Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της εικόνας, θα αναφέρουμε λίγα λόγια για τις στερεοσκοπικές φωτογραφίες-κάρτες. Ουσιαστικά είναι διπλές φωτογραφίες του ίδιου ακριβώς θέματος, με μια πολύ μικρή απόκλιση στη γωνία λήψης, οι οποίες δίνουν την ψευδαίσθηση της τρισδιάστατης εικόνας όταν ειδωθούν μέσα από μια κατάλληλη συσκευή θέασης, το λεγόμενο στερεοσκόπιο. Οι στερεοσκοπικές φωτογραφίες ήταν πολύ δημοφιλείς στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα ως εκπαιδευτικό και εγκυκλοπαιδικό υλικό. Τα θέματά τους ήταν συνήθως ανθρωποκεντρικά και διάσημα τοπία ανά τον κόσμο[2]. Η εταιρεία Underwood & Underwood των αδελφών Elmer Bert και Elias Underwood, ήταν μία από τις πιο εξειδικευμένες στον τομέα της στερεοσκοπικής φωτογραφίας, ιδρύθηκε το 1881 στην Οτάβα του Κάνσας και αργότερα μεταφέρθηκε στη Ν. Υόρκη. Οι αδελφοί Underwood ήλθαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων το 1896, ένα διάστημα στο οποίο είχε αναζωογονηθεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την κλασική αρχαιότητα και τον πολιτισμό της Ελλάδας[3].
Αν παρατηρήσει κάποιος με προσοχή τη φωτογραφία που δημοσιεύεται σήμερα, δύσκολα θα πεισθεί ότι τα κτίρια που απεικονίζονται παριστάνουν τη Λάρισα. Ήταν Μ. Τετάρτη του 1897, μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη ημέρα και μεγάλος αριθμός στρατιωτών με τον οπλισμό και τους στρατιωτικούς σάκους βρίσκονταν συντεταγμένοι στην πλατεία Απελευθερώσεως[4], συνοδευόμενοι από τους αξιωματικούς τους. Όμως το σπουδαιότερο ενδιαφέρον της φωτογραφίας εντοπίζεται στο επάνω μέρος, καθώς απεικονίζει σημαντικά για την εποχή εκείνη κτίρια. Ο φωτογράφος στάθηκε στην ανατολική πλευρά της πλατείας, κοντά στην οδό Μ. Αλεξάνδρου και εστίασε το φακό του προς τη βορειοδυτική πλευρά της.
Αριστερά απεικονίζεται το μεγαλύτερο μέρος των Δικαστηρίων της Λάρισας. Το όμορφο αυτό νεοκλασικό κτίριο είχε κατασκευασθεί επί τουρκοκρατίας (το 1874), κατόπιν προτροπής του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, με προορισμό να στεγάσει τις διοικητικές υπηρεσίες της πόλης (Διοικητήριο της Γενί Σεχίρ). Ήταν ένα από τα επιβλητικότερα κτίσματα της Λάρισας κατά τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας και βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία της σημερινής Κεντρικής πλατείας Μιχαήλ Σάπκα, με ανατολικό προσανατολισμό. Αρχιτέκτονας του τουρκικού αυτού κτιρίου ήταν ο Στυλιανός Βουκαδόρος, ελληνικής καταγωγής από τη Ζάκυνθο, ο οποίος ζούσε την περίοδο εκείνη στη Λάρισα, καθώς κατασκεύαζε και το κτίριο του ελληνικού Γυμνασίου της χριστιανικής κοινότητας της Λάρισας, το οποίο άρχισε να οικοδομείται το 1873 και βρισκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας, εκεί όπου σήμερα υψώνεται το Δικαστικό Μέγαρο. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 και μέχρι το 1892 στους χώρους του τουρκικού Διοικητηρίου στεγάστηκαν διάφορες στρατιωτικές μονάδες και υπηρεσίες. Το 1892 παραδόθηκε για χρήση στη Δικαιοσύνη. Ο χώρος του ήταν επαρκής και στέγασε όλες τις δικαστικές αρχές της πόλης, μαζί και το Δημόσιο Ταμείο. Η επιγραφή στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του κάτω ορόφου ανέγραφε «Θέμιδος Μέλαθρον». Κατασκευαστικά το Δικαστικό Μέγαρο ήταν ένα εντυπωσιακό διώροφο κτίριο με υπόγειο, οικοδομημένο εξ ολοκλήρου από πέτρα. Στην εξωτερική μορφή του κυριαρχούσαν νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Οι τοίχοι και στους δύο ορόφους περιμετρικά ήταν διάτρητοι από παράθυρα, η στέγη ήταν απλή, χαμηλή, με ξύλινο σκελετό, επικαλυμμένη με κεραμίδια και σε πυκνά διαστήματα ήταν τοποθετημένα όμορφα ακροκέραμα. Στο κέντρο της πρόσοψης, ψηλά στο ύψος της στέγης, διακρίνεται στη φωτογραφία, ευρύ χαμηλό τριγωνικό αέτωμα, το οποίο πρόσθετε στο κτίριο ύψος, ομορφιά και συμμετρία. .
Όμως τη νύχτα της 14ης Ιανουαρίου 1905, το επιβλητικό αυτό μέγαρο των Δικαστηρίων καταστράφηκε έπειτα από πυρκαγιά που ξέσπασε από άγνωστη αιτία. Παρέμεινε μόνον ο σκελετός του πυρπολημένου κτηρίου, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1908 και ο χώρος αποδόθηκε στον Δήμο για να διευρύνει επιπλέον την πλατεία Θέμιδος, η οποία τελικά έγινε πανελληνίως διάσημη για το εύρος της.
Δεξιότερα διακρίνεται στη φωτογραφία ένα άλλο διώροφο εντυπωσιακό κτίριο, το οποίο έφερε την επιγραφή στα ελληνικά και τα γαλλικά: ΜΕΓΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ. Βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πλατείας και άρχισε να λειτουργεί το 1887 επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891). Ο επάνω όροφος διέθετε δεκαοκτώ δωμάτια, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν δύο μεγάλες αίθουσες, οι οποίες φιλοξενούσαν η μία εστιατόριο και η άλλη καφεζαχαροπλαστείο. Οι αίθουσες αυτές είχαν στην πρόσοψη μεγάλα τοξωτά ανοίγματα για να επιτυγχάνεται επαρκής φυσικός φωτισμός. Η αρχιτεκτονική και του κτιρίου αυτού ακολουθούσε τον νεοκλασικό ρυθμό, δημοφιλή την περίοδο εκείνη στα περισσότερα νεοαναγειρόμενα οικοδομήματα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ήταν για την εποχή του το σημείο αναφοράς στην πόλη για τους ξένους και έχει αποτυπωθεί σε μερικά χαρακτικά περιηγητών που επισκέφθηκαν την περίοδο εκείνη τη Λάρισα.
Δέκα χρόνια μετά την κατασκευή του, την άνοιξη του 1897, στα δωμάτιά του κατέλυσαν οι πολεμικοί ανταποκριτές όλων των μεγάλων τότε εφημερίδων της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και ανώτατοι Έλληνες αξιωματικοί, ενώ στις αίθουσες του ισόγειου όπου σύχναζαν οι ένοικοι του ξενοδοχείου και οι αστοί της πόλης, κατέφθαναν αμέσως τα άσχημα συνήθως νέα από το μέτωπο του πολέμου. Από τον μεγάλο σεισμό του 1941 καταστράφηκε ο επάνω όροφος και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή.
-----------------------------------------------
[1]. Η Αμαλία Παπασταύρου αναφέρει ότι οι προπομποί του τουρκικού στρατού μπήκαν στη Λάρισα το απόγευμα της δεύτερης ημέρας του Πάσχα 14 Απριλίου, έπειτα από πρόσκληση των μπέηδων της πόλης: "Εγνώσθη ότι μόνον την δευτέραν το εσπέρας εισήλθον εις Λάρισαν οι πρόσκοποι του τουρκικού στρατού και ούτοι προσκληθέντες υπό των Βέηδων της Λαρίσσης και ότι ο Σεϊφουλάχ βέης πρώτος διέβη την γέφυραν…". Βλέπε: Αμαλία Παπασταύρου. Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση από 1-14 Απριλίου 1897, εν Αλεξανδρεία (1897) σελ. 30.
[2]. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμπολίτες μας θα θυμούνται τα στερεοσκόπια τα οποία κυκλοφορούσαν κατά τη διάρκεια της ετήσιας εμποροπανήγυρης. Ήταν μεγάλα τετράγωνα κουτιά προσαρμοσμένα επάνω σε αμάξωμα, τα οποία έφεραν στις πλάγιες επιφάνειες ειδικά προσαρμοσμένους διόφθαλμους φακούς, μέσω των οποίων ο επισκέπτης, έναντι μικρού τιμήματος, παρακολουθούσε στερεοσκοπικές εικόνες με τοπία απ' όλο τον κόσμο. Στους επιχειρηματίες αυτών των στερεοσκοπίων αναφέρεται και το γνωστό ανέκδοτο με τα αραπάκια στη ζούγκλα μέσα στη νύκτα. "Μαύρα τ' αραπάκια, μαύρη η νύχτα…" .
[3]. Η εκτύπωση των φωτογραφιών τους γινόταν σε χαρτόνι, στο πίσω μέρος του οποίου υπήρχε κείμενο το οποίο αναφερόταν στο συγκεκριμένο θέμα της στερεοσκοπικής φωτογραφίας.
[4]. Η Κεντρική πλατεία την περίοδο εκείνη ονομαζόταν και πλατεία Θέμιδος, από την παρουσία του Δικαστικού Μεγάρου (Θέμιδος Μέλαθρον) μέσα στο χώρο της πλατείας.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
.