Ήταν ημέρα του Πάσχα. Είχε προηγηθεί ο απαγχονισμός του μαρτυρικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στην Κεντρική Πύλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (η οποία από τότε μέχρι σήμερα παραμένει μονίμως κλειστή) και κατόπιν μετέφεραν τους φυλακισμένους συνοδικούς αρχιερείς του Πατριαρχείου, τον Εφέσου Διονύσιο Καλλιάρχη, τον Αγχιάλου Ευγένιο και τον Νικομηδείας Αθανάσιο σε διάφορα σημεία τα Κωνσταντινούπολης όπου και τους απαγχόνισαν. Με την ευκαιρία αυτή στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε στον Διονύσιο Καλλιάρχη και κυρίως στη δραστηριότητά του κατά τη διάρκεια της θητείας του ως μητροπολίτου Λαρίσης.
Ο Διονύσιος Καλλιάρχης προερχόταν από ευκατάστατη και γνωστή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Οι πρόγονοί του προέρχονταν από τη Χίο και ο πρώτος Καλλιάρχης εντοπίζεται στα τέλη του 16ου αιώνα. Στο βιβλίο “Turcograecia” του Μαρτίνου Κρούσιου (σελ. 283-285) δημοσιεύεται επιστολή του Αντωνίου Καλλίαρχου, λόγιου και πρωτέκδικου της Χίου με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1590[1]. Θεωρείται ότι η οικογένεια των Καλλιαρχών μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 18ου αι. Πότε γεννήθηκε ο Διονύσιος μας είναι άγνωστο, αλλά από τα συμφραζόμενα τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. (περί το 1750). Απέκτησε εξαιρετική εκπαίδευση, και από την οικογένειά του είναι γνωστό ότι ο θείος του διετέλεσε μητροπολίτης Λαρίσης ως Μελέτιος Γ’ Καλλιάρχης (1769-1791). Μάλιστα από επίγραμμα το οποίο χαράχθηκε στο εσωτερικό του ναού του Αγίου Αχιλλίου (βασιλική Καλλιάρχη), πληροφορούμαστε ότι ο Μελέτιος Γ’, που τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο ανεψιός του Διονύσιος (1791-1803), προσπάθησε να ανακαινίσει κατά τη διάρκεια της θητείας του τον ναό: «Πάσχισα δι’ ανακαινισμόν με όλας τας δυνάμεις, αλλ’ εις κενόν οι κόποι μου, φεύ! της πολλής δαπάνης»[2]. Επίσης ο αδελφός του Διονυσίου, Γρηγόριος Καλλιάρχης, είχε διοριστεί τοποτηρητής στη Μολδαβία από τον ηγεμόνα της, Κωνσταντίνο Υψηλάντη.
Το 1791 εκλέχτηκε από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου μητροπολίτης Λαρίσης. Την περίοδο αυτήν η μητρόπολη Λαρίσης είχε υπό τη δικαιοδοσία της όλη τη Θεσσαλία και πέραν αυτής, ήτοι τις επισκοπές Τρίκκης, Σταγών, Γαρδικίου, Λιδωρικίου, Λιτζάς και Αγράφων, Ραδοβιστίου, Ζητουνίου, Θαυμακού, Σκιάθου και Σκοπέλου. Δηλαδή είχε υπό τη δικαιοδοσία της μία ευρύτατη περιοχή. Από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να κτίσει τον ναό του Αγ. Αχιλλίου που οι θηριώδεις μουσουλμάνοι είχαν πυρπολήσει το 1769 κατά τα Ορλωφικά. Ο διδάσκαλος Νικόλαος Μάγνης μάς διέσωσε μια ενδιαφέρουσα ενθύμηση, για την πορεία της ανέγερσης του ναού του Αγίου Αχιλλίου. Αναφέρει επί λέξει: «1794 Φεβρουαρίου δ’. ευγήκε το φερμάνι διά την εκκλησίαν της Λαρίσσης του Αγίου Αχιλλίου μέσα εις την Κωνσταντινούπολιν. Και ήλθεν ο Τάταρης μέσα εις την Λάρισσαν Φευρουαρίου 26 ημέρα δευτέρα και εδιαβάσθη την πέμπτην εις τας 2 του Μαρτίου. Και έβαλαν θεμέλιον τη Κυριακή εις τας 5 του Μαρτίου, και εδούλευαν ημέρας 36, και ετελείωσαν τη μεγάλη Παρασκευή το βράδυ εις τας 6 του Απριλίου, και εδιάβασαν εις τας 9 ώρας τη αγία και μεγάλη Παρασκευή, και το μέγα Σάββατον έγεινε λειτουργία μέσα εις την παντέρημον Λάρισσαν, όπου ήταν 26 χρόνους χωρίς λειτουργία και παραπάνω. Και εδούλευαν υπέρ τους διακοσίους μαστόρους, έξω από τον λαόν που βοηθούσαν»[3]. Η περιγραφή αυτή μας βοηθάει να καταλάβουμε τη σφοδρή επιθυμία που είχαν οι χριστιανοί της Λαρίσης για να αποκτήσουν τη δική τους εκκλησία, αλλά και το πώς αντέδρασαν ομαδικά στην επιβεβλημένη από τους κατακτητές ταχεία ανοικοδόμηση του ναού.
Τη χρονική εκείνη περίοδο η Θεσσαλία στο μεγαλύτερο μέρος της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τις λεηλασίες των κλεφτών και των αρματολών και από την καταπίεση των γενιτσάρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί χριστιανοί έμεναν άταφοι επειδή οι γενίτσαροι ζητούσαν πολύ μεγάλα ποσά για την παραχώρηση γης για ταφή, καθώς και για τη χορήγηση άδειας. Εκτός τούτου, οι εκάστοτε διοικητές της περιοχής σφετερίζονταν τις περιουσίες των άτεκνων χριστιανών όταν πέθαιναν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τούς λοιπούς συγγενείς των νεκρών. Όταν ο Διονύσιος ανέλαβε τα καθήκοντά του, με τη δαπάνη πολλών χρημάτων και χάρη στις διασυνδέσεις του στην Κωνσταντινούπολη, πέτυχε την έκδοση φιρμανίων με τα οποία μετριαζόταν ο φόρος και κυρώνονταν οι διαθήκες των άτεκνων χριστιανών[4].
Συγχρόνως με τον μητροπολιτικό ναό ο Διονύσιος ανήγειρε το 1794 και το ελληνικό σχολείο, το οποίο βρισκόταν μέσα στον περίβολο του ναού, όπου επίσης βρισκόταν και η μητροπολιτική κατοικία με το Επισκοπείο. Επιπλέον βοήθησε τη Σχολή του Τυρνάβου και ίδρυσε στη μητροπολιτική του περιφέρεια και πολλά άλλα σχολεία. Δυστυχώς όμως ο Διονύσιος βρισκόταν τον περισσότερο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη, αντί να διαμένει στην επαρχία του.
Στη Λάρισα ο Διονύσιος γνώρισε τον, έφηβο τότε, Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836) και την οικογένειά του. Εκτίμησε τις γνώσεις και τις δυνατότητές του και σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη τον πήρε μαζί του, με σκοπό να τον παρουσιάσει στους άρχοντες της Πόλης και να τον εισαγάγει "εις υπουργίαν τινός αυλής", συγκεκριμένα του Μεγάλου Διερμηνέα Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Όμως ο Κούμας απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις του να αναλάβει υπηρεσία κοντά του και επέστρεψε στη Λάρισα. Εδώ ανέλαβε καθήκοντα δασκάλου στη Σχολή και στη συνέχεια δίδαξε στην Τσαριτσάνη και τα Αμπελάκια.
Τον Σεπτέμβριο του 1803, ο Διονύσιος εκλέχθηκε μητροπολίτης Εφέσου. Και στην Έφεσο επανέλαβε το έργο που είχε επιτελέσει και στη Λάρισα. Έκτισε εκκλησίες, τα οικοδομικά υλικά των οποίων σε αρκετές περιπτώσεις είχαν προέλθει από αρχαίους ελληνικούς ναούς που βρίσκονταν στις εκάστοτε περιοχές. Ανέδειξε τα σχολεία της περιοχής του και υποστήριξε το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, στο οποίο δίδασκαν ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων από την Τσαριτσάνη και ο Κωνσταντίνος Κούμας. Ωστόσο, ο Διονύσιος, με την ιδιότητά του ως συνοδικού, εξακολουθούσε να διαμένει κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνήθως ανέπτυσσε σημαντική δραστηριότητα.
Το οικογενειακό σπίτι του βρισκόταν στα Θεραπειά της Κωνσταντινούπολης, όπου συνήθως κατοικούσαν οι πνευματικοί άνθρωποι της Πόλης. Ωστόσο ο Διονύσιος, διέμενε και στο Κουρουτσεσμέ (Ξηροκρήνη), όπου ήταν τόπος διαμονής ανώτερων κληρικών, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Πατριάρχης, κυρίως το καλοκαίρι, καθώς το κλίμα ήταν πιο υγιεινό. Το 1814, έπειτα από συστατική επιστολή του Πατριάρχη, προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τη Σμύρνη όπου βρισκόταν, ο Κων. Κούμας για να αναλάβει τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Η προτίμηση του Διονυσίου για τον Κούμα, και κυρίως η συμβολή του στον διορισμό φανερώνει τις προοδευτικές αντιλήψεις και το έντονο ενδιαφέρον του Καλλιάρχη για τα εκπαιδευτικά πράγματα.
Κατά τον Φιλήμονα ο Διονύσιος Καλλιάρχης και ενώ ήταν επίσκοπος Εφέσου, έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας όταν έγινε γνωστό με επιστολή που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ότι την ηγεσία της εταιρείας είχε αναλάβει ο Αλέξ. Υψηλάντης[5]. Στις 23 Φεβρουαρίου 1821, όταν εκδηλώθηκε η Ελληνική Επανάσταση στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας ήταν συνοδικός επίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη και κατηγορήθηκε από τους Οθωμανούς ως υποκινητής της Επανάστασης των Ελλήνων. Ο Σπυρίδων Τρικούπης υποστηρίζει ότι στις 9 Μαρτίου ο Πατριάρχης διατάχθηκε να στείλει στην Υψηλή Πύλη ορισμένους αρχιερείς, χωρίς όμως να αναφέρεται η αιτία για τη διαταγή αυτήν. Ανάμεσα στους αρχιερείς ήταν και ο Διονύσιος Καλλιάρχης, ο οποίος ήταν και ο πρώτος από όλους που φυλακίστηκαν στις 10 Μαρτίου[6]. Συγχρόνως οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν και φυλάκισαν και τους επισκόπους Δέρκων Γρηγόριο, Αγχιάλου Ευγένιο, Νικομηδείας Αθανάσιο, Αδριανουπόλεως Δωρόθεο, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και Τυρνόβου Ιωαννίκιο. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα, και ύστερα από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, απαγχονίστηκε και ο Διονύσιος μαζί με άλλους δύο ιεράρχες σε διάφορες περιοχές της Κωνσταντινούπολης. Ο Διονύσιος απαγχονίστηκε στην περιοχή της ψαραγοράς (balik pazari).[7] Τα σώματά τους παρέμειναν κρεμασμένα επί τρεις ημέρες, κατόπιν διαπομπεύθηκαν ατιμωτικά στους δρόμους της Πόλης από τους Οθωμανούς και εν συνεχεία ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά ανασύρθηκαν από ευσεβείς χριστιανούς και ενταφιάστηκαν. Στις 3 Ιουνίου 1821 έγιναν οι απαγχονισμοί και των υπολοίπων φυλακισμένων αρχιερέων σε διαφορετικά σημεία της Πόλης. Όλοι τους υπήρξαν από του πρώτους Εθνομάρτυρες του Γένους.
----------------
[1]. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 146-148.
[2]. Ιωάννης Οικονόμου-Λογιώτατος, Ιστορική Τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας, εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα (2005) σελ. 87.
[3]. Μάγνης Νικόλαος, Περιήγησις ή Τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας και της μεν Θεσσαλίας εν επιτομή, της δε Μαγνησίας εν εκτάσει, εν Αθήναις (1860) σελ. 10-11.
[4]. Τουλουμάκος Παντελής. Διονύσιος Καλλιάρχης Εφέσου. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία, (2005).
[5]. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 193-194.
[6]. Ο Λάππας αναφέρει ότι είναι πιθανόν η σύλληψη του Διονυσίου να οφείλεται στις φιλελεύθερες ιδέες του, οι οποίες πρέπει να είχαν ενοχλήσει τις καλά ενημερωμένες οθωμανικές αρχές. Λάππας, Κ., «Πατριαρχική Σύνοδος “περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων” τον Μάρτιο του 1821», Μνήμων 11 (Αθήνα 1987), σελ. 128-129.
[7]. Θωμόπουλος, Σ.Ν., «Ο Μέγας Δέρκων Γρηγόριος (1800-1821)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (Αθήνα 1928), τομ. Α’, τεύχος Β’, σελ. 89-90, 96-97.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)