Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι συνοικίες της Λάρισας διατηρούσαν την τουρκική ονομασία τους, τουλάχιστον κατά τις καθημερινές συνομιλίες των παλαιότερων ιδίως κατοίκων της. Και ήταν φυσικό, αφού πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 τις περισσότερες τις κατοικούσαν Οθωμανοί πολίτες, πολλοί από τους οποίους παρέμειναν στη Λάρισα και μετά την προσάρτηση.
Μετά τις μεταρρυθμίσεις (Tanzimat) των Τούρκων του 1839 και 1856 και τη σχετική φιλελευθεροποίηση για τους χριστιανούς κατοίκους του ελληνικού χώρου, μεγάλος αριθμός ελληνικού στοιχείου εποίκισε τη Λάρισα. Όλοι αυτοί προτιμούσαν να κατοικούν στις ακραίες περιοχές της πόλεως, όχι μόνον γιατί δεν ήταν επιτρεπτό να κατοικούν στο κέντρο, αλλά και για λόγους ασφαλείας σε περιπτώσεις κινδύνου. Πριν από την Επανάσταση του 1821 οι χριστιανοί Έλληνες είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν μια πολυάνθρωπη παροικία γύρω από το Φρούριο, όπου είχε την έδρα του ο μητροπολίτης και υπήρχε και ο ναός του Αγίου Αχιλλίου. Επίσης και οι Εβραίοι που κατοικούσαν συνεχώς στη Λάρισα, είχαν τη δική τους ομαδική περιοχή κατοικίας, η οποία διατηρείται μέχρι και στις ημέρες μας η ίδια. Οι κυριότερες συνοικίες που διατήρησαν για πολλά χρόνια την τουρκική τους ονομασία είναι: Αρναούτ μαχαλάς, η σημερινή συνοικία του Αγίου Αθανασίου, Σουφλάρ μαχαλάς, η συνοικία των Σαράντα Μαρτύρων, Καραγάτς μαχαλάς, η συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, Τρανός μαχαλάς, η συνοικία του Αγίου Αχιλλίου, Τοφούτ μαχαλάς, η εβραϊκή συνοικία, Παζάρ μαχαλάς, το εμπορικό κέντρο όπου ήταν και η διαμονή της τουρκικής αριστοκρατίας (μπέηδες), Καγκανί μαχαλάς, η ματωμένη συνοικία, γύρω από το Δημοτικό Νοσοκομείο, Ταμπάκικα μαχαλάς, η σημερινή συνοικία των Αμπελοκήπων, Παράσχου μαχαλάς, η συνοικία του Αγίου Νικολάου, Πέρα μαχαλάς, η συνοικία του Αγίου Χαραλάμπους και πολλές άλλες μικρότερες. Όπως παρατηρούμε, ελληνικό όνομα φέρουν μόνον οι Παράσχου και Πέρα μαχαλάς, ίσως γιατί δημιουργήθηκαν στα νεώτερα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Για τον Παράσχου μαχαλά, δηλαδή τη συνοικία του Αγίου Νικολάου, τα τοπικά χρονικά δεν αναφέρουν αν στα παλαιότερα χρόνια ήταν ελληνική συνοικία. Το πιθανότερο είναι ότι αργότερα κατοικήθηκε από χριστιανικό στοιχείο γιατί κατά την περίοδο εκείνη ανήκε στις ακραίες συνοικίες της πόλεως. Πότε πήρε την ονομασία αυτή και ποιος ήταν ο Παράσχος, δεν έχει μέχρι σήμερα επαρκώς τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με την παράδοση η ονομασία της συνοικίας προήλθε από κάποιον Παράσχο, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης της περιοχής ή κατ’ άλλους από κάποιον ηγούμενο ο οποίος ίδρυσε στην περιοχή αυτή σχολείο στο οποίο και δίδασκε[1]. Τα όρια της συνοικίας μπορεί να προσδιορισθούν κατά προσέγγιση και με βάση τους σημερινούς δρόμους ως εξής. Ανατολικά η Ρούσβελτ, νότια λίγο πριν την Πολυτεχνείου, δυτικά την Ανθίμου Γαζή και βόρεια την Μανδηλαρά.
Η πρώτη αναφορά στη συνοικία Παράσχου εντοπίζεται γύρω στα 1750 σε διάφορα εκκλησιαστικά κατάστιχα και έκτοτε γίνεται συχνή η παρουσία χριστιανικού στοιχείου στην περιοχή. Το 1826 αναφέρεται στις υπάρχουσες πηγές για πρώτη φορά το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, το οποίο αποτελούσε το κέντρο της συνοικίας μέχρι το 1957 που κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου. Το παρεκκλήσι αυτό διατηρείται μέχρι και σήμερα στην οδό Ροϊδουκαι ιερουργείται τακτικά.
Στη συνοικία αυτή ανήκε και το μεγαλύτερο από τα παλιά χριστιανικά νεκροταφεία της Λάρισας του 19ου αιώνα, το οποίο χρησιμοποιούσαν και άλλες συνοικίες της πόλεως. Βρισκόταν βορειοανατολικά του κτήματος Αβέρωφ, δηλαδή της μικρής εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, δυτικά της Πύλης Φαρσάλων. Το 1902 σταμάτησαν οι ενταφιασμοί σ’ αυτό γιατί το 1899 άρχισε να λειτουργεί το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας[2].
Πριν από το 1881 αναφέρεται ότι στη συνοικία αυτή και συγκεκριμένα ανατολικά του ναού του Αγίου Νικολάου ήταν εγκατεστημένα τα διάφορα Προξενεία, το Ελληνικό, το Αγγλικό, το Ισπανικό. Ιδιαίτερα το τελευταίο είχε υπό την προστασία του τους περισσότερους Λαρισινούς Ισραηλίτες, οι οποίοι από τον καιρό του διωγμού τους από την καθολική Ισπανία, ήρθαν στην Ελλάδα (Σεφαραδίτες) και αρχικά λόγω της τουρκοκρατίας διατήρησαν όχι μόνον την ισπανική γλώσσα, αλλά και την υπηκοότητα. Το ίδιο συνέβη και με την παρουσία του Ελληνικού Προξενείου. Οι Έλληνες της πόλεως αναθάρρησαν, γιατί μπορεί μεν να ήταν Οθωμανοί πολίτες, αλλά σαν χριστιανοί είχαν κάποια αδιόρατη προστασία κυρίως από τον Έλληνα και τους άλλους χριστιανούς Προξένους.
Στη συνοικία αυτή δημιουργήθηκε και ο πρώτος πυρήνας της Λαρισαϊκής αστικής τάξεως. Ήταν η περίοδος που είχε αρχίσει να φυσάει κάποιος άνεμος ελευθερίας και οι Τούρκοι έδειχναν μεγαλύτερη ανοχή, γιατί αναγνώριζαν ότι το ελληνικό στοιχείο είχε καταφανή υπεροχή απέναντι στο τουρκικό. Μετά την απελευθέρωση οι περισσότεροι εύποροι κάτοικοι εκεί έκτιζαν τα σπίτια τους. Η οικονομική ζωή της πόλεως βρισκόταν στα χέρια τους και χάρη στην ευμάρειά τους οικοδομούσαν ωραία σπίτια, τα περισσότερα σε ρυθμό νεοκλασικό. Έτσι ο Παράσχου μαχαλάς ήταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, το «Κολωνάκι» της Λάρισας.
Κατά την περίοδο του χειμώνα η συνοικία αυτή είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα. Επειδή τοπογραφικά βρισκόταν σε κάπως χαμηλότερο επίπεδο από τις γύρω περιοχές, υπέφερε από σοβαρές πλημμύρες. Παρ’ όλον ότι οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει προστατευτική τάφρο, το γνωστό «Κουλούρ-ντου», εν τούτοις δεν απέφευγε τις ζημιές από τα νερά. Όταν μάλιστα υπήρχε πολυήμερη βροχόπτωση ή ξέσπαζε κάποια μεγάλη μπόρα, φούσκωναν το Κοτζαμπασιώτικο και το Νεμπεγλεριώτικο ρέμα, μεταβάλλονταν σε ορμητικούς χείμαρρους και κατέκλυζαν τον Παράσχου μαχαλά. Στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε μία από τις μεγαλύτερες πλημμύρες, που σάρωσε κυριολεκτικά τη συνοικία. Σπίτια κατέρρευσαν, ισόγεια και υπόγεια γέμισαν νερά και οι κάτοικοι τραβήχτηκαν στο εσωτερικό[3]. Μια άλλη έγινε στα 1931. Ύστερα από μια καταρρακτώδη βροχή που κράτησε τρία μερόνυχτα, τα νερά των δύο χειμάρρων που αναφέρθηκαν υπερεκχείλισαν από την προστατευτική τάφρο και έφθασαν μέχρι εκεί που σήμερα στεγάζεται το Ταχυδρομείο. Κινητοποιήθηκε ακόμα και το Τάγμα Γεφυροποιών, το οποίο έριξε βάρκες και οι στρατιώτες βοηθούσαν την μεταφορά ανθρώπων και οικιακών σκευών. Τελικά από τη μάστιγα αυτή απαλλάχθηκε η συνοικία το 1935 και μετά, όταν έγιναν τα αντιπλημμυρικά έργα, τα οποία προστάτευσαν και τις άλλες πλημμυροπαθείς συνοικίες των Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα) και του Αγίου Χαραλάμπους Πέρα μαχαλάς).
Ένα πολύ γραφικό θέαμα παρουσίαζαν και οι μονοκατοικίες της συνοικίας αυτής, οι οποίες συνήθως περιβάλλονταν από ευρύτατες αυλές, πλημμυρισμένες από ποικιλίες λουλουδιών κάθε εποχής. Εξ άλλου μυρωμένη ήταν η ατμόσφαιρα και σ’ ολόκληρη την άλλη πόλη, γιατί οι παλιοί Λαρισαίοι είχαν πάθος με τα λουλούδια και οι οικοδέσποινες συναγωνίζονταν ποιά θα παρουσίαζε την καλύτερα ανθισμένη αυλή της.
Επίσης οι κάτοικοι του Παράσχου μαχαλά, λόγω της οικονομικής τους άνεσης, είχαν αναπτυγμένο και το μουσικό αίσθημα. Ήταν γοητευτικό τις ήσυχες καλοκαιρινές βραδιές να ακούει κανείς τους κανταδόρους που γύριζαν στους δρόμους και τραγουδούσαν. Χάρη στη μουσική αυτή παράδοση συγκροτήθηκε το 1910 και η πρώτη εκκλησιαστική χορωδία στη Λάρισα, που έψαλλε κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας στον ναό του Αγίου Νικολάου.
Σήμερα ο Παράσχου μαχαλάς αλλάζει μορφή. Πολυκατοικίες έχουν ξεφυτρώσει παντού. Τα παλιά όμορφα σπίτια (πύργος του αξιωματικού Βερύκιου, αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη, κατοικία του Ιωάννη Άρτη και άλλα) έχουν κατεδαφισθεί και πέρα από τη συνοικία αυτή προβάλλουν άλλες νέες συνοικίες, όπως της Νεράιδας, των Ηπειρωτών, της Αναλήψεως, κλπ. και η πόλη σε λίγο θα ενωθεί με τη γειτονική Νίκαια.
-------------------------------------------------
[1]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σελ. 168.
[2]. Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1993), Θεσσαλονίκη (2013) σ. 17-18.
[3]. Από το ημερολόγιο της Αγγελικής Μακρή, συζύγου του Θρασύβουλου Μακρή, διαβάζουμε: «1908. Σεπτεμβρίου 20, ημέραν Σάββατον και ώραν 10ηνπρομεσημβρινήν, εγένετο πλημμύρα των υδάτων των ποταμίσκων και χειμάρρων των χωρίων Μαϊμουλίου, Νεμπεγλέρ και των πέριξ, κατακλυσάντων την συνοικίαν Παράσχου, πολλών οικιών καταστρεψάντων, μεταξύ των οποίων και την επί της οδού Γρηγορίου του Ε΄, αριθμ. 1 ιδικήν μας».Τότε ήταν που ο Θρασύβουλος Μακρής, μανιώδης συλλέκτης γραμματοσήμων,θρήνησε την απώλεια ενός μεγάλου μέρους της συλλογής του.