τα οποία παρασκεύαζαν νοστιμότατο πατσά, όμοιο του οποίου δεν σερβιριζόταν πουθενά αλλού. Οι μάγειροι του πατσά στο Τσούγκαρι ήταν τεχνίτες και είχαν αποκτήσει τέτοια φήμη που ξεπερνούσε τη Λάρισα. Προπολεμικά πιο ξακουστοί ήταν ο Βασόπουλος και ο Μωράρος . Ήταν τόσο νόστιμος ώστε κάθε μέρα άνθρωποι πάσης τάξεως, μόλις έπαιρνε να γλυκοχαράζει ξεκινούσαν από κάθε γωνιά της Λάρισας και κατευθύνονταν στη γειτονιά αυτή για να πάρουν το πρωινό τους, που δεν άλλο από τον πατσά. Τα καταστήματα αυτά είχαν λαϊκό χαρακτήρα και δεν διέθεταν ανέσεις. Κάθονταν πάνω σε πάγκους και σε μεγάλα ξύλινα τραπέζια, κατέφθανε αχνιστό το πιάτο με τον πατσά μαζί με τα συνοδευτικά και άρχιζε η απόλαυση. Πρώτοι έφθαναν, όταν ακόμα δεν είχε φέξει, οι επαγγελματίες που ξενυχτούσαν, όπως οι αμαξάδες, οι αρτεργάτες, οι τυπογράφοι των εφημερίδων και όσοι γενικά είχαν νυκτερινή βάρδια. Μετά την κούραση όλης της νύχτας, ο πρωινός πατσάς με σκορδοστούμπι[1] ήταν μια ξεκούραση και μια ξεχωριστή απόλαυση πριν πάνε για ύπνο. Στη συνέχεια ακολουθούσαν όσοι πήγαιναν να πιάσουν δουλειά πολύ πρωί. Ιδιαίτερα τον χειμώνα ένα πιάτο πατσά και λίγο μαύρο κρασάκι τους γέμιζε θερμίδες ώστε να αντιμετωπίζουν το παγερό κρύο που επικρατούσε τέτοια εποχή στη Λάρισα. Οι μαγαζάτορες και ο κόσμος που τον γευόταν τον ονόμαζαν «Αμβροσία των θεών του Ολύμπου». Μάλιστα οι παλιοί Λαρισαίοι συνήθιζαν να λένε ότι «όποιος έτρωγε μια φορά πατσά στο Τσούγκαρι, παντρευόταν εδώ κι έμενε για πάντα στη Λάρισα».
Μόνιμοι πελάτες στα πατσατζίδικα του Τσούγκαρι ήταν συνήθως απλοί, καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της εργασίας. Μέλη της λεγόμενης καλής κοινωνίας συνήθως δεν σύχναζαν. Μερικά όμως απ’ αυτά «έπεφταν στην αμαρτία» και επισκέπτονταν το μεγάλο και πολυθόρυβο Τσούγκαρι για να απολαύσουν τη νοστιμιά ενός πατσά ή άλλων ψητών γαργαλιστικών τερψιλαρυγγίων. Προπολεμικά τακτικός θαμώνας ήταν ο Ελευθέριος Παπαγεωργίου, γόνος της γνωστής αρχοντικής οικογένειας. Ήταν ξακουστός καλοφαγάς, δεν περιοριζόταν σε ένα πιάτο και σε πολλές από τις πρωινές επισκέψεις του καλούσε σαν συνδαιτυμόνες τούς φίλους του. Τον γιατρό και τραπεζίτη Νικόλαο Φίλιο, που είχε διατελέσει διευθυντής της «Τράπεζας Θεσσαλίας», η οποία ήταν οικογενειακή επιχείρηση των αδελφών Παπαγεωργίου[2] και αργότερα της Λαϊκής Τράπεζας, τον γαιοκτήμονα Βασίλη Αρσενίδη, τον οφθαλμίατρο Κώστα Ισμυρίδη και πολλούς άλλους. Ακόμη και όταν παραβάραινε και οι γιατροί τον επέβαλαν σε αυστηρή δίαιτα, ο Παπαγεωργίου πήγαινε κρυφά. Περνούσε από την προηγούμενη το βράδυ στο πατσατζίδικο του Βασόπουλου και έδινε παραγγελία να του κρατηθούν δύο πιάτα, τα οποία πήγαινε την άλλη μέρα κάπως αργά και τα έτρωγε, για να μην τον υποψιαστεί η γυναίκα του η οποία φρόντιζε να εφαρμόζει αυστηρά τη δίαιτα που του είχαν συστήσει οι γιατροί του.
Το Τσούγκαρι εκτός από τα πατσατζίδικα είχε και τα σκεμπετζίδικα. Πολλές φορές τα ίδια καταστήματα σέρβιραν και σκεμπέ. Ήταν έδεσμα απογευματινό και το προτιμούσαν αρκετοί Λαρισαίοι. Παρασκευαζόταν κυρίως από κοιλίτσες αρνιών σε ταψί και ψήνονταν στο φούρνο. Εκτός αυτών υπήρχαν και καταστήματα τα οποία παρασκεύαζαν γαρδούμπα, μπουμπάρι, σπληνάντερο, κοκορέτσι, γουρουνάκι και αρνί στη σούβλα. Ήταν στιγμές που ολόκληρη η περιοχή αυτή γέμιζε από τους καπνούς των ψησταριών και τις μεθυστικές για τους καλοφαγάδες οσμές. Όσοι περνούσαν από την οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου σήμερα), ήταν αδύνατον να αντισταθούν στον πειρασμό και συχνά παρασπονδούσαν.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που φαίνεται ότι υπέκυψαν ήταν και ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄. Είναι μια γνωστή ιστορία, την οποία συνάντησα και σε άλλες περιοχές της χώρας μας, φυσικά με την ανάλογη παραλλαγή. Είναι όμως όμορφη και αξίζει να την υπενθυμίσουμε σε όσους την ξέχασαν. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄ απέκτησε δικό του παλατάκι στη Λάρισα, που ήταν στην περιοχή όπου σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο και είχε κήπο σ’ όλο τον χώρο που καλύπτει σήμερα η πλατεία του Αγίου Βησσαρίωνος. Επειδή τότε τα σύνορα ήταν στη Μελούνα, ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού ήταν πάντα συγκεντρωμένος στη Λάρισα στους μεγάλους στρατώνες που είχαν κτισθεί το 1884 και σε άλλους γειτονικούς σχηματισμούς στη Θεσσαλία. Κάθε φθινόπωρο πραγματοποιούνταν στην περιοχή μεγάλα γυμνάσια, τα οποία παρακολουθούσαν ο βασιλιάς, ο διάδοχος και οι πρίγκιπες. Ο βασιλιάς ήταν φυσιολάτρης και τον ευχαριστούσε να ξυπνάει πολύ πρωί και να κάνει υγιεινούς περιπάτους. Τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα το χλιαρό φθινόπωρο στη Θεσσαλία και συχνά παρέτεινε την παραμονή του στην πόλη μας και μετά τα γυμνάσια, μέχρι και τέλος Νοεμβρίου. Με συντροφιά τον συνταγματάρχη Ευάγγελο Σκίπη, πατέρα του Λαρισινού ποιητή Σωτήρη Σκίπη, που ήταν ο μόνιμος επιστάτης των ανακτόρων, έπαιρναν κάθε πρωί τον δρόμο προς το Αλκαζάρ. Καθώς όμως περνούσαν το Τσούγκαρι οι μυρωδιές των πατσάδων ερέθιζαν τις μύτες τους. Ο Σκίπης του εξήγησε την προέλευση της οσμής και του περιέγραψε τι ακριβώς ήταν ο πατσάς που είχε ερεθίσει ιδιαίτερα τα βασιλικά ρουθούνια.
Κάποια μέρα πήρε την απόφαση να τον γευθεί και ζήτησε από τον Σκίπη να τον οδηγήσει σε ένα πατσατζίδικο. Ένα πρωί μπήκαν σε ένα και παρήγγειλαν δύο μερίδες. Τα ρούχα που φορούσαν ήταν απλά περιπάτου και κανένας δεν τους ανεγνώρισε. Γευστικά ο πατσάς άρεσε του βασιλιά, διατύπωσε τις γευστικές εντυπώσεις στον συνομιλητή του καθώς επέστρεφαν στα ανάκτορα και όταν έφθασαν κάλεσε τον μάγειρα και του πρότεινε το άλλο πρωί να του ετοιμάσει πατσά, αφού προηγουμένως είχε συμβουλευθεί κάποιον πατσατζή από το Τσούγκαρι. Πραγματικά την άλλη μέρα στο πρωινό του ο βασιλιάς δοκίμαζε τον πατσά που του έφτιαξε ο βασιλικός μάγειρας, αλλά τον βρήκε άνοστο. Ο Γεώργιος παρακάλεσε τον Σκίπη να καλέσει στο παλάτι τον μάγειρα όπου είχαν φάει τον πατσά να συνεννοηθεί με τον δικό του μάγειρα. Αυτός εξήγησε στον βασιλικό μάγειρα τη διαδικασία καθαρισμού των εντοσθίων και στη συζήτηση διαπιστώθηκε ότι ο τελευταίος τα καθάριζε με ιδιαίτερο ζήλο για να προστατεύσει το μεγάλο αφεντικό του. Βρέθηκε η αιτία της νοστιμιάς, ενημερώθηκε περί αυτού ο βασιλιάς, αλλά δεν μάθαμε αν ύστερα απ' αυτό ξαναδοκίμασε να φάει πατσά σε πατσατζίδικο του Τσούγκαρι.
Κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την απελευθέρωση η περιοχή του Τσούγκαρι παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση απ' όλες τις άλλες περιοχές της Λάρισας. Ήταν σταθμός υποδοχής των ξένων που έρχονταν από τον Βορρά με χερσαία μέσα μεταφοράς. Από τον Νότο, πριν ακόμα συνδεθεί το 1908 η Λάρισα με την Αθήνα σιδηροδρομικώς, οι ταξιδιώτες έρχονταν από τον Βόλο όπου έφθαναν ατμοπλοϊκώς και από εκεί με το τρενάκι του Θεσσαλικού, μετακινούνταν στην υπόλοιπη Θεσσαλία. Πιο μπροστά η μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων γίνονταν και από το λιμάνι του Αλμυρού. Στην περίπτωση αυτή οι μεταφορές προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας γίνονταν με βραδυκίνητους αραμπάδες και άλλα ιππήλατα τροχοφόρα οχήματα. Τις κυρίως μεταφορές όμως τις έκαναν τα καραβάνια των κυρατζήδων. Και υπήρχαν πολυάριθμα τέτοια καραβάνια στη Θεσσαλία, που έκαναν μεταφορές παντού όπου δεν μπορούσε να περάσει τροχός. Δρόμοι με τη σημερινή τους μορφή δεν υπήρχαν. Απλώς υπήρχαν χωραφόδρομοι, που τον χειμώνα ήταν απροσπέλαστοι ακόμα και από τις βοϊδάμαξες. Κέντρο υποδοχής πολυάνθρωπο σαν αυτό του Τσούγκαρι δεν υπήρχε άλλο σε καμιά από τις άλλες εισόδους της πόλης. Υπήρχαν όμως χάνια από την άλλη πλευρά του Φρουρίου, στη σημερινή οδό Δήμητρας, όπου κατευθύνονταν όσοι έρχονταν από την περιοχή της Αγιάς, του Συκουρίου, της Ραψάνης και από τα γύρω χωριά.
------------
[1]. Το σκορδοστούμπι είναι ένα μείγμα από ξίδι και σκόρδο, το οποίο μπορεί να περιέχει και άλλα μυρωδικά.
[2]. Η Τράπεζα Θεσσαλίας στεγαζόταν στο ισόγειο του μεγάρου Κατσαούνη, που βρισκόταν στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας Θέμιδος, ανάμεσα από το κτίριο των Δικαστηρίων και το υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας.