Την περίοδο αυτή δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Λάρισα δεν διέθετε φωτογράφους και μάλιστα ικανούς, όπως οι Παντοστόπουλος Ιωάννης, Αποστολίδης Γεώργιος[1], Περικλής Θεοδωρίδης, Δαφνόπουλος Γεράσιμος με την αδελφή του Ελένη και μερικοί άλλοι. Όμως όλοι αυτοί ήταν φωτογράφοι πορτραίτου και απ’ όσο γνωρίζω δεν μας άφησαν φωτογραφίες τοπίων, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Σήμερα, με την ευκαιρία της δημοσιευόμενης φωτογραφίας, θα πούμε λίγα λόγια για τον Στέφανο Στουρνάρα, αφού είναι ο μοναδικός φωτογράφος που μας έχει δώσει πολλές φωτογραφίες της Λάρισας από μια περίοδο που η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται, να αποβάλλει τον τίτλο της τουρκόπολης και να οικοδομεί αξιόλογα κτίρια[2].
Η ιστορία της οικογένειας Στουρνάρα, η οποία εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να ασχολείται με τη φωτογραφία, ξεκινάει με τον Στέφανο Κων. Στουρνάρα (1867-1928) στα τέλη του 19ου αιώνα, ο οποίος γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου το 1867 από πατέρα ναυτικό. Από μικρός είχε την τάση να σχεδιάζει πάνω σε διάφορα χαρτόνια. Όταν μεγάλωσε παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι η σχετικά νέα τότε εφεύρεση της φωτογραφίας σαν τεχνική απεικόνισης θα είχε λαμπρό μέλλον και αποφάσισε να αφοσιωθεί σ’ αυτή. Το 1889, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Καλών Τεχνών, εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Βόλο. Αρχικά ασχολήθηκε με την αγιογράφηση εκκλησιών και φορητών εικόνων. Το 1892, άνοιξε μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη φωτογραφείο στον Βόλο, όπου ασχολήθηκε κυρίως με πορτρέτα. Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, έλαβε μέρος ως στρατευμένος, ενώ παράλληλα φωτογράφιζε. Μετά τον πόλεμο άρχισε να περιηγείται σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, φθάνοντας μέχρι την Αιδηψό, φωτογραφίζοντας κυρίως τοπία, τα οποία εκτύπωνε σε φωτογραφικό χαρτί και κυκλοφορούσαν ως επιστολικά δελτάρια. Το 1905 ξεκίνησε την κυκλοφορία των περίφημων χρωμολιθόγραφων καρτ ποστάλ, τα οποία εκτυπώνονταν σε ειδικά εργαστήρια στη Λειψία της Γερμανίας. Η Λάρισα είδε λίγο πριν το 1910 να κυκλοφορούν πολλές τέτοιες κάρτες του Στ. Στουρνάρα με τοπία από διάφορα σημεία της πόλης. Επειδή κατά την περίοδο εκείνη η φιλική επιστολική αλληλογραφία γινόταν κυρίως με ανταλλαγή καρτών, έχουν διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας πολλές, οι οποίες διακινούνται συνήθως από οίκους δημοπρασιών και μάλιστα λόγω της καλλιτεχνικής τους αξίας αγοράζονται από τους συλλέκτες σε «τσουχτερές» τιμές[3]. Με τις φωτογραφίες του Στέφανου Στουρνάρα από τις διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας ως οδηγό, μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει παράλληλα και όλη την οικιστική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του θεσσαλικού χώρου μετά την προσάρτησή της το 1881 στο ελληνικό Βασίλειο. Σήμερα, οι κάρτες αυτές έχουν πάρει πλέον μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της φωτογραφίας κάθε τόπου και οι άνθρωποι της Φωτοθήκης Λάρισας αισθάνονται ευτυχείς που έχουν στο αρχείο της όλα σχεδόν τα επιστολικά δελτάρια του Στέφανου Στουρνάρα, ασπρόμαυρα και έγχρωμα, που κυκλοφόρησαν και αναφέρονται στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της. Ο Στέφανος Στουρνάρας πέθανε το 1928 σε ηλικία 61 ετών, αλλά άφησε σαν παρακαταθήκη δύο χαρισματικούς φωτογράφους, τους γιους του Κώστα και Νίκο[4].
Η σημερινή φωτογραφία προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα. Είναι χρωμολιθόγραφη και έχει τον αριθμό 241. Είναι ταχυδρομημένη και η σφραγίδα του Ταχυδρομείου Λαρίσης πάνω στο γραμματόσημο φέρει χρονολογία 1910, γεγονός που σημαίνει ότι η φωτογραφία έχει ληφθεί πριν από αυτή τη χρονολογία. Ο φωτογράφος ανέβηκε στον εξώστη του μιναρέ του Γενί τζαμί, που υπάρχει μέχρι σήμερα, αλλά χωρίς την κωνική κορυφή του, η οποία κρημνίσθηκε από τον σεισμό της 1ης Μαρτίου του 1941. Από το ύψος αυτό αποτύπωσε μέρος της Λάρισας.
Δεξιά στην εικόνα υπάρχει ένα μεγάλο κτίριο, περιτριγυρισμένο από πλούσια βλάστηση. Είναι τα Βασιλικά Ανάκτορα, τα οποία κατέχουν ακριβώς τον χώρο όπου σήμερα έχει οικοδομηθεί το κτίριο του Δημοτικού Ωδείου. Το κτίσμα αυτό κατασκευάσθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας στη Λάρισα από τον πλούσιο Τούρκο γαιοκτήμονα Χουσνή μπέη, το οποίο χρησιμοποιούσε για κονάκι του. Ένα μήνα μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, τον Οκτώβριο του 1881 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ επισκέφθηκε τη Λάρισα και διέμεινε στο κονάκι του Χουσνή μπέη που εν τω μεταξύ είχε μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη. Ο αδελφός του Χαϊρή μπέης δέχθηκε την υψηλή τιμή να επιλεγεί το σπίτι του αδελφού του για προσωρινή κατοικία του βασιλιά των Ελλήνων. Στις 11 Οκτωβρίου του 1881, λίγο πριν αναχωρήσει από τη Λάρισα, ο Γεώργιος Α’ αγόρασε την κατοικία του Χουσνή μπέη και έκτοτε το χρησιμοποιούσε σαν ανάκτορό του.
Στο βάθος της εικόνας μπορούμε να εντοπίσουμε αριστερά τον μιναρέ από το τζαμί του Χασάν μπέη. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε τη λήψη της φωτογραφίας, από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι η κατεδάφιση του τεμένους αυτού έγινε το 1908. Άρα η φωτογράφιση έγινε πριν απ’ αυτή τη χρονολογία. Δεξιότερα διακρίνουμε την ψηλή σιλουέτα του ρολογιού που σήμαινε την ώρα με καμπάνες και εν συνεχεία εξέχουν τα δύο καμπαναριά και ο τρούλος του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αχιλλίου.
[1]. Ο Γεώργιος Αποστολίδης ήταν μεταξύ των άλλων και ειδικός στη μεταθανάτια φωτογραφία. Το νεκρικό πορτρέτο ήταν ευρέως διαδεδομένο από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., μέχρι το 1920 περίπου. Στο βιβλίο «Μιχαήλ Σάπκας. Ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956)», Λάρισα (2013), στη σελίδα 66, έχει δημοσιευτεί η φωτογραφία του δημάρχου Λαρίσης Αχιλλέα Λογιωτάτου στην επιθανάτια κλίνη από τον Γεώργιο Αποστολίδη το 1896,
[2]. «Αγνώριστη η Λάρισα, με νεοκλασικά κτίρια να φαίνονται ακόμη πιο μεγάλα και επιβλητικά στις αχανείς πλατείες της» αναφέρει ένας βιογράφος του για τα επιστολικά δελτάρια της πόλης μας που κυκλοφόρησε.
[3]. Αναγνωστάκης Νικόλαος «Στέφανος Στουρνάρας, ο άγιος της φωτογραφίας» με πρόλογο του Μάνου Ελευθερίου και εισαγωγή του ιστορικού της φωτογραφίας Άλκη Ξανθάκη.
[4]. Ο Νίκος Στουρνάρας συνδέθηκε πολύ στενά με τον δικό μας μεγάλο φωτογράφο, τον Γεώργιο Βαλσάμη. Ο τελευταίος στεφάνωσε τον Νίκο Στουρνάρα με τη γυναίκα του Αικατερίνη και βάπτισε το 1948 τον πρώτο παιδί τους, τον Στέφανο. Η πληροφορία προέρχεται από την κόρη του ΓεωργίουΒαλσάμη, Χάιδω Πανέλα, την οποία και ευχαριστώ.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com