πετρογραφικά τοπογραφήματα της προϊστορικής περιόδου μέχρι τη σημερινή τεχνολογική κοσμογονία, η χαρτογραφία πέρασε από διάφορες φάσεις. Η εξέλιξή της όμως κορυφώνεται από την εποχή του Πτολεμαίου μέχρι τη διάσημη Ολλανδική Σχολή του 16ου και 17ου αι. (Mercator, Ortelius) και άλλες ευρωπαϊκές σχολές (Laurenberg, Coronelli και άλλοι). Στην Ελλάδα και στον τομέα αυτόν υστερήσαμε πολύ. Ο πρώτος και μοναδικός χαρτογράφος της του 19ου αι. ήταν ο Μιχαήλ Χρυσοχόου.
Για τον Χρυσοχόου γράψαμε και άλλη φορά, για να τονίσουμε τις συγγενικές σχέσεις του με τη Λάρισα και την αποτυχημένη Θεσσαλική επανάσταση του 1878. Σήμερα και την επόμενη Τετάρτη θα ασχοληθούμε με τον πολυκύμαντο βίο του, τη σπουδαία και ιδιότυπη δράση του μοναχικού αυτού επιστήμονα και τα έργα του που έχουν σχέση με τη Θεσσαλία[1]. Οδηγός μας θα είναι άρθρο της εφημερίδας των Αθηνών «Ακρόπολις» της 5ης Απριλίου 1897, λίγες ημέρες πριν την είσοδο των Τούρκων στη Λάρισα στις 13 Απριλίου του ίδιου έτους, που συνέπεσε να είναι Κυριακή του Πάσχα, μετά την οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Την εντόπισε ηλεκτρονικά ο καλός φίλος και μέλος της Φωτοθήκης Αχιλλέας Καλτσάς, μού παραχώρησε αντίγραφό του και τον ευχαριστώ πολύ. Θεωρούμε την αφήγηση πολύ λεπτομερή και κατατοπιστική [2] και για τον λόγο αυτό την αναπαράγουμε. Μη ξεχνάμε ότι η πόλη τίμησε τον Χρυσοχόου με την ομώνυμη οδό που βρίσκεται στη συνοικία του Αγ. Κωνσταντίνου, πίσω από το κτίριο του Ε’ Δημοτικού Σχολείου. Σε πολλά σημεία του κειμένου θα περιέχονται διάφορες διευκρινιστικές αναφορές, καθώς και εκτενή και άγνωστα σχόλια για ενδιαφέροντα σημεία του βίου του. Η γλώσσα του είναι απλή και κατανοητή καθαρεύουσα ώστε να μη χρειάζεται βήθεια. Ο τίτλος του δημοσιεύματος είναι «Ο μοναδικός χαρτογράφος μας» και έχει ως εξής:
«Η εν Ελλάδι Χαρτογραφία είναι βέβαιον ότι επετέλεσε τας ολιγωτέρας προόδους, αν υπάρχει δε άνθρωπος ο οποίος δύναται δικαίως να καυχηθή ότι κατόρθωσε να γίνεται λόγος εις την Ευρώπην ότι η Ελλάς έχει χάρτας υπό Ελλήνων εκπονηθέντας, είναι ο κ. Μ. Χρυσοχόου, ένας τύπος αγαθώτατος, σώμα ευμελές[3], μορφή συμπαθής η οποία στεφανώνεται από κατάλευκον κώμην και γενειάδα.
Ο κ. Μ. Χρυσοχόος εγεννήθη εις την Ζίτσαν της Ηπείρου[4] και κατά τα πρώτα, τα παιδικά του έτη, εχρημάτισεν ως υπηρέτης καφενείου, παντοπωλείου και Χανίου. Όταν έγινε δεκαπενταετής απεφάσισε να μάθη γράμματα με όλα τα γλίσχρα μέσα που διέθετε, διότι τότε ο πατήρ του διέμενεν εις την Βλαχίαν. Ετελείωσε τα σχολεία της πατρίδος του και μετέβη εις τα Ιωάννινα όπου ετελείωσε το Γυμνάσιον.
Κατ' εκείνην την εποχήν εστέλλοντο υπότροφοι εις Αθήνας των μονών της Βίτσης Προφήτου Ηλιού και Πατέρων προς ευρυτέραν εκπαίδευσιν και εστάλη και αυτός, προωρισμένος δια την Νομικήν. Αλλά μετά έν και ήμισυ έτος υποτροφίας, τα μεν κτήματα τη Μονής κατέλαβεν η Ρουμανική Κυβέρνησις, η δε παροχή της υποτροφίας διεκόπη.
Υπουργός των Οικονομικών τότε ήτο ο Ευστ. Σίμος, τον οποίον είχε γνωρίσει και ο οποίος τον διώρισεν εξηκοντάδραχμον υπάλληλον[5]. Εκ της θέσεως όμως ταύτης ταχέως προήχθη, αλλ' η επελθούσα εν τω μεταξύ έξωσις του Όθωνος και η αντικατάστασις τού Σίμου δια τού Βάλβη επέφεραν την απόλυσίν του.
Δεν είχε πλέον τι να κάμη εις τας Αθήνας και μετέβη εις το Βουκουρέστι, όπου ακουσίως του, έγινε φωτογράφος και ιδού πώς. Μίαν ημέραν ευρίσκετο εις έν βιβλιοπωλείον, όπου τυχαίως είδεν έν βιβλίον περί φωτογραφίας, το ηγόρασε και έκτοτε ησθάνθη την ανάγκην να γίνη φωτογράφος. Από την πατρικήν περιουσίαν του κάτι ολίγα πράγματα τώ έμειναν, επήρε μέρος αυτής, ηγόρασε τα αναγκαία εργαλεία και ήλθεν εις τας Αθήνας. Εδώ όμως εντρέπετο να εξασκήσει την τέχνην του και μετέβη εις το Αϊβαλί με τον πόθον να περιηγηθή όλην την Ανατολήν. Αλλά και εκείθεν ένεκα της χολέρας ηναγκάσθη να φύγη και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην, όπου εκ της φωτογραφικής του εκέρδισεν αρκετά.
Εκεί ετεκταίνετο τότε η επανάστασις της Μακεδονίας τώ 1864. Ο Λέων Βούλγαρης εβγήκεν εις την Συκιάν της Χαλκιδικής με 80 επαναστάτας. Ο κ. Χρυσοχόου κατ' εκείνην την εποχήν είχε γίνει το κέντρον πάσης ενεργείας, εις αυτόν δε εστέλλοντο αι προκηρύξεις δια να σκορπισθούν εις την Μακεδονίαν. Αι αρχικώς όμως συνταχθείσαι προκηρύξεις είχαν μεταβληθή εις τας Αθήνας μέσω ενεργειών ενός Ρώσσου στρατηγού, όστις και όπλα και χρήματα πολλά είχε φέρει εκ Ρωσσίας προς υποκίνησιν Μακεδονικής επαναστάσεως . Αύτη η προκήρυξις έφερεν εις την αρχήν: «Εν ονόματι του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου πασών των Ρωσσιών, προς τους υποδούλους λαούς της Τουρκίας». Ολόκληρος δε ήτο συντεταγμένη υπό πνεύμα Ρωσσικόν. Μαζί με την προκήρυξιν ταύτην εστάλησαν και πλείσται ιεραί εικόνες εκ Ρωσσίας, προς διανομήν. Ο Χρυσοχόου εννοήσας ότι η Ρωσσία υποκινούσα την επανάστασιν επεδίωκεν ίδια συμφέροντα, τας μεν προκηρύξεις εξέσχισε, τας δε εικόνας κατέκαυσε.
Κατά την εποχήν εκείνην ήλθεν μετημφιεσμένος και είς επαναστάτης να τον ειδοποιήση ότι οι σύντροφοί του εβγήκαν εις την Συκιάν αλλά τον ηννόησαν, φαίνεται, και περιεκύκλωσαν οι νιζάμηδες[6] την οικίαν του κ. Χρυσοχόου. Εις τον λιμένα κάτω ήτο ετοίμη προς απόπλουν η «Καρτερία», δεν αργεί, εξέρχεται δι' οπισθίας θύρας, κατεβαίνει εις τον λιμένα, επιβαίνει του ατμοπλοίου και μετά τινας ημέρας ήτο εις Αθήνας.
Εδώ ήτο η Κρητική επανάστασις εις την ακμήν της. Έν από τα δραστηριώτερα μέλη τα εργαζόμενα υπέρ της Κρήτης ήτο ο εκ Βοστώνης κ. Χάους με τον οποίον εγνωρίσθη και τώ ανετέθησαν τρεις αποστολαί, των οποίων η διανομή είχεν εμπιστευθεί εις το ίδιον. Την τρίτην όμως φοράν έμεινεν εις την Κρήτην μετά των επαναστατών επί 5 μήνας, περιερχόμενος τας επαρχίας Σφακίων και Αγ. Βασιλείου. Επέστρεψε δε μόνον δια να υποβάλη αρμοδίως σχέδιον προς χρήσιν τορπιλλών, τας οποίας είχε μεταφέρει ο Αμερικανός κ. Δίξον, μετά του κ. Ροδοκανάκη. Αλλά τα Κρητικά τότε είχαν τελειώσει και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην, όπου παρέλαβεν όσα πράγματα είχεν αφήσει και ήλθεν εις τον Βώλον και εκείθεν εις Λάρισσαν ως φωτογράφος το 1868».
(Συνεχίζεται)
[1]. Μ. Χρυσοχόου Ζιτσαίου. Ιστορική έκθεση των έργων του, εκ σελίδων 80, ημιτελής συνεπεία του θανάτου του επισυμβάντος τη 11 Μαρτίου 1921. Εν Αθήναις (1921) σελ. κα’ + 80
[2]. Προσωπικά έχω την υπόνοια ότι το κείμενο αυτό είναι γραμμένο από την αδελφή του Αμαλία Παπασταύρου-Χρυσοχόου, χωρίς να έχω κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ήταν δασκάλα του ελληνικού σχολείου της Λάρισας κατά την τουρκοκρατία, λογία και συγγραφέας, η οποία αρθρογραφούσε συχνά σε περιοδικά και εφημερίδες των Αθηνών και της Λάρισας και είχε παντρευτεί τον συμπατριώτη της (από τη Ζίτσα της Ηπείρου και οι δύο) φαρμακοποιό Κωνσταντίνο Παπασταύρου.
[3]. Σώμα του οποίου τα μέλη είναι εύμορφα, σύμμετρα. Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης τρίτομον του Ανθίμου Γαζή, Β’ έκδοση, Βιέννη, (1835) Α’ τόμος, σελ. 784. Ο αρθρογράφος τον αναφέρει συνεχώς ως κ. Μιχ. Χρυσοχόου, διότι το 1897 που δημοσιεύτηκε το κείμενο στη εφημερίδα βρισκόταν εν ζωή.
[4]. Γεννήθηκε το 1834 και πέθανε το 1921 σε μεγάλη ηλικία.
[5]. Έκφραση υποτιμητική για την αμοιβή του υπαλλήλου.
[6]. Νιζάμης είναι στρατιώτης του τακτικού στρατού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)