Τα παλαιότερα χρόνια την Κυριακή αυτή Λαρισαίοι ντυμένοι μασκαράδες κατέκλυζαν την πόλη, μετείχαν της αποκριάτικης γιορτής, παρακολουθούσαν την παρέλαση των αρμάτων η οποία κατέληγε στην Κεντρική πλατεία και τα βράδια στις γειτονιές χόρευαν γύρω από τις φωτιές. Μεταπολεμικά οι αποκριάτικες γιορτές συνεχίστηκαν με την ίδια ένταση, χωρίς όμως να υπάρχει κάτι οργανωμένο και κάθε εκδήλωση ήταν ανεξάρτητη και γινόταν από μεγάλες παρέες, χαριεντίζονταν και η αμφίεση ήταν τέτοια ώστε να είναι αδύνατη η αναγνώριση. Οι οικογενειάρχες έντυναν τους νεαρούς βλαστούς τους κατάλληλα και συγκεντρώνονταν στις πλατείες για να αισθανθούν το πνεύμα της γιορτής. Πριν από δύο και πλέον δεκαετίες ιδιαίτερη αίγλη είχε η γιορτή την οποία πραγματοποιούσαν οι «Φίλοι της Ζωντανής Παράδοση» στον «Νικόδημο». Μια μεγάλη παρέα γνωστών Λαρισαίων προετοιμαζόταν επί μέρες για να είναι όσο γίνεται πιο αρτιότερη η αποκριάτικη εκδήλωση. Αξέχαστα έμειναν ο χορός των μασκαρεμένων το Σάββατο βράδυ, την Κυριακή το απόγευμα το γαϊτανάκι με τον Νίκο Βλαχάκη, αργότερα διανέμονταν οι πίτες και στο τέλος άρχιζε ο χορός όλο το βράδυ γύρω από τη φωτιά που άναβε ο Περικλής Καλούσης στη διασταύρωση των οδών Καραϊσκάκη-Φαρμακίδου, με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής από ορχήστρα με τα παραδοσιακά όργανα του Δεληγιάννη. Φέτος με την πανδημία και με τις αλλεπάλληλες μετασεισμικές δονήσεις φαίνεται ότι οι Αποκριές θα περάσουν απαρατήρητες και μόνον αύριο πιστεύεται αν το επιτρέψει ο καιρός, πως θα πετάξουν κάποιοι τους χαρταετούς, έτσι για το έθιμο.
Η δημοσιευόμενη εικόνα λόγω της Αποκριάς είναι επίκαιρη. Παρουσιάζει συγκέντρωση ομάδων καρναβαλιστών στην Κεντρική πλατεία. Η φωτογραφία είναι πολυπρόσωπη και με τη σχετική μεγέθυνση παρατηρεί κανείς μασκαράδες, οργανωμένους κατά ομάδες, ανάμεσα σε ένα ποίκιλο πλήθος περίεργων ατόμων (στρατιωτικοί, παιδιά, αστικές οικογένειες της πόλεως, χωρικοί, κ.λπ.). Προέρχεται από το φωτογραφικό αρχείο του Λαογραφικού Μουσείου Λάρισας και απεικονίζει τη «Γιορτή της Τράτας». Μια ομάδα υποδύθηκε στις γιορτές καρναβαλιού του 1902 την «Τράτα», κατ’ εξοχήν θαλασσινό θέμα. Ο φωτογράφος στάθηκε στον εξώστη δικαστηρίων της Λάρισας. Το «Θέμιδος Μέλαθρον» όπως ήταν η επίσημη ονομασία του, ήταν ένα θαυμάσιο νεοκλασικό τουρκικό κτίριο του 1876, κτισμένο πάνω στην πλατεία, το οποίο δυστυχώς καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1905. Με τον φακό του στόχευσε προς το ανατολικό τμήμα της πλατείας.
Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδος «Μικρά» Θρασύβουλος Μακρής, καταγράφοντας τις προσωπικές αναμνήσεις του από την παλιά Λάρισα, έγραφε σχετικά το 1947:
«Κατά το έτος 1902, ενεργεία του σεβαστού μας φίλου κ. Ιωάννου Άρτη, νεαρού τότε αξιωματικού του Ιππικού, συνεστήθη Κομιτάτον από τους Κ. Π. Οικονομίδην δικηγόρον, Μιχ. Τσόγκαν διευθυντήν της συναδέλφου εφημερίδος «Σάλπιγγος», Κων. Δημητρακόπουλον γραμματέα της Επιτροπής των Στεφανοβικείων κτημάτων, Γεωργ. Στυλ. Παπαγεωργίου βιομήχανον και Κωνστ. Χρ. Κατσαούνην τραπεζίτην[1], το οποίον διεξήγαγε τας Απόκρεω αθηναϊκώτατα.
Διά χρηματικών προσφορών πολλών συμπολιτών και γενναίας του Δήμου χορηγήσεως, κατεσκευάσθη εις την Κεντρικήν πλατείαν εξέδρα, υπερπληρωθείσα κόσμου (το εισιτήριον ήτο 50 λεπτά κατ’ άτομον), προ του οποίου παρήλασαν πολυποίκιλες μασκαράτες, ενώ ο χαρτοπόλεμος (διά πρώτην φοράν εις την Λάρισαν εμφανισθείς) εμαίνετο κυριολεκτικώς. Από τις μασκαράτες διεκρίθησαν: η Τράτα με τα ζωντανά της ψάρια[2] των αδελφών Σαρίμβεη, η Ανατολή του Ηλίου του αμαξοποιού Χρήστου Κάρπου, το αεροπλάνον Σάντο Δουμών[3] του Χρ. Μαργαρίτου ή Γιαμπουρλούκα, το μενεξεδένιο μόνιππον αμαξάκι του ωραιοφίλου (μερακλή) Ίχσαν βέη, ο Προμηθεύς επί του Καυκάσου ενός υδροχρωματιστού και επιγραφοποιού Αργύρη και η Άσπλαχνη Μάννα (συμβολική παράστασις της Θεσσαλίας, εγκαταλειφθείσης υπό της μητρός Ελλάδος) του μακαρίτου Γεωργ. Αθ. Λάμπρου, εν Ιταλία προ τριετίας κατά την ομηρίαν του (1944) θανόντος. Ο χαράσσων τας γραμμάς ταύτας παρήλασε προ της Ελλανοδίκου Επιτροπής με ...τεραστίαν κερασφόρον κεφαλήν, επί του μετώπου της οποίας ήτο χρυσοίς γράμμασιν η επιγραφή «Τα μεγαλείτερα προσόντα». Η Επιτροπή εβράβευσε διά σεβαστών χρηματικών ποσών τας ανωτέρω μασκαράτας, ο διευθυντής όμως της Αστυνομίας (ταγματάρχης του πεζικού Γ. Ξυράφης [4] συνέλαβε τον δράστην της τελευταίας αυτής μασκαράτας και διά την θρασύτητά του τον ωδήγησεν εις το κρατητήριον, όπου και ...απόκρεψε»[5].
Ιθύνων νούς και πρωτεργάτης αυτής της αποκριάτικης παρέλασης αρμάτων με μεταμφιεσμένους ήταν ο ίλαρχος τότε Ιωάννης Άρτης. Από τις προσωπικές του αναμνήσεις αντιγράφουμε: «Εν Λαρίση έφθασα και εγκατεστάθην το πρώτον την 12ην Δεκεμβρίου 1900... Την τελευταίαν Κυριακήν των Απόκρεω του 1901 εξελθών εις την πλατείαν της πόλεως, εζήτουν να ίδω μασκαράτες να περάση η ώρα μου, αλλά επί πολλήν ώραν δεν έβλεπα ούτ’ ένα μικρό παιδί μασκαρεμένο, αλλ’ ούτε και στα καταστήματα ως παρετήρησα δεν επωλούντο προσωπίδες και ζήτησα εξηγήσεις παρά διερχομένου εμπόρου Λαρισαίου όστις και μου έδωσε την εξής απάντησιν, με πλήρη αδιαφορίαν: «Εδώ δεν γίνονται μασκαράδες τας απόκρεω, αλλά μόνον την 1ην του έτους, ότε γίνεται το Γαϊτανάκι[6] και γυρίζουν, χορεύουν συλλέγοντες χρήματα εις όφελος του βακούφ, δηλ. εξωκλησίου».
Το επόμενον έτος 1902 κατήρτισα ειδικήν επιτροπήν... με την οποίαν ανελάβομεν τον αγώνα μετ’ αποφάσεως και υπομονής... Όταν τελείωσε η εμφάνισις των αρμάτων η ελλανόδικος επιτροπή ευρέθη εις στενόχωρον θέσιν προκειμένου περί της προτιμήσεως της ωραιοτέρας μασκαράτας. Ήσαν τόσον πολλαί αι ωραίαι και τόσον το κέφι και η γενική διασκέδασις του κόσμου, όστις είχε κατακλίσει την πλατείαν και πάσας τας κεντρικάς οδούς, ώστε έδιδε την εντύπωσιν της γενικής χαράς. Η πλατεία ιδίως είχε στρωθεί εις πάχος 5 εκατοστά του μέτρου από κομφετί, το οποίον μόνον το χαρτοπωλείον Δρακοπούλου εδέχθη να φέρη εξ Αθηνών. Μετά το πέρας του Καρναβάλου είχα οργανώσει την ιδίαν εσπέραν χορόν μετεμφιεσμένων υπέρ του Νοσοκομείου, στεφθείς υπό μεγάλης επιτυχίας...
Τόσον έμεινεν ενθουσιασμένη εκ της εργασίας της η επιτροπή... ώστε την Δευτέραν της Τυροφάγου [Καθαρά Δευτέρα] συνέχισε την εξακολούθησιν της εορτής μετά μεγαλειτέρου ζήλου, καθορίσασα μεγαλείτερον αριθμόν βραβείων και επισφραγίσασα την εορτήν με την έξοδον του Καρναβάλου... Διά τον λόγον αυτόν το επόμενον έτος, ήτοι το 1903, το Δημοτικόν Συμβούλιον συνελθόν προ της περιόδου των Αποκρέω, εψήφισεν υπέρ οργανώσεως εορτής Καρναβάλου 9.000 δρ. και ενετάλη ο τότε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου αείμνηστος Γεώργιος Σακελλαρίδης όπως μου γνωρίση την άνω απόφασιν, με την παράκλησιν όπως αναλάβω την οργάνωσιν. Αλλά δεν εδέχθην να αναλάβω υπομνήσας ότι η ενέργεια αυτή θα με απεμάκρυνε της υπηρεσίας μου και η ανάμιξίς μου κατά το παρελθόν έτος επροκάλεσε δυσαρέστους συνεπείας δι’ εμέ».
[1]. Και τα έξι άτομα του Κομιτάτου ήτα εξέχοντα μέλη της λαρισαϊκής κοινωνίας της εποχής εκείνης.
[2]. Εδώ προφανώς αναφέρεται στο αλιευτικό δίχτυ σε σχήμα κώνου που ρίχνεται στη θάλασσα.
[3]. Alberto Santos-Dumont (1873-1932). Βραζιλιανός πρωτοπόρος της αεροπορίας, γαλλικής καταγωγής, εφευρέτης, αεροναυπηγός και πιλότος.
[4]. Το Σώμα της Αστυνομίας δεν είχε συσταθεί τότε και την αστυνόμευση εκτελούσαν αξιωματικοί και οπλίτες του Στρατού.
[5]. Μακρής Θρασύβουλος, Λαρισινές Σελίδες, εφ. Θεσσαλικά Νέα, Λάρισα, φύλλο της 23ης Φεβρουαρίου 1947.
[6]. Το γαϊτανάκι αυτό προερχόταν κυρίως από την Ελασσόνα και εμφανιζόταν και τα Θεοφάνεια.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com