Κάτω από την εικόνα, με κόκκινα κεφαλαία τυπογραφικά στοιχεία υπάρχει στα ελληνικά ο υπομνηματισμός: "Άποψις γέφυρας Πηνειού (εορτή των Θεοφανείων)" και στα γαλλικά "Larissa. Grece. Vue generale du pont du fleuve Penee". Στην οπίσθια όψη η κάρτα φέρει την αρίθμηση και τον λογότυπο των εκδοτών στα γαλλικά: "380 P & C Athenes".
Η Λάρισα έχει μια παλιά παράδοση του εορτασμού των Θεοφανείων, γιατί η προαιώνια παρουσία του Πηνειού που ρέει δίπλα από τις βορειοδυτικές παρυφές της πόλης και η θέση του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Αχιλλίου ψηλά στον λόφο της ακρόπολης, πάνω από την ιστορική γέφυρα του Πηνειού, προσφέρουν μια ακατάλυτη συγκυριακή γειτονία.
Δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα έγκυρες γραπτές πηγές οι οποίες να αναφέρουν πώς εορτάζονταν κατά τη βυζαντινή περίοδο τα Θεοφάνεια στη Λάρισα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και για περισσότερο από τετρακόσια χρόνια η εορτή περιοριζόταν απλώς στην τέλεση του Αγιασμού μέσα στον απέριττο ναό του Αγ. Αχιλλίου, με την παρουσία των λίγων χριστιανικών οικογενειών που κατοικούσαν στη Γενί Σεχίρ. Πολλές φορές απουσίαζε ο μητροπολίτης Λαρίσης, καθώς ο χριστιανικός πληθυσμός είχε αισθητά ελαττωθεί και ως εκ τούτου κρίθηκε αναγκαίο να μεταφερθεί προσωρινά η έδρα της μητροπόλεως Λαρίσης στα Τρίκαλα ή ο μητροπολίτης να κατοικεί στον Τύρναβο. Από το 1854, όταν στα γενικά πλαίσια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων οι κατακτητές αναγκάστηκαν να δώσουν στους υπόδουλους χριστιανούς κάποιες ελευθερίες και έπειτα από αίτημα του Έλληνα προξένου στη Λάρισα, η εορτή των Θεοφανείων πήρε τη σημερινή της αίγλη. Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γράφει σχετικά: «Εκ της γεφύρας ταύτης [εννοεί του Πηνειού] επεκράτησε συνήθεια μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον (1854) κατά την ημέραν των Θεοφανείων να γίνεται η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού εις τον Πηνειόν ποταμόν, μετά μεγάλης εκκλησιαστικής και πολιτικής τελετής»[2].
Η θρησκευτική πομπή ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου και μέχρι το 1894 ακολουθούσε έναν δύσκολο, απότομο, λιθόστρωτο και στενό δρόμο, για να κατεβεί στη μικρή πλατεία που βρισκόταν πριν από την είσοδο της γέφυρας. Από το 1894 και μετά κατέβαιναν τη μεγάλη σκάλα που κατασκευάστηκε εκείνη τη χρονιά και έφθανε μέχρι τη δεξιά όχθη του ποταμού. Εν συνεχεία η πομπή περνούσε το οδόστρωμα της γέφυρας, έστριβε δεξιά κατά μήκος της αριστερής όχθης του ποταμού και ανέβαινε σε μια παρόχθια εξέδρα, η οποία στηνόταν περίπου στο ύψος του Ηρώου των πεσόντων αξιωματικών του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Μόλις τελείωνε η τελετή του Αγιασμού, η πομπή με την ίδια τάξη επέστρεφε στο μέσον της γέφυρας όπου ήδη είχαν πάρει θέση οι κολυμβητές και από το σημείο αυτό γινόταν από τον μητροπολίτη η ρίψη του Σταυρού στα νερά του Πηνειού και αυτόματα οι κολυμβητές έπεφταν από το ύψος αυτό στο ποτάμι. Όμως στην τελετή των Θεοφανείων του 1900, ένας νεαρός κολυμβητής πνίγηκε πέφτοντας από το ύψος της γέφυρας στην προσπάθεια να πιάσει τον Σταυρό[3]. Το γεγονός αυτό έκανε μεγάλη αίσθηση στην πόλη, με αποτέλεσμα από τον επόμενο χρόνο να αλλάξει η θέση των κολυμβητών, οι οποίοι συγκεντρώνονταν πλέον στην αριστερή όχθη και με την ρίψη του Σταυρού κολυμπούσαν στην κοίτη του ποταμού, συνοδευόμενοι από μια μικρή βάρκα για λόγους ασφάλειας. Από τότε η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού ακολουθεί τους ίδιους περίπου κανόνες μέχρι σήμερα[4] και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά γεγονότα της Λάρισας, με την παρουσία μεγάλου πλήθους πιστών.
Η εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο είναι πολύ σπάνια και πρέπει να τη μελετήσουμε με προσοχή. Απεικονίζει το κεντρικό τμήμα της παλιάς λίθινης γέφυρας του Πηνειού. Το οδόστρωμά της είναι κατάμεστο κόσμου εν στάσει μπροστά στα στηθαία, με το πρόσωπο στραμμένο προς την κοίτη του ποταμού. Στο μέσον της, πάνω σε μια εξέδρα διακρίνεται καθαρά ο μητροπολίτης[5], περιστοιχισμένος από τον ιερό κλήρο της Λάρισας και τους επισήμους. Πίσω ακριβώς διακρίνεται το τζαμί του Χασάν μπέη, στον περιβάλλοντα χώρο του οποίου έχουν συγκεντρωθεί πολλά άτομα για να παρακολουθήσουν τη θρησκευτική τελετή.
------------------------------------------------------------
[1]. Το γνωστό χαρτοπωλείο, τυπογραφείο Πάλλης & Κοτζιάς ιδρύθηκε το 1870, από τον Αθανάσιο Πάλλη επί της οδού Ερμού 8, στο κέντρο της Αθήνας. Το 1880 συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Κοτζιά, η εταιρεία μετονομάστηκε σε «Πάλλης & Κοτζιάς» και η συνεργασία διήρκεσε έως το 1925. Τα πρώτα επιστολικά δελτάρια (cart postal) κυκλοφόρησαν το 1896 κατά τη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων και περιείχαν θέματα από όλη την Ελλάδα και από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σελ. 16.
[3]."Δυστυχώς κολυμβητής τις παρασυρθείς υπό του ρεύματος επνίγη ενώπιον τόσου πλήθους, συγκινηθέντος εκ του σπαρακτικού θεάματος", εφ. "Σάλπιγξ", Λάρισα, φύλλο της 15ης Ιανουαρίου 1900.
[4]. Εξαιρούνται τα χρόνια της κατοχής και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν η γέφυρα είχε ανατιναχθεί και είχε αντικατασταθεί προσωρινά από ξύλινο σκελετό, η δε κοίτη ήταν γεμάτη από τα συντρίμμια της.
[5]. Το 1903 μητροπολίτης Λαρίσης ήταν ο Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918). Γεννήθηκε στην Κάλυμνο και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1875 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους και τον Μάρτιο του 1877 μετατέθηκε στην επισκοπή Πλαταμώνος, με έδρα αρχικά τη Ραψάνη και από το 1879 τα Αμπελάκια. Τον Ιανουάριο του 1900 κατέλαβε τον κενό θρόνο της μητροπόλεως Λαρίσης, Πλαταμώνος και Φαναριοφερσάλων. Η ποιμαντορία του στη Λάρισα διήρκεσε δέκα έτη, μέχρι τον Ιανουάριο του 1910, οπότε καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο. Μετά την καθαίρεσή του ο Αμβρόσιος εγκαταστάθηκε μόνιμα στο ιδιόκτητο κτήμα του στο Συκούριο μέχρι τον θάνατό του τον Απρίλιο του 1918. Υπήρξε προσωπικότητα προικισμένη με πολλές αρετές, αλλά συγχρόνως είχε έναν εκρηκτικό χαρακτήρα και μια βιωτή πολυσυζητημένη.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com