Τελειώνουμε σήμερα την αναφορά μας στα Τέμπη με την παράθεση απόψεων διαφόρων περιηγητών για τη μαγευτική αυτή περιοχή, παρμένες από τα οδοιπορικά τους.
--Εξαιρετική περιγραφή της Κοιλάδας κατά την αρχαία εποχή βρίσκουμε στο βιβλίο του Ιωάννη Λεονάρδου[1] από τα Αμπελάκια, το οποίο εκδόθηκε το 1836. Γράφει: «Οι παλαιοί Θεσσαλοί εώρταζον εδώ κάθε χρόνον μιαν τοπικήν εορτήν εις ανάμνησιν του σεισμού, καθ’ ήν τα νερά διέσχισαν την διάβασιν των Τεμπών, και ούτως αι ωραίαι πεδιάδες της Λαρίσσης απεδόθησαν πάλιν εις την γεωργίαν και ανεφάνησαν. Εις αυτόν τον καιρόν της εορτής οι πολίται της Γόνου, Ομόλης και άλλων γειτνιαζουσών πόλεων, έφθανον κατά διαδοχήν εις την Κοιλάδα. Τα θυμιάματα των θυσιών εκαίοντο εις όλα τα μέρη. Ο ποταμός ήτον γεμάτος από βάρκας, αι οποίαι άνω και κάτω αδιακόπως έπλεον. Εις τα δάση εστέκοντο ετοιμασμέναι τράπεζαι εις τους πρασίνους τόπους τους περί τα χείλη του ποταμού και εις τα νησίδια πλησίον των πηγών, αι οποίαι πηγάζουσιν από τα όρη. Μία ξεχωριστή δεξίωσις έκαμνεν ένδοξον την εορτήν ταύτην: ότι δηλαδή ήτον οι αιχμάλωτοι εις συναναστροφήν με τους κυρίους των , και το θαυμασιώτερον, ότι οι κύριοι εξυπηρετούσαν τους αιχμαλώτους αυτών, οι οποίοι και ενεργούσαν την αυθεντείαν των με μίαν ελευθερίαν, η οποία ενίοτε καταντούσε εις το αχαλίνωτον, πλην έκαμνε την χαράν ζωηροτέραν. Προς ηδονήν της τραπέζης ακολουθούσαν οι χοροί, αι μουσικαί και άλλοι τινες αγώνες, τα οποία κρατούσαν ως το μεσονύκτιον[2]».
--Ο Αγγλος συγγραφέας, ζωγράφος και δεινός ταξιδευτής Edward Lear (1812-1888) πέρασε και από τη Θεσσαλία. Στο οδοιπορικό του αναφέρεται ότι στις 19 Μαΐου 1849 ξεκίνησε από τον οικισμό Μπαμπά επάνω σε μικρό καράβι, διασχίζοντας όλη την Κοιλάδα των Τεμπών με προορισμό τον Πλαταμώνα. Απ' όσο γνωρίζω είναι η πρώτη περιγραφή, και νομίζω η μοναδική για την εποχή εκείνη, που έχουμε από περιηγητή, ο οποίος διασχίζει την Κοιλάδα και απολαμβάνει τις ομορφιές της μέσα από το ποτάμι. Είναι επόμενο να γοητεύεται αντικρίζοντας το ειδυλλιακό τοπίο από τη θέση αυτή. Περιγράφει ένα στενό φαράγγι να οριοθετείται από δύο απόκρημνους ψηλούς βράχους. Η γραφικότητα αυτή προκαλούσε σε όλους εντύπωση και δέος από τα πολύ παλιά χρόνια, γι' αυτό και η Κοιλάδα των Τεμπών συσχετίσθηκε με διάφορους μύθους, θρύλους και ιερές τελετές[3].
--Ο Πηλιορείτης Νικόλαος Μάγνης, δημοδιδάσκαλος στη Χαλκίδα, το 1860 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Περιήγησις ή Τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας». Στην περιγραφή των Τεμπών αναφέρει: «Αι όχθαι του Πηνειού μέσα στα Τέμπη είναι πλήρεις πλατάνων, επί των οποίων ανέρπουσι κλήματα άγρια, τα οποία όταν την άνοιξιν ανθίζουσιν, εκπέμπουσιν ευάρεστον και ηδείαν οσμήν, εκπλήσσουσαν τους αυτόθεν διαβαίνοντας περιηγητάς. Εις την δεξιάν όχθην αυτού είναι στενή και χειροποίητος οδός, δια της οποίας μόλις διέρχεται μία άμαξα, η δε αριστερά όχθη είναι όλως διόλου άβατος».
--Ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος, ήταν ένας βαθιά μορφωμένος ιεράρχης που είχε ως έδρα του τα Αμπελάκια. Η περιοχή της Κοιλάδας των Τεμπών υπαγόταν ολόκληρη στην επισκοπική του περιφέρεια και την επισκεπτόταν πολύ συχνά, καθώς στο χωριό Μπαμπάς είχε την εξοχική του κατοικία, απ' όπου έκανε συχνούς περιπάτους στις κατάφυτες όχθες του Πηνειού. Στο βιβλίο του[4] γράφει: «Τα Τέμπη αν είπωμεν ότι διήλθομεν αυτά πεντηκοντάκις άχρι τούδε, βεβαίως δεν λέγομεν υπερβολήν … Η στάσις των αποσχισθέντων ορέων είναι τόσον απειλητική ώστε μετά θαυμαζομένης μεγαλοπρεπείας αυτών, γεννάται τω θεομένω και φόβος τις ακούσιος … Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι οι προ Χριστού πρόγονοι ημών, εκ των Τεμπών τούτων ενεπνεύσθησαν και ωρίσαντο ως τόπον της κατοικίας των θεών αυτών τον υψαύχενα Όλυμπον».
--Ο συγγραφέας Γεώργιος Παρασκευόπουλος το 1896 στα «Ταξίδια ανά την Ελλάδα» αποθεώνει με μια ρομαντική διάθεση την ομορφιά του τοπίου της Κοιλάδας: «Ποταμός, βουνά, πουλιά, είναι τα θέλγητρα των Τεμπών. Ο Πηνειός, οι υψηρεφείς[5] και ως να στέκονται εις μονομαχίαν απέναντι αλλήλων βράχοι, και τα αηδόνια. Μουσική κελαρύζοντος νερού, μουσική από πουλιά, αρμονία από χρώματα. Μεγαλείο φύσεως εκπλήσσον».
--Ο Αγγλος δημοσιογράφος Kinnaird Rose, ο οποίος βρέθηκε στη Θεσσαλία για να καλύψει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, επισκέφθηκε και τα Τέμπη και στο βιβλίο του «With the Greeks in Thessaly» (Mε τους Έλληνες στη Θεσσαλία) επισημαίνει τη διαχρονική ιστορικότητά της: «Την Κοιλάδα των Τεμπών οι ενθουσιώδεις λάτρεις της την θεωρούν ως την ωραιότερη κοιλάδα του κόσμου. Στις υψηλές κορυφές και από τις δύο όχθες του Πηνειού βρίσκονται ερείπια αρχαίων φρουρίων. Μέσα από αυτή τη στενή κοιλάδα ο Πομπήιος διέφυγε στη θάλασσα, μετά την ήττα του από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα».
--Ο συγγραφέας από την Κρήτη Ελευθέριος Γαρδέλης στο βιβλίο του «Τα Τέμπη», το οποίο κυκλοφόρησε το 1909, για να περιγράψει την Κοιλάδα επιστρατεύει τα πιο εκφραστικά επίθετα: « Οι βαθύσκιοι υψηλοί και υδροχαρείς πλάτανοι, αναπαυόμενοι παρά τας όχθας του Πηνειού και πέριξ της οδού πυκνότατοι, συναρμόζουσιν έκπαγλον και βαρύτιμον ελληνικόν τάπητα καταπράσινον, ομηρικόν Ελένης κέντημα περίτεχνον, αδιαπέραστον υπό των ηλιακών ακτίνων».
--Ο Χρήστος Ζαλοκώστας (1894-1975) στο «Περιβόλι των Θεών» το οποίο κυκλοφόρησε το 1944, ενθουσιάζεται από τις μεγάλες αντιθέσεις που συναντάει κατά την περιήγησή του: «Έχεις ένα κρυφό αίσθημα πως η γη εδώ είναι τρελή και δεν ξέρει τι θέλει, αγριεύει και γελάει συγχρόνως. Στα νερά του πίστευαν οι αρχαίοι ότι διαλυόταν η λέπρα, γι’ αυτό οι λεπροί ερχόταν εδώ και δοκίμαζαν να περάσουν τα Τέμπη κολυμπώντας αντίθετα στη ροή του Πηνειού, για να αφήσουν τη βρώμα τους προς τα πίσω».
--Ο πεζογράφος Κώστας Ουράνης (1890-1953) στο έργο του «Ταξίδια στην Ελλάδα» του 1949, ονειροπολεί τη ζωή στα Τέμπη των αρχαίων Ελλήνων: «Τίποτε δεν έχει εξυμνηθεί περισσότερο από την Κοιλάδα των Τεμπών. Εδώ η φύση έχει συγκεντρώσει όλα τα θέλγητρα. Την ονειρεύονταν σαν μια διαμονή αντάξια των αρχαίων θεών και τους φαντάζονταν σαν να κατεβαίνουν από τις απότομες πλαγιές του Ολύμπου, για να αναπαυθούν στη δροσιά της, ενώ οι νύμφες του Πηνειού τους έθελγαν με τα τραγούδια τους. Όμως δεν βρήκα τα Τέμπη όπως τα ονειρευόμουν».
--Πέρασαν και άλλοι αμέτρητοι περιηγητές από τη μυθική Κοιλάδα των Τεμπών οι οποίοι εξύμνησαν το κάλλος, την ομορφιά και την ιστορικότητά της. Η αναφορά όλων είναι φυσικά αδύνατη. Οι πιο πρόσφατοι, συνήθως Έλληνες, καταγράφουν την ομορφιά της αλλά την περιγράφουν διαφορετική απ' ό,τι οι παλιότεροι περιηγητές.
Η σημερινή εικόνα που δημοσιεύεται αποδίδει πιστεύω το κάλλος της ιστορικής Κοιλάδας των Τεμπών. Περιπατητές, ψαράδες, κατάφυτες όχθες, ένα ιστιοφόρο καραβάκι να διασχίζει τον Πηνειό και στο βάθος το κάστρο της Ωριάς, είναι ορισμένα σημεία τα οποία αποτυπώνονται στο χαρακτικό, το οποίο είναι πλημμυρισμένο από μια πανδαισία χρωμάτων.
Η περιοχή των Τεμπών αποτελεί για τη χώρα μας έναν πολύτιμο θησαυρό φυσικής ομορφιάς που είναι γνωστός σε όλα τα πολιτισμένα άτομα του πλανήτη μας. Όμως η μακροχρόνια εγκατάλειψή του, οι διάφορες ακαλαίσθητες ανθρώπινες επεμβάσεις και η αδιαφορία την έχουν υποβαθμίσει, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παγκόσμιο προσκύνημα όλων των ευαίσθητων ανθρώπων και εκείνων που η ελληνολατρία τούς οδηγεί κατά εκατομμύρια στην Ακρόπολη, τους Δελφούς και σε άλλα ιστορικά μνημεία της αρχαιότητας.
----------------------------------------------------
[1]. Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, Εισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια Κώστας Σπανός, εκδόσεις «Θετταλός», Λάρισα, επανέκδοση του 1992, σελ. 98. Ο Ιωάννης Λεονάρδος σε νεαρή ηλικία, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, αναγκάσθηκε να διαφύγει στην Αυστρία όπου διετέλεσε ελληνοδιδάσκαλος στο Ελληνομουσείο του Ζέμονα (Σεμλίνο) της Αυστροουγγαρίας. Επιστρέφοντας στη Λάρισα, πάντρεψε την κόρη του Μαριγώ με τον έμπορο Γεώργιο Φαρμακίδη, πατέρα του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη του ιστορικού της Λάρισας.
[2]. Οι εορτές αυτές ονομάζονταν Πελώρια, προς τιμή του Πελωρίου Διός.
[3]. Hyman S. Edward Lear in the Levant. Travels in Albania, Greece and Turkey in Europe (1848-1849), London (1988). Βλέπε και Καλοκαιρινού Φανή. Edward Lear. Ο κατ' εξοχήν τοπιογράφος του 19ου αι. και η περιήγησή του στο Νομό της Λάρισας. Πρακτικά 8ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών (Λάρισα 5 και 6 Δεκεμβρίου 2014). Λάρισα (2015) σελ. 171.
[4]. Επισκόπου Πλαταμώνος Αμβροσίου Κασσάρα. Η Επισκοπή Πλαταμώνος υπό του αυτού Ιεράρχου, Αθήναι (1896).
[5]. Υψηρεφείς, είναι αυτοί που έχουν ψηλές κορυφές.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com